I found a reason

Τι είναι αυτό; Τι ζωγράφισες πάλι; Με παστέλ πάνω στο πλακάκι αυτή τη φορά; Αυτός ποιός είναι; Έτσι ήταν τα χέρια του; Αυτό πίσω τι είναι; Έχει ουρά; Εσύ πού είσαι; Εσύ γιατί δεν έχεις ουρά; Αυτό τι είναι επάνω σου; Πού το βρήκες; Γιατί δεν το χρησιμοποιείς; Αλήθεια; Και μετά τι έγινε; Πού κρύφτηκες; Τι άφησες πίσω; Ποιά; Όχι δεν τα ξέρω. Γιατί; Ξαναγύρισες; Γιατί; Ναι αλλά πότε; Όχι δεν είναι έτσι. Αλήθεια; Γιατί; Όχι δεν είναι έτσι όλοι. Δεν πρέπει να είναι έτσι. Αυτό τι είναι; Τόσο φριχτό ήταν; Πού πήγε; Δικό σου; Ποιανού; Μπορώ να το διαβάσω; Και αυτό εδώ; Γιατί; Με κίτρινο; Γιατί με κίτρινο; Δεν ξέρω. Με κάτι άλλο ίσως; Δεν ξέρω. Κι αυτό τι είναι στην άκρη; Μα δε φαίνεται. Γιατί όχι; Τότε πότε; Πότε;; Το ξέρω. Και μετά ησύχασες; Γιατί; Όχι αλλά μπορώ να υποθέσω. Πόσο ζεστά; Προς τα πού; Α. Ναι. Δεν το ήξερα. Σε πιστεύω. Πιστεύω αυτά που λες. Αυτά που θα ακολουθούν θα είναι πιο εύκολα. Τι; Όχι. Καλύτερα να τρέξεις προς τα εμένα. Ναι. Προς το μέρος μου. Και άστο αυτό το άσχημο μπλε. Φέρε μου εκείνο. Εκείνο δίπλα σου. Το πράσινο. Θα σου δείξω εγώ πώς να το κάνεις.

Tι είναι αυτό

που μπορεί ξαφνικά να σε ρίξει από το ένα επίπεδο στο άλλο;


Μια τρύπα. Μια ήσυχη τρύπα που έγινε χωρίς να τη δεις ΓΙΑΤΙ ΚΟΙΤΑΣ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ

ΞΥΠΝΑ.


Ο κόσμος είναι γεμάτος από τρύπες στο πάτωμα και φτιάχνει τα ταβάνια του εντυπωσιακά για να ξεχνιέσαι.

Gallows

Είμαι δέκα χρονών. Με λένε 'εη' αλλά καμιά φορά με φωνάζουν Μπιάνκα. Μένω σε ένα μικρό σπίτι σε μια κοιλάδα και ο ήλιος έρχεται κάθε δυο χρόνια. Μάλλον δεν του αρέσει πολύ εδώ. Δεν τον αδικώ, δεν έχει τίποτα να κάνεις εδώ. Ο μπαμπάς μου έφτιαξε μια κούνια το φθινόπωρο αλλά μια μέρα είδαμε τα σκοινιά φαγωμένα και δεν τα αντικατέστησε ποτέ. Από τότε δεν έχει πραγματικά τίποτα να κάνεις εδώ. Ούτως ή άλλως οι κούνιες είναι για παιδιά.

Εδώ συνήθως κάνει χειμώνα. Έχουμε και φθινόπωρο αλλά σχεδόν το ξεχνάω καμιά φορά. Ο χειμώνας είναι καλός για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ανάβουμε κάθε μέρα το τζάκι και το σπίτι γίνεται πορτοκαλί από το φως και δεν είναι πια τόσο άσχημο μέσα. Θα ήθελα να βάλω και μέσα μου ένα τζάκι. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όταν ζωγραφίζω τοπία τα κάνω όλα άσπρα και δεν πειράζει καθόλου που δεν έχω χρωματιστούς μαρκαδόρους. Αν με ρωτήσει ποτέ κανείς γιατί όλες μου οι ζωγραφιές έχουν μόνο μαύρες γραμμές, θα θυμηθώ να πω αυτό. Εδώ έχουμε πάντα χειμώνα. Αν ο χειμώνας έχει κάπου εξοχικό, τότε η κοιλάδα μου είναι σίγουρα το κανονικό του σπίτι.

Μια μέρα η μαμά μου τσακώθηκε με τον μπαμπά μου και γω βγήκα έξω από το σπίτι για να μην ακούω. Κάθισα στο σκαλοπάτι της αυλής και κοίταξα το χώμα. Μέσα στο χιόνι είδα ένα μικρό κουνέλι. Ήταν παγωμένο και η κοιλιά του φαινόταν μεγάλη και τεντωμένη. Το κοίταζα αρκετή ώρα αλλά δεν το ακούμπησα. Η μαμά λέει να μην ακουμπάω τα πεθαμένα ζώα.

Λίγους μήνες μετά, ένα απόγευμα, η μαμά έστειλε τον μπαμπά για ξύλα. Έκανε πολλές ώρες να έρθει αλλά δεν το πρόσεξα. Την επόμενη μέρα ήρθε ένας κύριος στην πόρτα και κάτι είπε στη μαμά και εκείνη έπεσε κάτω φωνάζοντας. Μετά ο κύριος με κοίταξε με λύπηση. Η μαμά ήρθε και μου είπε πως του επιτέθηκαν λύκοι. Δεν έχω δει ποτέ λύκο. Μάλλον μοιάζει σκυλί με πολλά νεύρα. Φαντάστηκα ένα κοπάδι να του δαγκώνει τον λαιμό και τα χέρια. Την επόμενη μέρα θάψαμε το μπαμπά στο λόφο. Δεν ήξερα τι είχε μέσα το κουτί και αναρωτιόμουν τι να τρώνε οι λύκοι και αν η μαμά ακούμπησε το μπαμπά χωρίς να μου το πει. Ήμουν εγώ, η μαμά και άλλοι δυο κύριοι. Δεν έκλαψα καθόλου.

Δεν μου αρέσει να παίζω. Μου αρέσει όμως να φτιάχνω παιχνίδια και να τα χρησιμοποιώ με άλλο τρόπο. Φτιάχνω κούκλες από στάχια και λάσπη και μετά τις κρεμάω από το λαιμό με σκοινί και τις αφήνω έξω από την κουζίνα και η μαμά τρομάζει και με κλειδώνει στο δωμάτιό μου. Δε με πειράζει καθόλου αυτό. Το δωμάτιό μου έχει κι άλλους μέσα. Βλέπω κόκκινα μάτια να ανοίγουν στους τοίχους. Οι τοίχοι δεν έχουν αυτιά, όχι. Έχουν μάτια, και τα βλέπω εγώ αρκετά συχνά. Έχω προσπαθήσει να τους καρφώσω μολύβια αλλά κάθε φορά που πλησιάζω, κλείνουν.

Δε μου αρέσουν τα φασόλια. Η μαμά φτιάχνει συχνά φασόλια γιατί έχουμε πολλές σακούλες με φασόλια στην κουζίνα και νομίζω πως δεν θα τελειώσουν ποτέ. Μια μέρα την ρώτησα αν όλα τα παιδιά τρώνε φασόλια τόσο συχνά και μου είπε πως δεν είναι όλα τα παιδιά τυχερά. Δεν ξέρω αν το εννοούσε για μένα ή για τα άλλα παιδιά.

Η αγαπημένη μου ώρα είναι όταν φυσάει. Όταν φυσάει φεύγω απ'το σπίτι και πάω αρκετά χιλιόμετρα μακριά και ξαπλώνω ανάμεσα στα στάχια και τα κλαδιά. Τα χόρτα ανεμίζουν στο πλάι γιατί ακουμπάω το κεφάλι στο χώμα και ο αέρας είναι παχύς σα γιαούρτι και δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Είναι τόσο ωραία όταν φυσάει που καμιά φορά βουρκώνω με τα μάτια κλειστά. Με έχει πάρει ο ύπνος αρκετές φορές αλλά κάθε φορά ξυπνούσα απότομα γιατί νόμιζα πως έρχονταν λύκοι και για μένα. 

Η πιο αγαπημένη μου σκέψη είναι το δέντρο που λέγεται 'κλαίουσα ιτιά'. Δεν έχω δει ποτέ αυτό το δέντρο αλλά ακούω τη μαμά να το τραγουδάει σε ένα τραγούδι. Αυτό το δέντρο πρέπει να έχει χιλιάδες πρησμένα μάτια από το κλάμμα και γύρω του θα υπάρχουν πολλές χιλιάδες χαρτομάντηλα. Αναρωτιέμαι γιατί να κλαίει κάποιος τόσο πολύ. Ίσως αυτό το δέντρο είναι αναγκασμένο να τρώει φασόλια κάθε μέρα.

Δεν έχω φίλους. Δεν υπάρχει κανένας εκεί που μένουμε. Αν ανέβω στο λόφο του μπαμπά, μπορώ να δω λίγα σπίτια από δω κι από κει αλλά δεν ξέρω ποιοί μένουν. Δεν έχω δει ποτέ ένα παιδί σαν και μένα. Δεν ξέρω αν είμαι ψηλή ή κοντή. Δεν είχα κανένα ποτέ για να με συγκρίνω. Η μαμά λέει πως είμαι κανονική αλλά πως έχω μεγάλο κεφάλι. Όλα μου τα ρούχα έχουν κουμπιά στο λαιμό γιατί αλλιώς δεν μου μπαίνουν. Η μαμά έχει κανονικό κεφάλι. Τα δικά της ρούχα δεν έχουν κουμπιά στο λαιμό. Μου φαίνεται όμορφη αλλά δεν έχω δει άλλες μαμάδες για να τη συγκρίνω. Όταν τη φάνε κι αυτήν οι λύκοι, θα πρέπει να ράβω μόνη μου τα κουμπιά μου.

Δε φοβάμαι το σκοτάδι αλλά μερικές φορές ακούω τα δέντρα να περπατάνε έξω. Συχνά εύχομαι να ανοίξει ένα το παράθυρό μου και να με πάρει. Ο αέρας μυρίζει αλλιώς τη νύχτα. Το σπίτι γίνεται διαφορετικό τη νύχτα. Αλλά δε φοβάμαι. Το μόνο που φοβάμαι είναι οι καθρέφτες. Δε θέλω να υπάρχουν δύο από μένα. Θέλω να είμαι μόνο εγώ.

Όταν μεγαλώσω θέλω να φυσάει ακόμα και να μη μεγαλώσει άλλο το κεφάλι μου.

Ιτ μαστ μπι ε ντρημ

Τιπ ταπ. Περπατούσε πολύ σιγά. Τιπ ταπ, το φωτάκι στην άλλη άκρη του διαδρόμου τρεμόπαιζε και δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να φτάσει. Μερικες φορές μισόκλεινε τα μάτια της γιατί όταν τα άνοιγε της φαίνονταν όλα διπλάσια φωτεινά. Τα βήμματα πήγαιναν χοροπηδηχτά και ελαφριά σαν να βλέπεις σε σλόου μόσιον έναν άνθρωπο που καίγεται ενώ πατάει πάνω σε κάρβουνα. Αλλά με ήρεμο πρόσωπο, χωρίς τον πανικό του πόνου. Οι μπούκλες της ακουμπούσαν τους τοίχους του διαδρόμου διακριτικά και ανέμιζαν ελάχιστα αφήνοντας μια μικρή μικρούλα μυρωδιά αρώματος που δεν ταίριαζε καθόλου σε εκείνο το στενό μονοπάτι. Πού και πού ακουμπούσε τις άκρες των δαχτύλων της στους τοίχους προσπαθώντας να νιώσει την υφή γιατί όταν τα πράματα είναι σκοτεινά, μπορείς να νιώσεις τα πάντα επί δέκα.

Ήξερε πως την ακολουθούν αλλά κρατούσαν ακόμα μια απόσταση, σαν κύριοι. Μόνο για λίγο όμως. Γιατί μέσα σε λίγα λεπτά να επιταχύνουν και να επιταχύνουν. Έτρεχαν πίσω της και τα πρόσωπά τους έσταζαν παλιό πλαστικό πάνω στα παπούτσια τους και το πλαστικό σκαρφάλωνε έτσι άμορφο όπως ήταν πάνω στο πόδι τους και μετακινούταν προς τα πάνω μέσω της γάμπας τους και ανέβαινε στην πλάτη τους και μετά στο πρόσωπό τους και κατέληγε να στάξει πάλι πάνω στα παπούτσια τους. Ήταν σαν να ανακύκλωναν τον εαυτό τους. Θα μπορούσαν να τρέχουν έτσι για χρόνια, ενώ θα στάζουν επάνω τους. 

Ο διάδρομος ήταν ατέλειωτος κι αυτό το κυνηγητό άρχισε να την κουράζει αλλά όταν πού και πού γύρναγε πίσω και έβλεπε πρόσωπα να λείπουν, τρόμαζε κι άλλο και δεν έκοβε ταχύτητα. Μέχρι που κάποιος τράβηξε το πάτωμα απ΄τα πόδια τους, αλήθεια το τράβηξε, σαν να ήταν ένα λεπτό σεντόνι, και έπεσαν όλοι σε μια περιστροφική σκάλα ενός φλεγόμενου σπιτιού, και όσα σκαλοπάτια άγγιζαν ανεβαίνοντας γίνονταν στάχτη και οι μπούκλες της άρχισαν να τσουρουφλίζονται και η σκάλα κατέρρε και το προς τα πάνω δεν σίγουρα καλή λύση γιατί η φωτιά ερχόταν από παντού.

Εκείνοι είχαν γίνει χίλοι μέσα σε έναν και ένας που διαιρέθηκε σε χίλιους και μια γατζώνονταν πάνω στη σκάλα σαν γρήγορη λάσπη και μια απλώνονταν σα κοπάδι από μαύρες παχιές μύγες, να προλάβουν τα σκαλοπάτια που έπεφταν. Η οροφή του σπιτιού ήταν αρκετά ψηλά και οι μύτες της φωτιάς χόρευαν νευρικά επάνω της λες και έδιναν παράσταση και είχαν άγχος. 

Οι μπούκλες της είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους είχαν πάρει μικροσκοπικά καμμένα ψαλίδια που γρατζουνούσαν τους ώμους της και θεέ μου η σκάλα ήταν ατέλειωτη. Όσο ανέβαιναν τόσο πλήθαιναν τα σκαλοπάτια και κάποια στιγμή σαν να πήραν όλοι ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα, και βρέθηκαν σε ένα μπλε βυθό όπου όλα κινούνταν αργά και ο ήχος είχε πάρει σύνταξη. Μπορούσε ήρεμα να γυρίσει και να τους δει να τρέχουν πίσω της αλλά χωρίς να κινούνται, και στα δεξιά της ένα μεγάλο ψάρι με βαρετά μάτια άνοιγε νυσταλέα το στόμα του βγάζοντας από μέσα ένα μικρότερο ψάρι το οποίο έμοιαζε με το πρώτο και έκανε κι αυτό ακριβώς το ίδιο. Ψάρια έβγαιναν μέσα από ψάρια. Ψάρια γεννούσαν ψάρια απ'το στόμα και τίποτα δεν κινούνταν κανονικά και δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος.

Και μέσα σε δευτερόλεπτα μεταφέρθηκαν όλοι ξανά πάνω σε μια πάνινη μαύρη μπάλα με περίεργους νόμους βαρύτητας γιατί μπορούσαν να τρέξουν γύρω της χωρίς να πέφτουν. Μπορούσαν να τρέξουν ακόμα και απ'την κάτω μεριά. Αυτό συνέβαινε για μερικά λεπτά γιατί τότε η μπάλα άνοιξε και οι πλαστικομούρηδες τα χασαν λίγο. Σταμάτησαν να την κυνηγούν και κοίταζαν μέσα στη μπάλα και βγήκε ένας τύπος με μεγάλα μάτια και μια κάπα η οποία ήταν αρκετά μεγάλη ώστε με ένα ΦΑΠ! τους σκέπασε όλους

Και βρέθηκαν όλοι με τα χέρια τυλιγμένα γύρω απ'τα γόνατά τους να αιωρούνται σε ένα μικρό κενό ανάμεσα σε αστερισμούς ενώ ανάμεσά τους κολυμπούσαν γυρίνοι και εκείνη δε μπορούσε να ισιώσει το κορμί της και ένιωθε καταδικασμένη να είναι τυλιγμένη γύρω απ'τον εαυτό της για πάντα.

Χωρίς να το καταλάβει κανείς, είχαν επιστρέψει στο μικρό στενό διάδρομο μόνο που εκείνη είχε φτάσει στο τέλος και άνοιξε την πόρτα απ'όπου είχε σκάσει μύτη το φως και μόλις την άνοιξε όλα έγιναν μαύρα λες και μια μπογιά κάλυψε τη σελίδ

Koden Sol. no.99

Ένας απλός παρατηρητής φόβων κουβαλάει μαζί του μια μικρή τσάντα με τα εργαλεία του. Ένα λεπτό μπλοκ (για να γυρνούν εύκολα οι σελίδες), ένα μολύβι μεσαίου μεγέθους με μόνιμα σπασμένη μύτη, ένα βαρίδι, ένα ζάρι και μια μάλλινη κουβέρτα στην οποία ζουν περίπου δύο πολιτείες ακάρεων οι οποίες δεν έχουν βρει ακόμα τρόπο να επικοινωνούν μεταξύ τους. Πιθανότατα δεν γνωρίζουν καν η μια την ύπαρξη της άλλης.

Ο παρατηρητής απλώνει την κουβέρτα χωρίς να φοβάται τίποτα, κάθεται και περιμένει. Καταγράφει κάθε πιθανό φόβο που κρέμεται από περαστικά μάτια και νευρικά δάχτυλα. Καταγράφει φόβους που τρώνε παγωτό πάνω στους ώμους παιδιών, φόβους που έχουν γραπωθεί στα καπό των αυτοκινήτων, φόβους μπλεγμένους μέσα σε μαλλιά γέρων που βλέπουν το τέλος τους να τους αγγίζει το χέρι διακριτικά. Καταγράφει φόβους που ζυγίζουν λιγότερο απ'το βαρίδι του.

Μικρά αποσπάσματα (με το φόβο να ακουστούν πολύ ελαφριά και ασαφή).

Ένας μικρός άνθρωπος κάθεται κάτω από μια λάμπα. Προσωρινά δεν έχει φόβους, εκτός από έναν, ο οποίος λάμπει παντοτινά.

Μια οροσειρά βουνών φοβάται το σκοτάδι. Ευτυχώς στο κοντινό χωριό πάντα κάποιος ξεχνάει ένα μικρό φως αναμμένο.

Μια ίσια γραμμή και μια κατσαρή δε μπορούν ποτέ να συμφωνήσουν την κοινή τους πορεία. Φοβούνται και οι δύο πως οι δρόμοι τους θα χωρίζουν σύντομα αλλά δε συζητούν γι'αυτό.

Ένας νεαρός καρχαρίας φοβάται πως δεν θα ξέρει πώς να κολυμπήσει όταν έρθει η ώρα.

Το συναισθηματικό διάγραμμα ενός ανθρώπου χωρίς ψυχραιμία μοιάζει με αχτένιστους λόφους που βουτάνε και υψώνονται απότομα. Υπάρχει φόβος πτώσης.

Οι αντίχειρες φοβούνται τα υπόλοιπα δάχτυλα λόγω συμπλέγματος κατωτερότητας (σε θέση).




Ο παρατηρητής φοβάται κατά καιρούς πως θα τελειώσει το μπλοκ ή το μολύβι ή και τα δύο αλλά αυτό δεν το έχει σημειώσει ακόμα.


Και υπάρχει και ο φόβος του τέλους. Ενός τέλους γενικότερα.

Inverness


Ανάμεσα στις διαθέσεις και τις προθέσεις που στέκονται όρθιες και σοβαρές σαν υπάκουοι σκύλοι, ανάμεσα σε όλες τις προσδοκίες και τους φόβους που παίζουν τα δάχτυλά τους ανήσυχα, ανάμεσα στις απαιτήσεις που προσπαθούν να κρύψουν το τράνταγμα στα ανυπόμονα γόνατά τους, ανάμεσα στις απλωμένες αγωνίες που στεγνώνουν σα σεντόνια κρεμασμένα από μπαλκόνια, υπάρχει ένα μικρό χρονικό περιθώριο το οποίο μου επιτρέπει, αν είμαι τυχερή, να αναρωτηθώ αν υπάρχει κάποιο άλλο μέρος που θα προτιμούσα να είμαι.

Γιατί είναι πολύ εύκολο να ετικετάρεις τα μπουκαλάκια σου και μετά να τα τακτοποιείς στο ράφι και τελικά να μην πουλάς ποτέ τίποτα και να μην αγοράζει κανείς ποτέ τίποτα. Όμορφα αριθμημένα μπουκαλάκια, καλά κρυμμένα από τη σκόνη κι από κάθε ανθρώπινο μάτι.

Και γιατί είναι και η συνήθεια και η συχνότητα που κάθονται κάπου εκεί ανάμεσα και κοιτάνε με τα φρύδια ήρεμα και ευθυγραμμισμένα σα γραμμές τετραδίου και με τρομάζουν.

Και γιατί έχω την αίσθηση πως με μετράς.



Σχολείο Παιχνιδιών

Ξαφνικά άρχισαν να σου μιλάνε και δεν καταλάβαινες ούτε λέξη. Το σώμα μπορεί να πει το ίδιο πράγμα χρησιμοποιώντας γλώσσα, μάτια, χέρια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το νόημα αυτών που ήθελαν να σου κοινωνήσουν, έπεφτε σα μικρή πέτρα που αυτοκτονεί απ΄τη βαρεμάρα μέσα σε μια χαράδρα. Δεν είχαν καμία ελπίδα να ακουστούν. Και έπιανες τον εαυτό σου να φαντάζεται πως κατεβαίνει απ'τον ουρανό ένα τεράστιο συρραπτικό και τους κλείνει μια για πάντα τα στόματά τους, γιατί μιλάνε τόσο πολύ όλοι τους. Τόσο πολύ.

Όταν ένας άνθρωπος βγαίνει το πρωί απ'το σπίτι του, ξέρει λίγο-πολύ τι θα του συμβεί κατά τη διάρκεια της μέρας. Θα πάει στη δουλειά, θα φάει, θα γυρίσει σπίτι. Θα δει περίπου εικοσιπέντε άτομα που ξέρει. Θα κατουρήσει περίπου δεκαοχτώ φορές. Θα νιώσει κούραση και πείνα. Όλα αυτά είναι δεδομένα. Δεν καταλαβαίνεις πώς γίνεται οι άνθρωποι να μην παθαίνουν κατάθλιψη γνωρίζοντας πως όλη αυτή τη λούπα μπορεί να την διακόψει μόνο ένα σαββατοκύριακο ή κάποια ξαφνική αρρώστια. Αρχίζεις να τραβάς κλωστές απ'το μανίκι της μπλούζας σου, τυλίγοντάς τες σφτιχτά γύρω απ'τον αντίχειρά σου σαν να είναι ένα ζωντανό δαχτυλικό καρούλι που πρέπει πάσει θυσία να πνίξεις.

Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να πέφτουν σε λούπα, γιατί έτσι όλα μπαίνουν τακτοποιημένα στα συρτάρια τους και δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τίποτα για το οποίο δεν θα ήθελαν. Οι λούπες είναι καλές, είναι χρήσιμες. Ξεκουράζουν το μυαλό σου απ'τη λαίλαπα των αποφάσεων και των επιλογών, όπως ακριβώς ένας κατάκοιτος γέρος δέχεται να καταπιεί αβίαστα οποιαδήποτε νερόβραστη αηδία του σερβίρουν οι συγγενείς που βαριούνται πλέον να προσπαθήσουν για κάτι πιο εύγευστο.

Το μυαλό σου αρχίζει να κλωτσάει. Τι ζέστη κάνει εκεί μέσα! Σχεδόν καίει τα οπτικά σου νεύρα. Αν δεν φύγεις γρήγορα από κει, θα τυφλωθείς.

Αρχίζεις να προχωράς. Η ώρα είναι.. δεν έχει σημασία. Σκέφτεσαι πως υπάρχουν άνθρωποι που είναι καταδικασμένοι να πέφτουν για πάντα. Οι μέλισσες είναι αιωνίως κλεισμένες σε ένα κουτί να παράγουν κάτι κολλώδες (που ναι, είναι υπέροχο), μέχρι να πεθάνουν. Δεν θα νιώσουν ποτέ το χτυποκάρδι που προκαλεί το κλειστό φως σε ένα παιδικό δωμάτιο, ή πώς νιώθεις το παγωμένο νερό να κυλάει μέσα στο λαρύγγι σου μια αποπνικτικά ζεστή μέρα, ή το πόσο αδιανόητη είναι η ιδέα του να γίνεις αόρατος και τα μόριά σου να χαλαρώσουν αρκετά τις συνδέσεις τους έτσι ώστε να μπορείς να περνάς μέσα από τοίχους. Οι μέλισσες είναι όλες βασίλισσες της λούπας.

Συνεχίζεις να απομακρύνεσαι. Ελπίζεις πως μπορείς να επινοήσεις τον εαυτό σου ξανά. Κάποτε είχες μπει σε ένα παραμύθι. Τα παιχνίδια σου, ανέλαβαν να σου μάθουν τη σειρά των ημερών της εβδομάδας, γιατί ήσουν εντελώς ανίκανη να το κάνεις μόνη σου. Μια φορά σε ένα θέατρο, τα παιχνίδια σου, σου έταξαν

Μια φορά κι έναν καιρό
μια τρελή τρελή Τετάρτη
ο ανίκητος ιππότης
θα σ'ερωτευτεί τρελά
και θα μείνεις σε παλάτι! 

Μα σήμερα είναι Τετάρτη. Σήμερα είναι Τετάρτη. Και αύριο είναι Πέμπτη, και τότε θα είναι πολύ αργά.

Κάθεσαι σε ένα μικρό πεζουλάκι. Οι ελπίδες του "ας συμβεί κάτι" χάνονται σαν μπουρμπουλήθες που ξέφυγαν απ'το μπουκάλι του σαμπουάν και έσκασαν άδοξα πάνω στο πλακάκι του μπάνιου. Τα μάτια σου παραπονιούνται σαν νοικάρηδες που ασκούν το δικαίωμά τους για ησυχία. Πρέπει να κοιμηθείς σύντομα. Βγάζεις από την τσέπη σου ένα δαχτυλίδι που δε φοράς ποτέ και επιμένεις να μη χάνεις. Τα πράγματα που θες να χάσεις, δε σε αφήνουν ποτέ. Αν δοκίμαζες ποτέ να ρίξεις το δαχτυλίδι μέσα σε μια λεκάνη τραβώντας το καζανάκι, την επόμενη μέρα θα ξυπνούσες και το δαχτυλίδι θα σε περίμενε στην κουζίνα με ένα γλυκό ήρεμο χαμόγελο, ενώ θα σου ετοίμαζε πρωινό, λες και δεν έχει ιδέα για το τι του έκανες. Τα πράγματα που προσπαθείς να χάσεις, καλύτερα να τα αφήσεις στην ησυχία τους γιατί δεν αποφασίζεις εσύ για τη σχέση σας.

Το δαχτυλίδι έχει μια πράσινη πέτρα. Σκέφτεσαι πως αν το πράσινο ήταν άνθρωπος, θα ήταν ένας απροσδιόριστης ηλικίας άνθρωπος που θα επέπλεε γαλήνιος στο νερό κατά τη διάρκεια διακοπών. Αν το πράσινο ήταν έπιπλο, θα ήταν ένας καναπές σε ένα εγκαταλελειμένο σπίτι, που θα τον είχαν παρατήσει στη βεράντα, και θα κοίταγε πάντα στο ηλιοβασίλεμα. Αν το πράσινο ήταν χειρονομία, θα ήταν μια αγκαλιά μετά από μια κουραστική μέρα. Αν το πράσινο ήταν γεύση, θα ήταν μια βαρετή μπουκιά από πίτα που καθώς θα εξασθενούσε θα σου άφηνε μια γλύκα που θα σε οδηγούσε πάλι πίσω στην κουζίνα.

Αν το πράσινο μπορούσε να νιώσει πως μέσα σου μόλις γεννήθηκε ένας ωκεανός απελπισίας, θα ερχόταν αθόρυβα δίπλα σου και θα σου έπιανε το χέρι και θα σε τραβούσε προς το μέρος του, λέγοντας "Την επόμενη φορά που θα σε δω, δεν θα σε θυμάμαι. Αλλά κάνε υπομονή". Θα σου φαινόταν εξαιρετικά αγενές εκ μέρους του αλλά η ειλικρίνειά του και η ηρεμία του θα σε γοήτευε με ένα περίεργο τρόπο.

Αποφασίζεις να σηκωθείς απ'το πεζούλι. Ο δρόμος κάτω από τα πόδια σου έχει πυρώσει. Είσαι πιο αργή από ποτέ. Αφήνεις τους υπόλοιπους να προηγηθούν και τους κοιτάς από απόσταση. Είναι ακόμα Τετάρτη. Αυτό να σκέφτεσαι. Πως είναι ακόμα Τετάρτη.

Soldier's Lament

Ο κύριος Σάλλυ βρισκόταν ξύπνιος στο μικρό του δωμάτιο. Η λάμπα πάνω από το κρεβάτι του τρεμόπαιζε και μέσα στη ζαλάδα του προσπαθούσε να καταλάβει αν του στέλνει κάποιο μήνυμα με μυστικό κώδικα κι αν οι παύσεις στο φως είναι επαναλαμβανόμενες και ίδιες. Μετά από λίγα λεπτά συνειδητοποίησε πόσο χαζό είναι αυτό το παιχνίδι. Ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατά του και κράτησε το πρόσωπό του. Η ζέστη στις πέτρινες παλάμες του δεν βοηθούσε καθόλου τον πονοκέφαλό του. Έμπλεξε τα δάχτυλά του μεταξύ τους και αναστέναξε. Το μικρό παραθυράκι στα δεξιά του δωματίου σχεδόν του φώναξε πως έχει ξημερώσει εδώ και ώρα και πως δεν είναι στιγμή για χασομέρια.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και γύρισε το χαλασμένο πόμολο της πόρτας που για κάποιο λόγο άνοιξε πολύ πιο εύκολα απ'ότι συνήθως. Έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιό του και έφυγε αρπάζοντας το παλτό του από μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα. 

Το στρατόπεδο ήταν εντελώς ξύπνιο και επικρατούσε μια ήρεμη ανησυχία, όπως τα δευτερόλεπτα λίγο πριν γίνει σεισμός. Έβαλε το παλτό του και κατευθύνθηκε προς τον μπλε άντρα στη μέση του προαυλίου. Τα βήμματά του σήκωναν λίγη σκόνη, λες και έτρεχαν ανάμεσα στα πόδια του πολύ πολύ μικρά άλογα. Ο μπλε άνθρωπος τον παρακολουθούσε με το βλέμμα του χωρίς να κινείται προς το μέρος του.

Ο Σάλλυ κατάλαβε.

"Δεν κατάφεραν να γλιτώσουν. Ακύρωσαν όλες τις μεταφορές αλλά οι θέσεις είχαν ήδη εκτοξευθεί και μόνο ένας κατάφερε να αποδράσει. Τους κυνήγησαν μέχρι τις πράσινες τουαλέτες."

Ο Σάλλυ κοίταξε μέχρι τα τείχη. Οι πέτρινες πατούσες του είχαν αρχίσει να ανάβουν από τη ζέστη του χώματος. Ο αέρας ήταν αποπνικτικός.

"Έλα μέσα, θα τα διαβάσεις όλα", του είπε ο μπλε άνδρας. Ο Σάλλυ τον ακολούθησε μέσα σε μια ετοιμόρροπη παράγκα λίγο πιο μακριά απ'το προαύλιο. Πέρασε την πόρτα με πολύ μεγάλη δυσκολία, οι πέτρινοί του ώμοι είχαν τρομακτικό όγκο και η πόρτα μόλις τον είδε γούρλωσε τα μάτια της σκεφτόμενη "αποκλείεται να χωρέσει αυτό το πράμα εδώ μέσα". Φυσικά και χώρεσε.

Ο μπλε άνδρας του έδειξε με το δάχτυλό του ένα κακοφωτισμένο γραφείο με στίβες χαρτιών και τασάκια γεμάτα ροκανίδια και άμμο. Ο Σάλλυ πλησίασε το γραφείο και άρπαξε ένα φάκελο που ξεχώριζε εμφανώς απ'την υπόλοιπη χαρτούρα. 

Κάθισε σε μια μεγάλη πράσινη βελούδινη πολυθρόνα και διάβασε:

"Στην αρχή ήταν οχτώ. Ήμασταν σίγουροι πως ήταν οχτώ. Εμένα με πλησίασε ένας και μου είπε "είσαι γεννημένος" αλλά κατάλαβα πως πρόκειται για ενέδρα και τράβηξα το μοχλό. Η κάψουλα έκλεισε με τη μια και με τράβηξε προς τα πάνω τόσο απότομα που νόμιζα πως θα μου φύγει το κεφάλι προς τα πίσω. Στους άλλους είπαν πως το σκοτάδι θα μείνει έτσι και πως δεν έχουμε καμία ελπίδα. Δεν ξέρω τι απόγιναν, προσπάθησα να κλειδώσω αλλά έσπρωχναν τόσο δυνατά που η πόρτα άρχισε να λυγίζει.."

Ο Σάλλυ ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό αλλά συνέχισε να διαβάζει:

"..Τα νερά είχαν αρχίσει να μαζεύονται και είδαμε την καταπακτή. Ήταν μια ασημένια λάμψη και έβγαζε σπίθες όπως αυτά τα εντυπωσιακά κλαράκια που λάμπουν πάνω στις τούρτες. Μάλιστα έκανε και τον ίδιο θόρυβο. Οι περισσότεροι από μας είχαν καταφέρει να φύγουν νωρίτερα αλλά ήξερα πως πρέπει να ακυρώσω την παρτίδα, και έτσι έμεινα. Κράτησα μόνο δυο μοχλούς που τους τραβήξαμε αργότερα. Κανείς δεν κοιτούσε, κανείς δεν ήθελε να δει. Αυτή είναι η τελευταία αναμετάδοση γιατί δεν ξέρουμε πότε θα ξανασχηματιστεί έδαφος."

Ο μπλε άνδρας τον πλησίασε και του είπε σιγανά "Όταν τελειώσεις, πήγαινε δίπλα και δες τους καινούργιους. Δεν είναι ό,τι καλύτερο αλλά αυτά είναι ό,τι είχα." και βγήκε από το μισογκρεμισμένο σπίτι. 

Ο Σάλλυ ξαναδιάβασε το γράμμα δύο φορές. "Μερικοί τρέχουν για όλη τους τη ζωή", σκέφτηκε. Ύστερα άφησε το χαρτί πάνω στο γραφείο και μπήκε σε ένα μικρό δωματιάκι στα δεξιά της πολυθρόνας. 

Το δωμάτιο μύριζε σίδερο και σκόνη. Υπήρχε ένα μικρό φως στο ταβάνι που ήταν αρκετό για ένα τόσο μικρό χώρο. Ο Σάλλυ άρχισε να προχωράει. Μια χάρτινη κοπέλα βρισκόταν πάνω σε μια βάση. Το στόμα της ήταν ανοιχτό σαν να φώναζε για βοήθεια και τα νύχια της ήταν ιδιαιτέρως αιχμηρά. Είχε τέσσερα πόδια που σχημάτιζαν γάμμα και τα γόνατά της δίπλωναν προς τα έξω. Δίπλα ένας πιο μικρόσωμος ξύλινος άνδρας κοιτούσε με αγριεμένα μάτια. Η βάση του ήταν μισοτελειωμένη και τα πόδια του, αν και σχεδόν ασχημάτιστα, πιο πολύ έμοιαζαν με πέλματα ζώου παρά με ανθρώπου. Τα μπράτσα του ήταν λεπτά αλλά οι άκρες των βραχίονών του είχαν μυτερές άκρες σαν μικρά κεντριά. Δίπλα από τον ξύλινο άνθρωπο άλλη μια κοπέλα, γυάλινη, καθόταν σε μια μικρή βάση. Είχε μακριά δάχτυλα, αρκετά μακριά για να τυλίξει το λαιμό της δύο φορές. Δεν είχε στόμα και η μύτη της έμοιαζε με μικρό ράμφος. Τα πόδια της ήταν ενωμένα στους αστραγάλους και η πλάτη της ήταν κυρτή, αφήνοντας να φανεί μια πολύ λεπτή ραχοκοκκαλιά.

Ο Σάλλυ αναστέναξε. Άπλωσε το πέτρινό του δάχτυλο και ακούμπησε το ράμφος της γυάλινης κοπέλας, κι απότομα γύρισε και βγήκε απ'το δωμάτιο, κι έπειτα απ'το σπίτι.

Ο μπλε άνδρας καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα στη μέση του προαυλίου και κάπνιζε ένα μακρύ ματσούκι. Μόλις άκουσε τον Σάλλυ να τον πλησιάζει, σταμάτησε να ρουφάει απ'το ματσούκι του και ετοιμάστηκε να μιλήσει αλλά ο Σάλλυ τον πρόλαβε:

"Πότε θα είναι έτοιμοι;"

"Δεν ξέρω ακόμα. Ετοιμάζω ακόμα έναν αλλά θα βάλω το πρόσωπό του προς τα πίσω, γιατί θυμάσαι τι έπαθε ο τελευταίος.." είπε ο μπλε άνδρας.

Ο Σάλλυ κοίταξε τον ήλιο και του απάντησε "Δε θέλω άλλον σαν και μένα. Είμαι εντελώς ακατάλληλο υλικό για ζέστη και το πρωί έχω πονοκέφαλο και βλέπω ανύπαρκτα πράγματα. Μην το ξανακάνεις."

Ο μπλε άνθρωπος χαμογέλασε και του είπε "Μην ανησυχείς, θα έχεις χρόνο να αναπνέεις." και  άρχισε να καπνίζει ξανά ενώ ο Σάλλυ είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται.

"Το πίσω μέρος του μυαλού μας είναι ένα σκονισμένο δωμάτιο στο οποίο κατοικούν αναρίθμητες σκούπες", σκέφτηκε και ξεκίνησε την αποσυναρμολόγηση.

Ένας τίτλος

Δεν καπνίζω αλλά ας πούμε πως εδώ σ'αυτό το σημείο ανάβω ένα τσιγάρο γιατί έτσι κάνουν όλοι οι μποέμ τύποι που ετοιμάζονται να βουτήξουν χωρίς αναπνευστήρα στην θάλασσα της προσωπικής τους μαλακίας. Φυσικά και δεν είμαι μποέμ τύπος. Και φυσικά και η θάλασσα της μαλακίας μου είναι ένας ωκεανός που ενώνει τα νερά τεσσάρων ηπείρων. Αφήνω λοιπόν το τσιγάρο στην άκρη μη βραχεί.

Λοιπόν

ΣΠΛΑΤΣ!!!

Πόσο κυνικός μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος μέσα σε λίγους μήνες; Πολύ κυνικός ΘΑ ΕΛΕΓΑ.

Η διαδικασία του κυνισμού ξεκινάει πολύ διαφορετικά απ'ότι καταλήγει και επίσης πολύ συχνά δεν καταλαβαίνεις πως είσαι στη μέση της διαδικασίας και πως τα μέσα σου αλλάζουν. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Κανείς δεν βιώνει πλήρως το ατύχημά του όταν του συμβαίνει γιατί τα ατυχήματα σε πιάνουν απροετοίμαστο. Ακριβώς γι'αυτόν τον λόγο δεν πρέπει ποτέ να γνωρίζουμε τι θα μας συμβεί καθώς αν γνωρίζεις πως πχ στις 10 Δεκεμβρίου του 1997 θα σπάσεις το χέρι σου, θα περιμένεις μέρα με τη μέρα να συμβεί το κακό και το πρωί της δεκάτης Δεκέμβρη θα σε λούζει κρύος ιδρώτας και όταν τελικά σπάσεις το χέρι σου θα βιώσεις το ατύχημα με όλες σου τις αισθήσεις αλλά κυρίως με το μυαλό σου που είναι η πιο γαμημένη αίσθηση απ'όλες. Θα το βιώσεις τόσο πολύ που μέσα στο κεφάλι σου το σπάσιμο θα κρατήσει περίπου τέσσερα εγκεφαλοχρόνια, ακριβώς γιατί θα το περιμένεις. Οπότε καλύτερα να μη γνωρίζεις ποτέ τίποτα.

Αρχικά λοιπόν ο κυνισμός έρχεται σα μεγάλος αντίχειρας και σου βαθουλώνει το εύπλαστο ζυμαράκι που είναι η αξιοπρέπειά σου. Πρέπει κάπως να το αντέξεις αυτό το πρώτο χτύπημα γιατί θα ακολουθήσουν πολύ χειρότερα. Όλα όσα ξέρεις κι όλα όσα αγαπάς και θαυμάζεις, ΜΠΡΑΦ. Μόλις έχασαν τη σημαντικότητά τους. Λυπάμαι δεν έχεις επιλογή, τώρα έγινε. Μην κλαις ρε, τι να γίνει έτσι γίνονται αυτά. Μόλις μια έξοδος με τους φίλους σου έχασε τη γοητεία της. Μόλις η αγορά μιας πανάκριβης μαλακίας δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να ανακουφίσει την δίψα σου για αποσυμπίεση. Μόλις συνέβη αυτό το κάτι που όρισε έτσι αυθαίρετα πως από δω και πέρα δεν θα ευχαριστιέσαι τίποτα από τα άχρηστα πράγματα που σε ευχαριστούσαν.

Κοίτα που έβαλα τη λέξη "άχρηστα". Κανονικά θα έπρεπε να γράψω "τίποτα από τα πράγματα" καθώς έτσι θα αναγνώριζα την κάποια σημασία των πραγμάτων. Καταλαβαίνεις τι γίνεται εδώ έτσι; Τα επίθετα σφηνώνουν ανάμεσα στα ουσιαστικά χωρίς να το παίρνω χαμπάρι σα μικρές τρίχες σε φερμουάρ.

Θα σου το εξηγήσω με ένα παράδειγμα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το παραμύθι της Κοκκινσκουφίτσας που ρουφάει ντώνκευ μπωλλς ούτως ή άλλως. Πριν κάμποσο καιρό θα έγραφα:


    "Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ.

Σταματήστε όλοι, είστε άδικοι και ημιμαθείς και δεν έχετε ιδέα για τίποτα. Και επιτέλους ο λύκος δεν έφαγε την γιαγιά επειδή πεινούσε. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ποιός τρώει μια ζαβή γριά με κρεμασμένο δέρμα και ένα βουνό αρρώστιες; Όταν πας στο χασάπη του λες “Θέλω το πιο άρρωστο κρέας που έχεις και κοίτα, αν δεν είναι καφέ και σάπιο μην μπεις καν στον κόπο να το τυλίξεις”;;

ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ.

 Την αγαπούσε αυτή την καριόλα την Κοκκινοσκουφίτσα και δεν ήθελε να την έχει κανένας άλλος εκτός από αυτόν. Και έτσι έφαγε τη γιαγιά και τη μάνα της (φυσικά αυτό δεν το μαθαίνουμε ποτέ γιατί δε βολεύει  τον αφηγητή) και πιο πριν είχε φάει και τον πατέρα της καθώς ήταν το αρσενικό πρότυπο που θα είχε η Κοκκινοσκουφίτσα μεγαλώνοντας και ο συγκεκριμένος δεν ήταν και κανας σπουδαίος τύπος. Και φυσικά δεν θα ενέκρινε ποτέ τον Λύκο για.. ό,τι θα ήθελε να είναι.

Ο Λύκος ήταν ένας ζηλιάρης, οκ. Αλλά ήταν και ρομαντικός και γι’αυτή του την ιδιότητα του αφαιρώ έξι ολόκληρους πόντους φταιξίματος.
    
Ακόμα και την ύστατη στιγμή που εκείνη αναφώνησε ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ εκείνος πίστευε πως υπάρχει μια πιθανότητα να μείνει κοντά του και να του χαϊδεύει για πάντα τα μυτερά του αυτιά.

Και ύστερα κοίταξε τα παγωμένα της μάτια και τα κοκκινωπά της μάγουλα και τα απομεινάρια αγριοφράουλας που γυάλιζαν στις άκρες των χειλιών της και κατάλαβε πως δεν θα μπορέσουν ποτέ να έχουν ένα ζεστό και όμορφο πράγμα γιατί εκείνη θα ψάχνει μια ζωή για αγριοφράουλες κι εκείνος.. όχι.

Και τότε έσφιξε τις πατούσες του και έκλεισε τα μάτια του δυνατά  προσπαθώντας να καταπιεί αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που του προκάλεσε η συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης. Και ψέλισε “αφού δεν μπορώ να σε έχω εγώ, δεν θα σε έχει κανείς. Θα σε κουβαλάω για πάντα μέσα μου.”

Και την έφαγε.

Την έφαγε αργά και ήταν ένα γεύμα ατέλειωτο και δυσάρεστο με πολλά αλμυρά δάκρυα και παύσεις αναφιλητών. Ήταν μια διαδικασία ατέρμονη, επίπονη και πλήρως καταπιεστική για τον τρώγων.

Ήταν  το πιο πικρό γεύμα που έχει γευτεί ποτέ ουρανίσκος.

Δεν ήταν έγκλημα πάθους. Ήταν ένα μεσημεριανό απογοήτευσης.."




Ενώ τώρα θα γράψω: 


"Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ.

Τα ζώα όταν μένουν νηστικά πεινάνε."


και θα βγω έξω ελαφρύς και καθόλου απογοητευμένος, να τελειώσω το ανύπαρχτό μου τσιγάρο.

Ρηκπ.

Έλα να φτιάξουμε ένα τραγούδι.


(εισαγωγή)

ΓΚΟΥΝ ντα ντα ντα ντα

ΓΚΟΥΝ ντα ντα ντα ντα

(ίσως x2 αλλά θα επιστρέψουμε)



(κουπλέ)

Μπορώ να κάνω να χιονίσει πάνω στα πόδια σου. Μπορώ να σε κάνω να θέλεις να επανέλθεις στις καταστάσεις.

Περιβάλω ένα πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο για να κάνεις πειράματα αλλά δεν υπάρχει ρολόι για να μετράς την ώρα. Υπάρχει όμως ένα μικρό παράθυρο ύψους έντεκα δαχτύλων (χοντρών). Πρέπει να βλέπεις έξω τακτικά γιατί μόλις βγει το ουράνιο τόξο πρέπει να φύγεις. 

Όλα όσα έχεις μυρίσει είναι μέσα εδώ, δεν θα χρειαστεί να ψάξεις τίποτα.

(μια παύση με ίσια μαλλιά)



(ρεφραίν)

Μην ενθουσιάζεσαι γιατί είμαι ένα παραπλανημένο υβρίδιο που ζει στα κελιά σου.

Μέσα στο κεφάλι μου βράζουν βοτάνια και οι καπνοί γεμίζουν τα τζάμια των ματιών μου με μαύρες μουτζούρες. 



(γέφυρα για πολλή ώρα μέχρι όλοι να βαρεθούν και να φύγουν)
Θέλω η βροχή να πέφτει από πάνω σου όλη την ώρα

←γιου γκω δαταγουεη→

*όλα τα παρακάτω γεγονότα γίνονται ταυτόχρονα*

Οι σοβαροί σκύλοι κρεμάνε τα γυαλιά τους στο λαιμό τους και βγαίνουν απ'τις βιβλιοθήκες περπατώντας ήρεμα στο δρόμο γιατί αρκετά διάβασαν και ως εδώ, και μια κόκκινη τεράστια χλαπάτσα σκεπάζει την πόλη σαν να την αγκαλιάζει με τα μεγάλα ημιδιάφανα χέρια της και αφού τα καλύπτει όλα ξαπλώνει ανάσκελα χαμογελώντας με ευχαρίστηση προς τα πάνω ενώ στα αστεράκια (ω!) κρέμονται από τις κλωστές των ρούχων τους μικροί ασημένιοι χορευτές που κάνουν φιγούρες στον αέρα και στη θάλασσα χιλιάδες ψάρια βγαίνουν προς την επιφάνεια προσπαθώντας να κάνουν γκριμάτσες για πρώτη φορά στην ψαροζωή τους και πολλά κεφάλια χωρίς σώμα βγαίνουν απ'τα κουτιά τους και αράζουν πάνω σε βουνοκορφές χωρίς να κάνουν ερωτήσεις το ένα στο άλλο και απλά κοιτάνε το ηλιοβασίλεμα και τα φυτά προσπαθούν να χαμογελάσουν και μια μικρή φωτιά γράφει ένα μικρό τραγούδι επιτέλους και όσα πόδια θάβονται στην άμμο παύουν να κρυώνουν και τα κουνούπια γίνονται όλα φιλικοί συγκάτοικοι στο οικοσύστημα και οι λάμπες μπορούν να ανάβουν χωρίς να παράγουν απαραίτητα ιδέες, και μερικοί μπορεί να έχουν βαρεθεί τη ζωή τους γιατί τα μέσα τους είναι ένα χάλι αλλά επιμένουν να κυνηγάνε ασήμαντα προβλήματα που βλέπουν τριγύρω τους όπως κυνηγάνε τα φωτάκια απ'τα λέηζερ οι γάτες πάνω στα χαλιά λες και είναι ζωντανοί οργανισμοί και κάποιοι άλλοι τους κοιτούν αλλά προσπερνούν και κάποιοι άλλοι αποφάσισαν πως δεν θέλουν να ξαναφτιάξουν ποτέ τίποτα και ίσως αναρωτιούνται γιατί έχουν κόλλα στα χέρια τους και γιατί δεν μπορούν να βγάλουν άχνα και στα συντριβάνια επιπλέουν πλαστικά κουτάλια του γλυκού και ένα χρυσόψαρο ρεύεται και στον αέρα αιωρούνται μικρά ζάρια για περαστικούς αναποφάσιστους και τα πουλιά βγάζουν έξω τα κανονικά τους πόδια που είναι πιο μακριά απ'τα ανθρώπινα και αρχίζουν να τρέχουν στα πεζοδρόμια σα παιδάκια που σχολάνε την παρασκευή και ένας ανακάλυψε πώς να κρατάει τις μυρωδιές των αγαπημένων του παγιδευμένες σε δοχεία και τα καπέλα χωράνε σε όλα τα κεφάλια και οι πόρτες όταν κλείνουν βγάζουν ένα ήχο χαχανητού και τα βιβλία γίνονται όλα πολύχρωμα και μονοσέλιδα και κανένας δεν έχει να πει τίποτα δυσάρεστο και κανείς δεν αποθηκεύει τίποτα και κανείς δεν πετάει τίποτα και κανένα φορτίο δεν είναι βαρύ πια και όλοι μπορούν να ξεχάσουν αν το επιθυμούν και όλο αυτό το κείμενο περιέχει μόνο ένα κεφαλαίο γιατί στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για γράμμα αλλά για τρύπα που κάποια στιγμή θα κλείσει, δε μπορεί


Κλίκουοτ.

Ένας ναύτης ταξιδεύει πάνω σε ένα μικρό ξύλινο πλοίο που τρίζει. Η θάλασσα γύρω του είναι μια απαλή άσπρη κρέμα που κινείται αργά σαν να την ανακατεύει μια αόρατη πελώρια κουτάλα. Μέσα στο πλοίο υπάρχει ένα παλιό κασετόφωνο που παίζει συνέχεια μια χαλασμένη κασέτα.

Ο ναύτης δεν κάθεται ποτέ στο τιμόνι.

Ο ναύτης γυρίζει την κασέτα από την αρχή κάθε φορά που τελειώνει. 

Ο ναύτης δεν ακούει ποτέ την κασέτα.

Ο ναύτης δεν έχει παρέα.

Ο ναύτης ακούει φωνές. Το άπειρο του ψιθυρίζει συνέχεια στο αυτί.

Ο ναύτης παραμιλά.

"Θυμήστε μου, θυμήστε μου. 

Όλοι εσείς οι αγέλαστοι, θυμήστε μου. 

Γυρίστε με ανάποδα. 

Μιλήστε μου σαν να το εννοείτε.

Τραγουδήστε το. Ένα ονειρικό μουρμουρητό.

Σας παρακαλώ να εννοείτε τα λόγια σας.

Ασήμι, σε παρακαλώ, διαπέρασέ με.

Γυρίστε με από την αρχή.

Να εννοείτε τα λόγια σας."




Beriah Krigas

Ώρα για ένα τελευταίο παραμύθι.

Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν υπήρχε ένα κάστρο κάπου όπου δεν έχει σημασία, στο οποίο δεν έμενε κανείς. Σχεδόν κανείς δηλαδή. Η πύλη του κάστρου είχε σκεπαστεί ολόκληρη από τσουκνίδες που είχαν αγκαλιαστεί μεταξύ τους τόσο αφοσιωμένα, λες και ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκαναν πριν πεθάνουν. Και οι πέτρες στον τοίχο ήταν ιδιαίτερα ακούνητες. Θα μου πεις τώρα, έχεις δει καμιά πέτρα να κινείται; Και γω θα σου πω πως αν καμιά φορά ζουλήξεις τα μάτια σου με δύναμη, ή τα κλείσεις δυνατά και απότομα, θα δεις φοβερά και τρομερά πράγματα.

Στο κάστρο έκανε πάντα κρύο. Ό,τι εποχή και να ήταν, όταν το πλησίαζες, πάντα φαίνονταν οι ανάσες στον αέρα λες και το στόμα σου αναπολούσε κάποιο αγαπημένο τσιγάρο. Και ο αέρας μύριζε παγωμένη ανατριχίλα και δίψα. Η δίψα, για να καταλάβεις, έχει τη μυρωδιά κρύας φωτιάς.

Μια ωραία μέρα λοιπόν που δεν είχε ήλιο και παραλίγο να βρέξει, μια ξυπόλυτη κοπέλα είδε τις κορφές του κάστρου από μακριά και χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο, άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος του.

Μόλις έφτασε αρκετά κοντά και είδε αυτή την ανεπαίσθητη γκρι μεμβράνη πάχνης που τύλιγε το οικοδόμημα, η καρδιά της έσφιξε απότομα τη ζώνη του παντελονιού της και η κοπέλα ένιωσε σα να μη μπορεί να ανασάνει από το δέος. Προφανώς και έπρεπε να μπει μέσα, πάσει θυσία.

Οπότε άρχισε να παραμερίζει τις τσουκνίδες με τα χέρια της και ύστερα να σπρώχνει τις πέτρες προς τα μέσα μέχρι να δημιουργήσει ένα μικρό άνοιγμα. Τα κατάφερε μετά από αρκετή ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας εμείς προλάβαμε να κάνουμε άλλα πράγματα για να είμαστε απασχολημένοι.

Πάτησε μέσα στον κήπο του κάστρου. Τέσσερα ψηλά δέντρα έστεκαν όρθια ανάμεσα στα ψηλά τείχη και το χώμα είχε τόσες ρωγμές, που θα χωρούσαν μέσα να περπατήσουν εκατομμύρια σκαθάρια, το ένα πίσω απ'το άλλο. Αλλά ο κήπος ήταν εντελώς άδειος από ζωή. Ήταν πιο άδειος κι από τα δίχτυα ενός ψαρά που έχει πάρει σύνταξη και έχει πεθάνει κιόλας εδώ και δύο δεκαετίες.

Η κοπέλα άρχισε να πατάει προσεκτικά πάνω στο χώμα προσπαθώντας να καταλάβει πώς έφτασε ως εκεί και τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα τέλος πάντων. Έφτασε στην είσοδο του κάστρου και κοίταξε την ξύλινη πόρτα. Είχε πάνω σκαλιστές μορφές και στις λεπτομέρειες μπορούσες να δεις σκουριασμένα μέταλλα. Το ξύλο ήταν φαγωμένο και τα χόρτα του κήπου είχαν καταφέρει να εισχωρήσουν στο άνοιγμα κάτω από την πόρτα λες και ήταν ένα ζωντανό χαλί με την περιέργεια ενός εξερευνητή.

Άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει. Κοίταξε πίσω, τον κήπο και το άνοιγμα στο τείχος. Ξανακοίταξε την πόρτα. "Τι κακό μπορεί να μου συμβεί; Ποιό θα μπορούσε να είναι το χειρότερο σενάριο;"

Με τους αγκώνες της άρχισε να σπρώχνει δυνατά την πόρτα προσπαθώντας να κρατήσει κόντρα με τα πόδια της. Η πόρτα άρχισε να ανοίγει αργά και χωρίς να δείξει καμία απροθυμία. Μια πόρτα κυρία.

Η κοπέλα κοίταξε μέσα. Οι κολώνες μέσα στο κάστρο ήταν πολύ πιο ψηλές απ'ότι περίμενε και στο βάθος φαινόταν ένα φως που ερχόταν από ψηλά. Μπήκε γρήγορα μέσα και άρχισε να προχωράει προς το φως λες και ήταν μια πυγολαμπίδα με αυτοκτονικές τάσεις.

Μόλις έφτασε στο φως, κοντοστάθηκε να χαζέψει το θέαμα. Βρισκόταν σε μια εξαιρετικά μεγάλη ψηλοτάβανη αίθουσα, το ταβάνι της οποίας είχε ένα σκαλιστό άσπρο τζάμι απ'όπου ερχόταν και το φως. Τα κοψίματα του τζαμιού έκαναν το λειτούργημα ενός τρελού τροχονόμου και οδηγούσαν το φως σε παρανοϊκές κατευθύνσεις και έτσι το δωμάτιο έμοιαζε με ένα εικονικό ιστό αράχνης.

Η κοπέλα άρχισε να περπατάει μέσα στο τεράστιο δωμάτιο κοιτώντας προς τα πάνω με ανοιχτό στόμα. Και ξαφνικά κοίταξε κάτω. Στον ένα τοίχο του δωματίου, βρισκόταν ένας σκαλιστός θρόνος που η πλάτη του έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι.

Πάνω στο  θρόνο καθόταν ένας άνθρωπος.

Εκείνη τη στιγμή η καρδιά της κοπέλας έσφιξε τις παλάμες τις γύρω από τον ίδιο της το λαιμό και οι παλμοί πολλαπλασιάστηκαν με το χίλια. Η κοπέλα έτριξε τα δόντια της και μάζεψε τα δάχτυλα των ποδιών της προς τα μέσα.

Ο άνθρωπος που καθόταν στο θρόνο, στήριζε το κεφάλι του με το χέρι του και κοιτούσε ελαφριά προς τα κάτω. Φορούσε ένα μακρύ βρώμικο μανδύα και τα μούσια του είχαν χυθεί επάνω στο στέρνο του σαν τρίχινος ποταμός. Στα μάγουλά του ήταν βαθουλωμένα και τα μάτια του ήταν θολά και γκρι σαν σβηστό τζάκι. Πάνω στα λίγα του μαλλιά υπήρχε ένα παλιό στέμμα όχι από κείνα τα φανταχτερά, από τα άλλα, τα μίζερα, τα λίγα.

Φυσικά αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ακριβώς ζωντανός. Δεν ήταν ούτε και πεθαμένος. Το δέρμα του φαινόταν σαν σκονισμένος πίνακας και ανάμεσα στις πτυχές της ενδυμασίας του είχαν φωλιάσει μικρές αράχνες ενώ δίπλα απ'τον υπερυψωμένο θρόνο του μπορούσες να δεις τη ουρά ενός ποντικού.

Η κοπέλα πρέπει να έκανε να ανασάνει οχτώ λεπτά.

Ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα του:

"Ήρθες γρήγορα σαν μικρή εργατική μέλισσα και σίγουρα φέρεις το όνομά μου κάπου.

Είσαι ντυμμένη στα μαύρα και μπορώ να δω το μεγαλείο που κρύβει η φιγούρα σου."

Η κοπέλα τα έχασε εντελώς. Δεν κούνησε βήμα και απλά τέντωσε τα αυτιά της να ακούσει καθαρά. Ο άνθρωπος συνέχισε:

"Χόρεψε για μένα."

Η κοπέλα ένιωσε να χάνεται στο σκοτάδι. Έκανε να φύγει αλλά ο άνθρωπος μίλησε ξανά και πιο δυνατά:

"Χόρεψε για μένα!

Προσευχήθηκα μέρες και νύχτες και κοίτα τι μου έφερε ο θεός.

Κάνε με να ησυχάσω."

Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε. Ο άνθρωπος στον θρόνο που έμοιαζε με κάποιο παρηκμασμένο βασιλιά, της ζητούσε κάτι τόσο απλό και με τόση ειλικρίνεια λες και δεν συνέβαινε τίποτα το περίεργο σε εκείνο το κάστρο. Τι ειρωνεία!

Αλλά δεν έφυγε.

Σήκωσε το ένα της πόδι, και άρχισε να κινείται. Άρχισε να κινείται κυκλικά, κάνοντας χορευτικούς βήματισμούς που έβγαζε απ'το μυαλό της. Και ο ρυθμός άρχισε να γίνεται γρήγορος. Κινούταν τόσο γρήγορα που ένιωσε τις πατούσες της να παίρνουν φωτιά. Τα χέρια της ακολουθούσαν το στροβίλισμα. Ο βασιλιάς παρακολουθούσε σιωπηλός. Η κοπέλα δε μπορούσε να σταματήσει να στροβιλίζεται και κάθε της πάτημα αναστάτωνε τη σκόνη στο πάτωμα.

Γυρνούσε και χόρευε χωρίς ποτέ να σταματάει και να παραπατάει και ο βασιλιάς κοιτούσε και εκείνη συνέχιζε το χορό και ο βασιλιάς δε χόρταινε μέχρι που η κοπέλα έβγαλε μια σπίθα στον ώμο της και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε αρπάξει φωτιά. Δε σταμάτησε να χορεύει όμως λεπτό και ο βασιλιάς δεν κουνήθηκε απ'το θρόνο του και η κοπέλα καιγόταν χορεύοντας και γύριζε μέσα στην αίθουσα σαν ένα χαριτωμένο σκιάχτρο ενώ το δέρμα της καιγόταν σα χαρτί και το δωμάτιο έλαμπε από τις φλόγες και ο βασιλιάς δεν έβγαζε άχνα και η κοπέλα συνέχιζε να χορεύει μοιάζοντας με μικρή χαρούμενη λαμπάδα που φώτιζε το πρόσωπο του βασιλιά και τους σκονισμένους τοίχους και κανείς δεν μιλούσε και δεν αγχωνόταν με αυτό το περίεργο φαινόμενο




και οι πέτρες που είχε ρίξει στο τείχος σηκώθηκαν απ'το έδαφος στο οποίο ήταν πεσμένες και περπάτησαν προς το άνοιγμα απ'το οποίο έπεσαν και μόλις στερεώθηκαν σωστά, οι ξεσκισμένες τσουκνίδες ξανατυλίχτηκαν μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα υπερπυκνωμένο φυτικό πλεχτό και μεις δεν ξέρουμε τι έγινε στη συνέχεια και στ'αλήθεια δεν έχω ιδέα ποιός έζησε καλά και ποιός καλύτερα.



Starsailor

Έκριναν όλοι πως εγώ ήμουν ο κατάλληλος για το ταξίδι. Δεν θα είχα μαζί μου ούτε καν μια δοκιμαστική μαϊμού. Ούτε ένα γκόλντεν ριτρήβερ! 

Η λέξη ριτρήβερ μου αρέσει πολύ γιατί με κάνει να νιώθω πως είμαι σε έναν αγρό από καλαμπόκια και ο ήλιος με κοιτάζει στα μάτια και γω έχω ένα μπούμερανγκ και το πετάω και αυτό για κάποιο λόγο κάνει μια αργή και απαλή πορεία κατά τη διάρκεια της οποίας εγώ προλαβαίνω να κλείσω τα μάτια μου και να χαμογελάσω και όταν τα έχω ανοίξει το μπούμερανγκ είναι αρκετά κοντά και δεν έχω παρά να απλώσω το χέρι μου και να το πιάσω. Όλα γίνονται σε σλόου μόσιον και δεν υπάρχει κανένας πολύτως κίνδυνος ατυχήματος. Και τα καλαμπόκια χορεύουν μεθοδικά τριγύρω μας και τα μαλλιά μου γυαλίζουν και ίσως στον αέρα να περιφέρονται μικρές μέλισσες και κουνούπια. Τι ωραία που είναι η λέξη ριτρήβερ.

Είχα δύο μέρες προετοιμασίας για το ταξίδι. Δεν έκανα τίποτα άλλο πέρα απ'το να κοιμάμαι στον καναπέ με ανοιχτή την τηλεόραση. Ήμουν ένα αίσχος ανθρώπου. Με λαδωμένα μαλλιά και μαύρες πατούσες, κρεμόμουν απ΄τον καναπέ σαν σταφύλλι από πέργκολα. Ακόμα και κάτι τηλεφωνήματα, τα απέρριψα λέγοντας πως "θα τα πούμε όταν επιστρέψω". Μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν να σε αποχαιρετίσουν μόνο και μόνο για να σιγουρευτούν πως φεύγεις.

Πριν φύγω καθάρισα λίγο και πέταξα όλα τα κουτιά πίτσας (μερικά είχαν κλείσει μήνα εκεί μέσα) και τακτοποίησα και τα ρούχα προσπαθώντας να θυμηθώ αν μου είπαν να πάρω τίποτα μαζί μου. Βέβαια κοτζάμ αστρόπλοιο, δεν θα είχαν μια αλλαξιά σώβρακα; Και ούτως ή άλλως είμαι μαθημένος να φοράω το ίδιο σώβρακο για τρεις και τέσσερις μέρες, θα μπορούσα να μεταφέρω τις συνήθειές μου στο διάστημα, αν μη τι άλλο.

Η αλήθεια είναι πως δεν σκόπευα να αλλάξω τις συνήθειές μου.

Ούτε οδοντόβουρτσα δεν πήρα. 

Είχα βαρεθεί λίγο τα προληπτικά τεστ αλλά είναι για το καλό μου. Βέβαια αν είχα ένα γκόλντεν ριτρήβερ μαζί μου, θα με φρόντιζε αν πάθαινα κάτι. Θα έσκουζε σαν αυτά τα ωραία παχιά σκυλιά των Εσκιμώων που κλείνουν και τα μάτια όταν βγάζουν φωνές. Βάζω στοίχημα πως ο δικός μου σκύλος θα ακουγόταν σε όλο το γαλαξία επειδή η στεναχώρια του θα ξεπερνούσε το πρόβλημα που έχει ο ήχος με την απουσία οξυγόνου.

Η αρματωσιά μου ήταν τρομερά φαφλατάδικη αλλά σκέφτομαι πως όλα αυτά χρειάζονται για να υπάρχουν. Με κάθισαν μέσα και με έδεσαν καλά και τότε ένιωσα τη μοναξιά μου γιατί το σκάφος μου είχε μόνο μια θέση. Από τον πύργο ελέγχου ακούστηκε ένα παράσιτο και έπειτα ο ήχος καθάρισε υπέροχα και σε λίγο ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση και γω το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ είναι αν υπάρχουν δαχτυλιές στα τζάμια του σκάφους μου για να μην νιώθω τόσο μόνος.

Και δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ένιωσα τη μούρη μου να τραβιέται προς τα κάτω με δύναμη χιλίων τζι αλλά τα κόκκαλά μου να τρέχουν προς τα πάνω με την επιμονή μιας ψυχής ετοιμοθάνατου ανθρώπου και ήθελα να φωνάξω πως διαλύομαι αλλά δεν πρόλαβα καλά καλά να σκεφτώ τη λέξη διαλύομαι και ήμουν πολλά μέτρα μακριά απ΄το έδαφος.

Θυμάσαι καθόλου την απογείωση ενός αεροπλάνου; Αυτή την ωραία επιτάχυνση που κάνει λίγο πριν φωνάξει ο πιλότος "κοίτα, κοίτα, χωρίς ρόδες!" και νιώθεις μια γλυκιά πλακωμάρα στο στήθος που σε κάνει να σκέφτεσαι πως έτσι πρέπει να νιώθει ένα μωρό όταν γεννιέται; 

Ε αυτό δεν είναι τίποτα φίλε. Τίποτα. 

Η δική μου απογείωση είναι σαν να προσπαθείς να μαζέψεις τα μια παρέα δεκάχρονων όταν οι μαμάδες τους τα αμολάνε μέσα σε ένα κατάστημα πολεμικών παιχνιδιών. Σαν να προσπαθείς να πιάσεις ταυτόχρονα 100 μπαλόνια με ίλιον που ξέφυγαν απ'τα απρόσεχτα χέρια ενός μπαλονά. Δε γίνεται.

Κάποια στιγμή το σήμα χάθηκε και οι οδηγίες σταμάτησαν και κει το αίμα μου έγινε πηκτό μαύρο απ΄το φόβο αλλά μέσα σε λίγα λεπτά οι φωνές επανήλθαν και κατάλαβα πως όλα ήταν οκ, ακόμα και χωρίς γκόλντεν ριτρήβερ, και μπορούσα να ξελυθώ και να σουλατσάρω.

Χαχα. Απουσία βαρύτητας χαχα. Πεινάω. 

Αυτές ήταν οι ντροπιαστικές σκέψεις που έκανα μόλις ελευθερώθηκα απ'τη θέση μου. Πως δεν ζυγίζω τίποτα και πως πεινάω. Πόσο με απογοητεύω καμιά φορά. Είναι σαν να λέει κάποιος "τι είναι ο άνθρωπος" και κάποιος κακοπροαίρετος κυνικός μπάσταρδος να πετάγεται "70% νερό και 30% σάρκα και άλλες μαλακίες".

Πραγματικά θα μπορούσαν λίγο να συμμαζέψουν εκεί μέσα πάντως, τόσα καλώδια και σωλήνες και κουμπιά παρατημένα από δω κι από κει, πού πήγε η μινιμαλιστική οπτική των σχεδιαστών;

Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις άρχισα να αιωρούμαι μέσα στο σκάφος, ήταν μια κωλοτούμπα. Νομίζω όλοι κάνουν μια κωλοτούμπα σε αυτό το στάδιο. Και έπειτα άρχισα να ξεντύνομαι και πήγα να κατουρήσω. 

Το κατούρημα ήταν μια φανταστική εμπειρία. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ πόσο κατουράω. Μπορούσα να φωνάξω ΔΕΙΤΕ, ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΝ ΝΑ ΠΛΥΝΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ αλλά δεν το ρίσκαρα σε περίπτωση που υπήρχε μια κάμερα ανοιχτή και γινόμουν ρεζίλι παγκοσμίως. Επίσης αν υπήρχε κάμερα τότε κάποιοι άνθρωποι μόλις είδαν το πουλί μου.

Κάποια στιγμή μου είπαν πως θα τα πούμε πάλι την τάδε ώρα και έκλεισε η σύνδεση και ήμουν μόνος μέσα σε ένα άσπρο σκάφος χωρίς βαρύτητα και χωρίς σκύλο. Γιατί δεν πήρα ποτέ σκύλο άραγε;;

Πήγα κοντά σε ένα παράθυρο και έκατσα αφού δέθηκα και κοίταξα έξω. Κοίταξα έξω πολλή ώρα.

Στα μαθηματικά όταν λες πολλή ώρα πρέπει να δώσεις και ένα νούμερο. Εγώ δεν έχω νούμερα οπότε ας πούμε πως έκατσα μέχρι να ξανανιώσω πως κατουριέμαι.

Επανήλθε και η σύνδεση και κάναμε κάτι μετρήσεις και για να μη σας κουράζω έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη μέρα για να έχω ικανοποιητικά ποσοστά οπότε είχα ώρα να ξεκουραστώ. Επέστρεψα στο τζάμι μου και συνέχισα να βλέπω έξω.

Είναι τρομακτικό να βλέπεις μια μικρή γη και να την συγκρίνεις με την παλάμη σου. Όλοι οι άνθρωποι που έχουν ζήσει, που έχουν πεθάνει, που έχουν κάνει επαναστάσεις και πολέμους και εξερευνήσεις και όλοι οι άνθρωποι που σε έχουν πονέσει και σε έχουν κάνει να γελάσεις και να απορήσεις, όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν ή βρίσκονται πάνω σε αυτή τη μικρή μπάλα.

Η οποία δίπλα της έχει άλλες μπάλες. Και πιο δίπλα άλλες.

Δεν είχα ιδέα τι ώρα ήταν, πραγματικά, άλλα ένιωσα μια νύστα τεράστια (όχι όπως η γη) και έπεσα για ύπνο. 

Πρέπει να κοιμήθηκα για μια ώρα. Επέστρεψα στο παράθυρο και ακούμπησα πάνω στο κρύο τζάμι το μέτωπό μου νιώθοντας μια ανακούφιση λες και ήμουν ένα διψασμένο ζώο που μόλις βρήκε μια ρωγμή ποταμού.

Πόσα δεν έχω πει και πρέπει να επιστρέψω για να τα πω. Αδικία.

Στην πραγματικότητα ήθελα να μιλήσω σε κάποιον γιατί ήταν λες και με όλα τα χάπια που με μπούκωσαν, με γέμισαν και σκέψεις.

Έκανα ένα ζεστό χααα στο τζάμι και ύστερα έγραψα με το δείκτη μου We landed on the moon και σκέφτηκα τι να κάνει εκείνος ο κακομοίρης που δεν του πέτυχαν τα έητμπωλλς και κοίτα ρε κάτι προβλήματα που έχουν οι άνθρωποι ε.

Οι μέρες περνούσαν δίπλα σε εκείνο το παράθυρο. Κάτω από το τζάμι είχε μια φαρδιά επιφάνεια άσπρου πλαστικού, κάπως κατηφορική, ιδανική για να στηρίζω τον αγκώνα μου και ύστερα το κεφάλι μου και να κοιτάω έξω.

Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Μόνο αυτό το παράθυρο και τις ώρες που κοιτούσα απ'έξω. Μερικές φορές σκεφτόμουν πως ο άνθρωπος, όταν δεν σκέφτεται τίποτα, τότε είναι που τον παίρνει ο ύπνος. Αυτή η μαγική στιγμή που ξεχνάς να σκεφτείς είναι η στιγμή που αποκοιμιέσαι. Τώρα έμαθα πως όταν δεν σκέφτεσαι τίποτα, μπορεί και να βρίσκεσαι στο φεγγάρι.

Η ζωή μου στο διάστημα ήταν όπως ακριβώς και η ζωή μου στη γη: μοναχική και βαρετή. Και κάπως πιο λιτοδίαιτη.

Γυρνώντας (έκατσα δύο μήνες και είκοσι μέρες εκεί πάνω), ήμουν εμφανώς πιο ελαφρύς και πιο καταβεβλημένος. Η αμοιβή μου ήταν καλή αλλά δεν με ένοιαζε γιατί είχα ένα καταπληκτικό καναπέ και μια καταπληκτική κατάθλιψη. Και φυσικά μια αντι-όρεξη για τα πάντα.

Και, όπως το περίμενα, μόλις πάτησα το πόδι μου σπίτι, με τάραξαν στα τηλέφωνα. Μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν να σε καλωσορίσουν για να σιγουρευτούν πως όντως γύρισες.

Από τότε καμιά φορά κουκουλώνομαι κάτω απ'τα βαριά μαξιλάρια και τα σκεπάσματά μου και εύχομαι να μπορούσα να διακτινιστώ σε εκείνο το παράθυρο για να μπορώ να μην κοιμάμαι και ταυτόχρονα να μη σκέφτομαι τίποτα. 

Τα πήγαινα πολύ καλά, μέχρι που κάποια στιγμή με τέσταραν. Αυτό το ταξίδι ήταν όλο μια δοκιμασία.

Και είχα μάθει να αποκολλούμαι από τα πάντα αλλά τώρα είναι κομμάτι δύσκολο και αυτό φάνηκε γιατί πάτωσα.







Τι; Περιμένατε καμιά περιέτεια με εξωγήινους και αδρεναλίνη; Με μηχανικές βλάβες και απρόοπτα;; Κακώς.

Αυτή είναι η ιστορία του να μαθαίνεις πως άλλαξες ενώ δεν είχες ιδέα. Δεν είχες ιδέα!

I'm going in II

Είναι εκείνη η ώρα που ο ήλιος προσπαθεί να αποφύγει τη δύση του και βγάζει το πιο γλυκό του φως μπας και τον λυπηθεί κανείς και τον κρατήσει ψηλά για λίγο ακόμα. Και είναι τόσο κρίμα γιατί όλοι μαγεύονται με το πορτοκαλί φως και ξεχνάνε τον ήλιο που φωνάζει απελπισμένος και όταν τελικά τον θυμηθούν, εκείνος έχει ήδη πάει για ύπνο και στη θέση του βρίσκεται ένα φεγγάρι που λάμπει σα μικρή παγωμένη πέτρα. Ο ήλιος παγιδεύεται μέσα στο ίδιο του το σχέδιο.

Και είναι εκείνη η μέρα που είναι σαν όλες τις άλλες, και μοιάζει να είναι ατέλειωτη και σε κάνει να σκέφτεσαι αν όλες οι μέρες κρατάνε τόσο και πώς αντέχεις να περιμένεις τόσο πολύ κάθε φορά. Εικοσιτέσσερις ώρες κάνουν πολλούς απογόνους και εγγόνια και πολλαπλασιάζονται τρομαχτικά μέσα στη χούφτα σου, και έτσι η μέρα μπορεί να κρατήσει έως και 2 μήνες και μερικές φορές αυτό είναι επιθυμητό και ωραίο αλλά σήμερα δεν είναι μια απ'αυτές τις φορές.

Η τελευταία ανάμνηση κάθεται οκλαδόν σε ένα μικρό δωμάτιο και χτυπάει με τη μπουνιά της το ξύλινο πάτωμα και δεν μπορείς να σταματήσεις να ακούς το σταθερό ποκ ποκ ποκ όπως μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να σταματήσουν να σκέφτονται,  γι'αυτό και μένουν ξάγρυπνοι για χρόνια και νιώθουν πάντα τόσο κουρασμένοι γιατί έχουν σκεφτεί τόμους σκέψης τους οποίους δεν θα διαβάσει ποτέ κανείς.

Αυτό το ποκ ποκ ποκ σε συνοδεύει σε όποιο δωμάτιο κι αν πας και μερικές φορές είναι τόσο έντονο που θες να φωνάξεις αλλά είπαμε τι ώρα είναι, όλοι κάθονται μαγεμένοι σα χαζά σκυλιά και παρακολουθούν τα πάντα να γίνονται πορτοκαλί και ζεστά και κανείς δεν θα σου δώσει σημασία όσο δυνατή κι αν είναι η φωνή σου.

Οπότε κάθεσαι εκεί ήσυχα και αποφασίζεις να γράψεις ένα γράμμα πριν θάψεις για τελευταία φορά (για σήμερα) τον εαυτό σου και για να έχεις να θυμάσαι κάτι αύριο τέτοια ώρα, σε δυο περίπου μήνες δηλαδή.

Φέρνεις την καρέκλα κοντά στο γραφείο και κάθεσαι. Κάθεσαι κοντά αλλά αρκετά μακριά για να μπορείς να φύγεις γρήγορα αν ξαφνικά διαβάσεις αυτά που έγραψες και σε τρομάξουν. Εντάξει δεν χρειάζεται να τρέμεις, εσύ κάνεις όλους τους κανόνες εδώ και θα είναι όλα εύκολα και επιτέλους πρέπει να σταματήσεις να κοιτάς τις λέξεις στα μάτια, μερικές φορές οι λέξεις θεριεύουν και σε δελεάζουν με τελειότητα αλλά εσύ πρέπει να τους λες πως έχεις άλλα πράγματα να κάνεις. Κατάλαβες;

Γράφεις λέξεις.


"..Η ευθύνη ενός ανθρώπου."


Ποιά ευθύνη; Θα δούμε.


"..Υπάρχουν στιγμές που βιώνεις μια εξωσωματική εμπειρία, συμβαίνει εκεί που κάθεσαι βαρετός και απαθής και σκεπάζεις το στόμα σου με τα δάχτυλά σου και περιμένεις να γίνει κάτι, ας πούμε πως δεν περιμένεις, ο άνθρωπος περιμένει. 
Και ακούγεται αυτή η μικρή φωνίτσα που μερικοί την ονομάζουν αυτοσαρκασμό αλλά αργά το βράδυ αφήνει την αστεία μούρη της στο σπίτι  και έρχεται σε σένα πολύ σοβαρή και ετοιμοπόλεμη και τότε πρέπει να τη φωνάζεις αυτογνωσία. Μάλλον, ο άνθρωπος μπορεί να τη φωνάζει αυτογνωσία. Αυτή η φωνίτσα κάθεται εκεί πίσω απ’το αυτί σου και παίζει με τα μαλλιά σου σιγορμουρμουρώντας φράσεις. Βλέπεις τον εαυτό σου χωρίς να βάζεις κανένα λέηερ εξιδανίκευσης ανάμεσα. Βλέπεις τον εαυτό σου όπως είναι κι όχι όπως νομίζεις πως τον βλέπεις.

Βλέπεις τον εαυτό σου ως ένα έξυπνο άνθρωπο, ετοιμόλογο, συλλέκτη πληροφοριών τις οποίες μπορεί να ανασύρει ανά πάσα στιγμή και να κουμαντάρει με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του σαν να είναι ταυτόχρονα και ο μαθητής και ο δάσκαλος. Ένας άνθρωπος που μπορεί να μην έχει διαβάσει πολύ αλλά μπορεί να δημιουργεί τις γνώσεις στο μυαλό του σαν να ήταν μια μισοσβησμένη συνταγή που πρέπει πάσει θυσία να λειτουργήσει γιατί έχει αρχίσει ήδη να έρχεται πεινασμένος κόσμος που ζητάει να σερβιτιστεί. Πάει ψάχνοντας γιατί δεν ξέρει ακριβώς αλλά υποψιάζεται, και αυτό είναι το μεγαλύτερό του όπλο. 
Και μετά περιποιείται λίγο τον εαυτό του και με αυτά τα λίγα εφόδια που έχει αυγατίσει στο κεφάλι του, βγαίνει έξω να αντιμετωπίσει ό,τι του τύχει. Τι του τυχαίνει; Αυτός ο άνθρωπος κυνηγάει τα πάντα. Κυνηγάει ό,τι μπορεί να αμυνθεί για τον εαυτό του. Τι νόημα έχει να κατακτάς κάτι στο οποίο δεν πρόκειται ποτέ να κατοικήσεις πάνω; Να το κάνεις τι;

Κάθεται λοιπόν ο άνθρωπος που προσπαθεί αυτά που συλλέγει να τα συνεχίζει ακόμα κι αν είναι λειψά και θολά. Φτιάχνει ένα μικρό κόσμο μέσα στο κεφάλι του και μια σειρά από κανόνες για το πώς πρέπει να λειτουργούν τα πράγματα. Ναι σαφέστατα έτσι θα γίνουν, είναι τόσο υπομονετικός άνθρωπος που σίγουρα τα πράγματα θα πάνε καλά. Ο άνθρωπος είναι πολύ αισιόδοξος μέσα στη βλακεία του.
Και ξαφνικά εμφανίζεται ίσως κάποιος με καλύτερα όπλα, υπερπανοπλία, δόντια των εχθρών του να κρέμονται στο κούτελο και τέσσερις γλώσσες να ξεπροβάλλουν από ένα βρωμερό στόμα. Μπορεί αυτός να μην τον εντοπίσει αλλά ο έξυπνος άνθρωπος το καταλαβαίνει πως υστερεί. Και τότε είναι που πάνε όλα λάθος.

Και ο άνθρωπος σπάει και κλαίει:

""..Αχ αυτογνωσία, ψιθύρισέ μου τι έκανα λάθος και πώς θα έπρεπε να είμαι. Είμαι ένα    χάρτινο φρούριο, ένα περιτύλιγμα από σοκολατάκι που μέσα έχει ένα σκουπίδι. Ποιούς έχω κοροϊδέψει εκτός απ’τον εαυτό μου; Δεν το κατάλαβα, συγχωρέστε με όλοι. Τώρα με βλέπω πως είμαι ένας μικρός άνθρωπος, λίγο σιωπηλά πονηρός, και δεν μπορώ να σας αντιμετωπίσω γιατί δεν ξέρω αρκετά και δεν έχω τίποτα να σας διδάξω, αν και σχηματίζω εντυπώσεις για το αντίθετο. Απλά έχω μια ευχέρεια στο λόγο και μπορώ να καταστρώσω επιχειρήματα αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι λέω και πάω ψάχνοντας. Το κυριότερο είναι πως φοβάμαι..""

Ο άνθρωπος φοβάται και τρέμει σα μικρή φλόγα. 

""..Τι είμαι και άραγε οι άλλοι το ξέρουν; Γιατί νιώθω πως ξεχειλίζω από ψυχή ενώ αυτή τη στιγμή μπορώ να με δω καθαρά σαν ένα άδειο κέλυφος, ένα άνθρωπο-αστείο, μια οφθαλμαπάτη, μια απάτη του νου προς τον εαυτό του, ένα μικρό κυκλάκι που προσπαθεί να το παίξει τετράγωνο..
Γιατί η ενοχή είναι ένα αίσθημα που σε γκρεμίζει αν δεν το αρπάξεις να το βάλεις εκεί που του αρμόζει. Και φυσικά ο άνθρωπος είναι ικανός για πράγματα που ξεπερνούν τα όρια της φαντασίας και του κοινωνικά και λογικά αποδεκτού. Μπορεί να κάνει πράγματα που δεν ξέρει να κατονομάσει ακριβώς γιατί βιώνει τη διαφορετικότητα με ένα τρόπο απροσδιόριστο και αποσυντονιστικό. Δεν γίνεται να το αντιμετωπίσει όλο αυτό μόνος του, είναι πολύ μεγάλο.
Κι όσα παραμύθια για νεκρούς μάγους και σκοτεινά δάση  κι αν έχει διαβάσει, ο μόνος τρόπος να παγιδεύσει τελικά κάποιον είναι να το κάνει τυχαία. Γιατί σε κανέναν δεν αξίζει να κατατάσσεται στα παρελθόντα και να τον παίρνει παραμάζωμα η λούπα, Χριστέ μου πόσο μεγάλος νόμιζα πως είμαι;; Πόσος νόμιζα πως είμαι; Γιατί πίστευα τόσο φριχτά πως μπορώ να γεμίσω οποιοδήποτε δοχείο με περιβάλει; Γιατί θεωρώ πως είμαι τόσο ξεχωριστός από αυτά που απορρίπτω; Ίσως αυτό να μου αξίζει.""

Άλλη μια συγνώμη γιατί τώρα ο άνθρωπος βλέπει πως σιγά σιγά τρελαίνεται γιατί μόλις γνώρισε μια εντελώς διαφορετική ανθρώπινη υπόσταση που θεωρούσε βέβαιο πως είχε αποβάλει τότε που τακτοποιούσε προσεχτικά της πληροφορίες στο κεφάλι του.

""Και ναι δεν με νοιάζει η λογική επεξεργασία των δεδομένων όσο το συναίσθημα και το πλέξιμο του λόγου γιατί μόνο έτσι θα βγει η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο μυαλό μου και πνίγει τα χρόνια μου. Τους κρατάει κάτω το κεφάλι, δεν βγαζουν πια μπουρμπουλήθρες, γιατί δεν κάνω κάτι;; Πρέπει να σταματήσω να νομίζω πως είμαι ένας μεγάλος άνθρωπος γιατί αυτό δεν θα με οδηγήσει πουθενά Χριστέ μου νιώθω τόσο μόνος, γιατί έπρεπε τώρα να δω πώς πραγματικά είμαι;
Γιατί πρέπει να βρω εγώ τον τρόπο να κάνω τα πράγματα να προχωρήσουν και να κουνηθούν και ίσως να διαλυθούν για να τα πείσω αργότερα πως αυτό είχε ως σκοπό τη δημιουργία νέας υπόθεσης, νέων ισορροπιών και πάει λέγοντας.; Πόσο κουρασμένος είμαι, και πόσο φριχτά πιστεύω πως θα τελειώσω αυτό το κείμενο σε λάθος σημείο.""

Οκ ο άνθρωπος δεν αγχώνεται, ας τα πάρουμε πάλι όλα απ΄την αρχή, τι έγινε πρώτο, τι δεύτερο, πού ήταν το λάθος; Έλα θα πάρει λίγη ώρα αλλά αξίζει τον κόπο γιατί ορίστε, οι ανομοιομορφίες στην ψυχή βγαίνουν σαν μεγάλες χαρακιές στη γλώσσα και σε εμποδίζουν να λες τα πράματα σωστά, όλοι νομίζουν πως λες ψέμματα αλλά τι να σου κάνει μια γλώσσα κομμένη στα τέσσερα; Στα εφτά;; Στα εννιά.
Τι ξόδεψες μέχρι τώρα, κάτσε, άνθρωπε, να τα υπολογίσουμε. Τι χρωστάς και πόσα σου χρωστάνε; Ο άνθρωπος κάθεται και μετράει και ξαναμετράει τα ίδια πράγματα, γιατί μας κάνουν χάρες; Γιατί να μην είναι όλα ξεκάθαρα ΩΠ ο άνθρωπος ξέχασε πως αυτό φταίει, που δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις αλλά στο κάτω κάτω κανείς δεν μπορεί να πει πως ο άνθρωπος ήταν αυτός που ζήτησε πρώτος αλλά ναι αν το πάμε έτσι κανείς δεν ζητάει ποτέ πρώτος.

""Αυτό που πρόκειται να συμβεί απέχει δύο διαστήματα και τρία σύμπαντα απ’το πραγματικό και το ξέρω πως είμαι ένας εν δυνάμει μάγος που θα οδηγηθεί στην πυρά αλλά ορκίζομαι πως δεν ήξερα τι κακό κάνουν τα ξόρκια μου.
 Τα ατημέλητά μου παράπονα όλα θα τα βγάλω εδώ να τα χτενίσω μπροστά σας γιατί μισό λεπτό, ο άνθρωπος τα λέει όλα έτσι άσχημα σερβιρισμένα αλλά κβιντ προ κβο, γιατί δε μου είπαν την αλήθεια; Γιατί δε μου λένε τι συμβαίνει, τι νομίζουν πως είμαι, ένα πηγάδι πληροφοριών χωρίς πάτο; Σε σένα μιλάω, πρόσεχε τι ρίχνεις γιατί αν δε μου αρέσει θα στο φτύσω στη μούρη ΣΥΓΧΩΡΕΣΤΕ ΜΕ δεν ξέρω τι λέω είμαι ένας άνθρωπος μέσα σε ένα σαλόνι μεγάλο όσο η συνείδησή του που μόλις αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν ξέρει από πού να φύγει. Πόσους ανθρώπους έχω διαμελήσει μέχρι τώρα και γιατί δε μπορούσες απλά να με μασουλήσεις; Αν με είχες μασουλήσει τώρα θα κοιμόμουν ήσυχος, ναι αρσενικός ήσυχος γιατί είμαι άνθρωπος ο άνθρωπος ουσιαστικό αρσενικό, αρσενικότατο, μα και βέβαια αλήθεια είναι.
Ω καταραμένη αυτογνωσία, σε μισώ γιατί έρχεσαι τις χειρότερες ώρες όταν όλοι λείπουν και κανείς δε μπορεί να ησυχάσει τα σκυλιά που με σέρνουν πάνω σε πέτρες. Μήπως τελικά δεν είμαι τόσο αστείος άνθρωπος; Μήπως είμαι καλός και ό,τι λέω τα λέω για να προστατεύσω το μοναδικό καρύδι που έχω φυλάξει για το χειμώνα; Τι αστεία δικαιολογία.""

Κοιτάει ο άνθρωπος τα χέρια του να σιγουρευτεί πως έχει χρόνο να διορθώσει τα πράγματα αλλά βασικά  φταίνε όλα τα δυνατά συναισθήματα όπως η περηφάνεια, η αυτοσυγκράτηση, η απέχθεια που μας κάνει να τρώμε τα παιδιά μας, έτσι έλεγαν κάποτε πως κάνουν οι σωστοί ανθρωποφάγοι, σκοτώνουν αυτά που θεωρούν πολυτιμότερα.

""Έτσι θα κάνω και γω, τα πολυτιμότερα και τα πιο σημαντικά θα τα στήσω εκεί απέναντι και θα τα πετροβολήσω μέχρι να μην μείνει τίποτα όρθιο, κι αν τολμήσει κάτι και ανατσουτσουρέψει και ξαναβλάστήσει τότε θα ξέρω πως αυτό αξίζει και θα το πάρω και θα το φυτέψω πάνω στο κεφάλι μου και θα το περιφέρω περήφανος ΕΓΩ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ να το βλέπουν όλοι το παιδί μου τι άξιο ύπαρξης είναι.

Ξεμακραίνω πολύ από αυτό που θα ήθελα να είμαι ή που περιγράφω ότι είμαι, γιατί μη με πιστεύεις, τις φλογίτσες τις ντύνουν με δυνατά φώτα για να νομίζουν πως είναι πυρκαγιές και να μην τις πλησιάζει κανείς, αλλά εσύ δες εμένα, τον άνθρωπο (αρσενικό) και κάνε κάτι γιατί φυσάει και θα σβήσω και το σκοινί στο λαιμό δεν είναι πάντα αυτό το μακρύ πράγμα που σε στραγγαλίζει και σου κόβει την αιμάτωση του εγκεφάλου, είναι κι αυτό που σε αφήνει παράλυτο γέρο στην καρέκλα σου να μη νιώθεις και να μη μπορείς να κοινωνήσεις τις αισθήσεις σου με κανένα τρόπο γι’αυτό σου λέω μη με αφήσεις να γεράσω δεν είμαι τόσο μεγάλος ψεύτης απλά έτυχε να μη διαβάζω και να είμαι πολύ καλός βιβλιοθηκονόμος και να με τρώει μια τρομερή απάθεια γύρω απ΄όλα αυτά που δεν είναι όπως τα φαντάζομαι. Γιατί να μην είμαι εσείς για να τα κάνω όλα σωστά και τώρα ο άνθρωπος να μην αναρωτιέται τι πήγε λάθος αλλά ναι μετά ποιός θα έπαιζε το δικό μου το ρόλο;

Θα φύγω από αυτό το κείμενο και δεν θα θυμάμαι τι λέει, ο άνθρωπος δεν θα θυμάται τι λέει γιατί αρχίζει και χάνεται η αυτογνωσία και ξεμακραίνει και ο άνθρωπος αρχίζει και νυστάζει αλλά τα θηρία του ψέμματος δεν μπορείς να τα ξεγελάσεις με ζαχαρόψωμα, θέλουν ψυχή και θυσίες και πολλές ώρες προσωπικής κούρασης προς όφελος των ανθρώπων που εξαπάτησες κι ας μην τους κρατήσεις ποτέ όπως ονειρεύεσαι, τι να γίνει, κάποιοι άνθρωποι ζούνε και πεθαίνουν με ένα παράπονο μεγάλο σα πειρατικό πλοίο που είναι δεμένο στα βλέφαρα και τη γλώσσα τους και κάθε φορά που έχει φουρτούνα οι άνθρωποι αναγκάζονται να κλαίνε με ανοιχτά τα μάτια χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη.""

Στην ουσία αυτό που ο άνθρωπος θέλει να αποφύγει είναι μια σιωπηλή δυστυχία, ας γίνει έκρηξη, δεν τον νοιάζει, ας δούνε τη φλογίτσα όμως επιτέλους, κι ας την κάνουν κάτι, οτιδήποτε ""ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΣΟΥ ΛΕΩ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΑΣ ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΝ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΟΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΔΕ ΛΕΕΙ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ Η ΚΑΡΙΟΛΑ Η ΦΛΟΓΑ συγνώμη φλόγα το ξέρω πως εσύ φέρνεις ψωμί στο τραπέζι.""

Και τι επίμονος που είναι ο καιρός της ψυχής ρε παιδί μου. Κι ας είναι ψεύτης ο άνθρωπος.


Διπλώνεις τις σελίδες και τις βάζεις μέσα σε ένα ωραίο φάκελο. Σηκώνεσαι απ'το γραφείο σου και περπατάς προς τη συρταριέρα και ρίχνεις το γράμμα στο πρώτο συρτάρι, μαζί με όλα τα άλλα γράμματα που έχεις γράψει και είναι δεκάδες μπορεί και εκατοντάδες χιλιάδες γράμματα που τα έχεις γράψει εκείνη την ώρα που ο ήλιος φωνάζει λάμποντας και κανείς δεν του δίνει σημασία.

Σήμερα έχουμε πόλεμο.

Στην μια πλευρά βρίσκονται κάτι τεράστιες καφετιές χελώνες με μακριά νύχια και μυτερά στόματα, γεμάτες χώμα και ξερά χόρτα. Στο καβούκι της καθεμίας δώδεκα μεγάλα μάτια κοιτάνε προς τα πάνω χωρίς ποτέ να κλείνουν τα βλέφαρα. Κάθε φορά που χώνουν τα πόδια τους στη σκόνη, οι κόρες των ματιών στα καβούκια τους συστέλλονται σαν μωρό που βλέπει πρώτη φορά τον ήλιο.

Δίπλα στις χελώνες περπατούν γρήγορα μεγάλες αρκούδες που αν κοιτάξεις προσεκτικά μέσα στο τρίχωμά τους θα δεις παγιδευμένα μικρά-μικρά αστέρια να λαμπιρίζουν. Οι αρκούδες έχουν τα χέρια τους ψηλά σαν να κρατούν ένα φανταστικό κορμό δέντρου που μέσα του θα χώραγε ολόκληρος ο κόσμος, και ουρλιάζουν με εννιά φωνές η καθεμία, λες και ένα ορμητικό ποτάμι εισέβαλε στην σπηλιά τους όταν έλειπαν και έπνιξε όλα τους τα μικρά.

Δύο ελάφια περπατούν αργά πιο πίσω με μάτια γυαλιστερά σαν μικρά μαύρα βότσαλα και οι μύτες τους είναι κρύες και υγρές και εισπνέουν παγωμένο αέρα που τον στέλνουν κατευθείαν μέσα σε δύο μεγάλους καθαρούς πνεύμονες. Και οι άσπρες βούλες πάνω στο σκούρο τους τρίχωμα είναι τυχαία διασκορπισμένες σαν τέμπερα ενός απρόσεχτου ζωγράφου που πιτσίλισε κατα λάθος ένα σκούρο καμβά.

Μικροί κάστορες τρέχουν δεξιά κι αριστερά ροκανίζοντας ό,τι κλαδάκι βρουν, ενώ πάνω τους κάθονται μικροί σκατζόχοιροι που τροχίζουν τα αγκάθια τους σιγομουρμουρώντας σκοπούς που μοιάζουν με το ταπ ταπ των δαχτύλων πάνω σε ένα κούφιο ξύλινο κουτί.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς, λεπτοκαμωμένοι λύκοι γρυλίζουν ήσυχα και επιδεικνύουν εν αγνοία τους σειρές από κάτασπρα δόντια που αντανακλούν τον ήλιο και θα μπορούσαν να τυφλώσουν έναν νεκρό. Και οι θερμές γλώσσες τους χαϊδεύουν το εσωτερικό των κοφτερών τους κυνόδοντων με την προσοχή που μια πελάτισσα θα σήκωνε τα κρύσταλλα από τα ράφια τους σε ένα υαλοπωλείο. Οι πατούσες τους πατούν απαλά επάνω στο χώμα αλλά μέσα στα πέλματά τους κρύβονται αρκετά γαμψά νύχια που θα μπορούσαν χωρίς τύψεις να προκαλέσουν ζημιά σε ζεστές σάρκες, αν αποφάσιζαν να ξεπροβάλουν τελικά κάποια στιγμή.

Και φυσικά κοκκινωπές ημίτυφλες αλεπούδες ακολουθούν σιωπηλά έχοντας τα αυτιά τους ψηλά σαν σάρκινα τρίγωνα ενός χαμμένου στέμματος που υπήρχε κάποτε πάνω στα κεφάλια τους και δεν μπορούν να το περιγράψουν ακριβώς αλλά ξέρουν πως το είχαν κάποτε. Και οι ουρές τους κρέμονται ακουμπώντας το έδαφος και ανασηκώνουν το χώμα που έπειτα εισέρχεται στα μικρά τους ρουθούνια και τους σιγουρεύει πως έχει ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος για να βρουν τα χνάρια αυτών που θα έπρεπε να είναι ήδη φυλακισμένοι και ξοφλημένοι.

Στην άλλη πλευρά,,, μάλλον δεν είμαι εγώ η κατάλληλη να το περιγράψω.

Νόμιζα πως έχουμε δεκαεφτά

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια βάρκα που έπλεε ανάποδα. Και από κάτω της κρέμονταν λαγοί με ένα μόνο πόδι, και μερικές φορές μπορούσαν να ακουμπούν το βυθό της θάλασσας απαλά και να ανακατεύουν την άμμο μέσα στο νερό με τις μοναχοπατούσες τους.

Η βάρκα συνήθως επέπλεε ειρηνικά και δεν άφηνε κανένα να ανέβει πάνω της γιατί είχε ακούσει πως οι άνθρωποι είναι πολύ ανώμαλη περίπτωση και μάλιστα μια φορά μια κοπέλα σε ένα μπαρ κατάπιε τα μαλλιά της και πέθανε (!).

Οι λαγοί πεινούσαν αρκετά συχνά αλλά η βάρκα δεν έδινε και πολύ σημασία αν και πού και πού στεναχωριόταν. Πώς όταν χάνεις μια κάλτσα και πρέπει αναγκαστικά να μη φοράς και την άλλη που δεν φταίει και σε τίποτα; Έτσι.

Τις περισσότερες φορές που άκουγε παράπονα, έπλεε γρήγορα και τα κυμματάκια γαργαλούσαν τα αυτιά των λαγών και ξέχναγαν την πείνα τους για λίγο.

Βέβαια το θέμα δεν είναι η βάρκα. Ούτε οι λαγοί.

Ξέρεις πώς είναι να είσαι εντελώς έξω από το φυσικό σου περιβάλλον και να μην μπορείς να πεθάνεις; Κάποιες φορές παρακαλάμε το θεούλη να μας δώσει κουράγιο να τα βγάλουμε πέρα με κάτι που ευχόμαστε να συμβεί και σε μας ( ξέρω γω; κάτι να μας συμβεί ) και όταν μας συμβαίνει καταλαβαίνουμε πως δε γίνεται να τα καταφέρουμε με τίποτα αλλά κανείς δεν το σταματάει

Κανείς δεν το σταματάει

Οι πετσέτες σταματάνε την πλημμύρα

Και τα λεφτά σταματούν την δυστυχία ( για πολύ λίγο όμως )

Και τα δάχτυλα σπρώχνουν τις θλίψεις προς τα μέσα

Και η βάρκα σταματάει τη σκέψη

Και οι λαγοί σταματάνε τη βάρκα με τις μοναχοπατούσες τους. Μια φορά η βάρκα φτερνίστηκε και έπιασαν στεριά μέσα σε 10 δευτερόλεπτα!

Μπορείς να βάλεις το στόμα σου να στέκεται απ'τη μέσα μεριά του προσώπου σου έτσι ώστε κανείς να μην καταλαβαίνει πότε χαμογελάς και πότε όχι;

Εγώ μπορώ να το κάνω.

Μπορώ να κάνω πολλά πράγματα.

Μια σε βλέπω και μια όχι. Αυτό το κόλπο το κάνουν τα μάτια μου, όχι εσύ.

Είσαι πραγματικά ένα παράδοξο πλάσμα πάντως. Αλλά μπορώ με σιγουριά να πω πως δεν μου αρέσει η ζωή που κάνεις. Σίγουρα όχι.

Tyranids

Μπήκα μέσα λοιπόν και γινόταν πανικός. Δεν είχα ξαναδεί το σπίτι σε αυτή την κατάσταση, ποτέ. Παντού ποτήρια, μπουκάλια και αποτσίγαρα. Δεν μπορούσα να πατήσω κάτω χωρίς να αηδιάσω. Είχαν κάνει ένα στρώμα απόλυτης βρωμιάς.

Έβαλα μια φωνή για να δουν πως ήρθα. Με το που με είδαν πανικοβλήθηκαν όλα, έπρεπε ήδη να κοιμούνται και το ήξεραν. Με είχε πιάσει υστερία αλλά προσπαθούσα να μην το δείξω. Κοιτούσα νευριασμένη και έσκυβαν τα κεφάλια τους ντροπιασμένα. Δεν χρειάστηκε να φωνάξω. Έτρεχαν από δω κι από κει προσπαθώντας να τα βάλουν όλα σε τάξη. Δεν ήξεραν πού πάει το κάθε τι και αυτό μου την έδινε πιο πολύ στα νεύρα. Τα αγριοκοίταξα τελευταία φορά και μετά φώναξα ΕΝΤΑΞΕΙ ΦΤΑΝΕΙ, ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙΤΕ

Σε λίγο άρχισαν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους και στα ταβάνια και να βολεύονται. Χρησιμοποιούσαν τις βεντούζες τους για να παραμείνουν στις θέσεις τους. Σύντομα τα ταβάνια γέμισαν. Κουλουριάζονταν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς να κάνουν θόρυβο. Ανάποδα. Καθόμουν από κάτω και τα κοιτούσα καθώς τα έπαιρνε ο ύπνος.

"..ογδόντα-ένα, ογδόντα-δύο, ογδόντα-τρ~ πού είναι το ογδόντα -τρία;..."

Ξέρετε κάτι.

Μερικοί είστε απαράδεκτοι.

Αλήθεια είστε.

Κάποιος έξυπνος τίτλος ανάρτησης.

Μερικοί άνθρωποι κυκλοφορούν εξοργισμένοι στους δρόμους, γιατί μέσα στο μυαλό τους φυσάει συνέχεια και κάνει κρύο, χειμώνα-καλοκαίρι.

Και αν και οι φαντασίες τους καίγονται όλες με πάνινες φλόγες, εκείνοι δεν μπορούν να χτίσουν τίποτα κάθετα και καταλήγουν να απλώνουν μικρές πόλεις. Ακούνε συνέχεια μηχανές αεροπλάνων και ρολόγια να χτυπούν το ένα πίσω από το άλλο χωρίς να αφήνουν χρόνο για παύσεις.

Μερικοί άνθρωποι κυκλοφορούν εξοργισμένοι μέσα στα σπίτια τους γιατί όταν τους ρωτάνε "τι έχεις" εκείνοι λένε πάντα "τίποτα".

Βλέπουν συνέχεια οράματα για ξύλινους ανθρώπους που δεν ξέρουν να μαγειρεύουν και δάση που σηκώνουν τα φουστάνια τους για να μπορούν να τρέξουν αν χρειαστεί. Βλέπουν και νερά να ανεβαίνουν προς τα πάνω και μικρούς κόκκινους σκύλους να τραγουδάνε αργά τραγούδια πάνω σε φράχτες.

Μερικοί άνθρωποι κυκλοφορούν εξοργισμένοι μέσα στους ευρύχωρους εαυτούς τους γιατί όσα τους αφήνουν, τους φωνάζουν από μακριά πως υπόσχονται να επιστρέψουν.


Και, αν είναι δυνατόν, οι ελπίδες τους αφήνονται στη μοίρα τους και τις ρουφάει μια τεράστια σκούπα που κρέμεται εχθρική πάνω από τα κεφάλια τους. Και υπάρχει πάντα μια μικρή ελπίδα που είναι σε άρνηση και κρατιέται γερά και πάντα προσπαθεί κάποιος να την κλέψει, γι'αυτό έχει μάθει να κρύβεται ανάμεσα στους πόρους τη γλώσσας.



ένα δύο τρία

ένα δύο τρία



ακόμα εδώ είσαι;;



ένα δύο τρία 

ένα δύο τρία