Το μοναδικό μέρος του Μονονόκε που τα κατάφερε.

Κρατάς όλο το φως φυλαγμένο στις τσέπες σου και κάποια στιγμή πρέπει να το μοιραστείς με τους υπόλοιπους. Και 'συ αφήνεις στην άκρη τις λιακάδες για τα βρωμόσκυλα που συμπαθείς, γιατί μοιάζετε με τόσους πολλούς τρόπους, και δίνεις τις σκιές στους τυφλούς. Αμφισβητούν, και συ χαμογελάς και διαβεβαιώνεις ευχαριστημένος.

-Έμπιστε φύλακα και κράτορα, γιατί κρυώνω έτσι;;

-Ειλικρινά δεν ξέρω.....  :)

-Είμαι στον ήλιο τώρα;;

-Ακριβώς από κάτω σου λέω.

-Μα κρυώνω. Μήπως φταίει που σιγά σιγά χάνομαι και αραιώνω;;

-Μμμ, μάλλον... Σώπα τώρα κι απόλαυσε τον ήλιο...... :)

-Ναι, σωπαίνω...













Θέλω να σου πω πως εγώ σε βλέπω.


Altissima quaeque flumina minimo sono labi 

'Αημ χιο χίριουχλι γιου γκάηχ.

Έχω κάτι γύρω από το λαιμό μου και αυτό δεν επιτρέπεται μιας και ήρθε η άνοιξη και το ξέρω πως πρέπει να βγω έξω να παίξω με τα άλλα παιδάκια, αλλά ενδόμυχα χαίρομαι που αποφάσισα να πάρω σκούρες κουρτίνες γιατί έτσι μπορώ να κρατάω τις εποχές έξω από το σπίτι μου. Πού και πού τις ανοίγω βέβαια και φωνάζω ΔΕΝ ΣΑΣ ΣΥΜΠΑΘΩ ΠΑΙΔΑΚΙΑ και μετά τις κλείνω και χαμογελάω γιατί κανείς δεν ξέρει. 


Η συνείδησή μου τρέφεται πολύ καλά: τρώει τον φόβο μου για πρωινό, μεσημεριανό και βραδυνό.

I'm going in.

Είχε πολύ βρώμικα πόδια, γεμάτα λάσπη. Λάσπη της πρώτης μέρας, που είχε στεγνώσει, λάσπη της δεύτερης, που ήταν ακόμα λίγο νωπή, λάσπη της τρίτης, που έσταζε από την γάμπα στον αστράγαλο. Λάσπη από όλες τις προηγούμενες. Πολλές προηγούμενες. Περπατούσε πάνω στο ξύλινο πάτωμα που έτριζε και οι ποντικοί κάτω απ'τα σανίδια βγάζαν το σκασμό και σταματούσαν μέχρι και να αναπνέουν. Έχεις δει πόσο γρήγορα αναπνέει ένας ποντικός; Το στήθος του πάει συνέχεια πάνω-κάτω λες και είναι μονίμως αγχωμένος.
Πήγαινε πέρα-δώθε πολλή ώρα. Ακουγόταν το Κρααακ κρααακ από τα σάπια σανίδια και κάτι μικρές φωτίτσες που έπαιζαν στο τζάκι. Η κυρίως φωτιά είχε σβήσει αλλά αυτές επέμειναν, ακριβώς όπως επιμένουν τα μικρά παιδιά στην παραλία να τραβούν τους γονείς τους που κοιμούνται, για να παίξουν μαζί τους εκεί που σκάει το κύμμα. Αλλά ποιός θέλει να παίξει με κάποιον που έχει μούτρα; Όποιος δεν έχει άλλη επιλογή μάλλον.

Κάτι ετοίμαζε. Άρχισε να μαζεύει πράγματα, να τακτοποιεί, να βγάζει κοφτερά αντικείμενα από δερμάτινες θήκες, να τα κρεμάει πάνω στα κουρέλια που φορούσε. Μέχρι και η σκόνη παρακολουθούσε σιωπηλή. Νομίζω όλο το σπίτι φοβόταν λίγο. Τα πράγματα που γίνονταν εκεί μέσα δεν επιτρέπεται να αναπαραχθούν σε κανένα μέρος με κανένα είδος λόγου. Όχι γιατί είναι φριχτά και απόκοσμα. Γιατί είναι δικά τους, και πολύ σύντομα μόνο δικά της. Πάλι.
Αφού ετοιμάστηκε, πήγε στη γωνία δίπλα στο τζάκι, που ήταν πιο βρώμικη κι από τη βρώμα. Βρισκόταν ακουμπισμένη στον τοίχο. Η άλλη. Η ίδια. Η ίδια μορφή αλλά η δεύτερη. Ήταν αναίσθητη και εντελώς ήρεμη. Πήρε το χέρι της και το πέρασε γύρω από το λαιμό της. Μετά προσπάθησε να τη σηκώσει. Τύλιξε το χέρι της γύρω από τη μέση της και προσπάθησε να την κρατήσει όρθια για λίγο. Ύστερα απλά πήρε το άλλο της χέρι και την σήκωσε από τα γόνατα. Ήταν σχετικά εύκολο να την κουβαλήσει. Περπάτησε μέχρι την πόρτα και με μια κλωτσιά την άνοιξε και βγήκε έξω.

Εδώ να πω για τον καιρό. Ο καιρός ήταν από αυτούς τους καιρούς που δεν ξέρεις τι θες και αν συμβεί κάτι εντελώς τυχαία, πιστεύεις πως ήταν το ιδανικό που θα μπορούσε να σου συμβεί στην παρούσα φάση. Δεν βρέχει, δεν έχει ήλιο. Είναι συννεφιασμένα και δεν ακούγεται ψυχή. Ιδανικό περιβάλλον για να νομίζεις πως έχεις βοήθεια από κάπου ενώ στην πραγματικότητα σε έχουν ξεχάσει όλοι. Ιδανικές συνθήκες για να ξεχνάς τους πάντες που χρειάζονται βοήθεια.

Περπατούσε αργά αλλά χωρίς δυσκολία. Τα δέντρα ήταν πολύ ψηλά και μερικά εντελώς παραιτημένα. Μπορείς να καταλάβεις ποιά δέντρα είναι παραιτημένα. Έχουν κλωτσιές στον κορμό τους και έχουν ξεκολλήσει όλα τα χάνσαπλαστ. Τα πόδια της, εντελώς γυμνά, χώνονταν μέσα στη λάσπη και αυτό ενώ θα δυσκόλευε τον καθένα, για κείνη ήταν σχεδόν ανακουφιστικό. Είχαν αλλάξει οι ρόλοι. Τα πόδια της πονούσαν το έδαφος, και όχι το αντίθετο. Οι πατούσες της ήταν πολύ πιο κοφτερές και τραχιές από τα σπασμένα κλαδιά, τα ξεραμένα φύλλα, τα αγκάθια και όλα τα υπόλοιπα που συνιστουν την προσπάθεια του δάσους να είναι αφιλόξενο και μη προτιμητέο για βόλτες με γυμνά πόδια.
Η καλύβα πίσω είχε αρχίσει να απομακρύνεται. Αν την κοίταζες από μακριά σχεδόν έβλεπες τα παράθυρα σα μάτια να κοιτάζουν με λύπη. Σκέψου τα μάτια μιας κυρίας των τιμών που κατέληξε να λέει "ναι ναι πιο γρήγορα ναι μωρό μου είσαι τέλειος πιο γρήγορα δέκα ευρώ παρακαλώ".  Πιο μεγάλο παράπονο κι από αδέσποτο σκύλο. Η στραβοχυμένη σκεπή με τα κεραμίδια που έλειπαν ήταν σαν αχτένιστα μαλλιά. Το δάσος έκρυβε πολύ καλά την καλύβα γιατί έτσι έπρεπε. Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα βλέπουν οι κόσμοι.

 Από χρώματα, σκέψου κυπαρισί, καφέ, σκούρο καφέ, γκρι, ερεβώδες μαύρο. Τα δάση είναι πολύ βαρετά μέρη χρωματικά. Γι'αυτό επιλέγονται για να κρύψουν τα πιο φρικιαστικά πράγματα. Και αυτό είναι ένα χιντ για να σταματήσεις να διαβάζεις, γιατί λογικά έξω έχει πολύ ωραία μέρα και όλοι περνάνε καλά και πρέπει να περάσεις κι εσύ καλά, και εδώ τα πράγματα δεν είναι ωραία. Τα δάση φταίνε που είναι βαρετά, και δίνουν την ευκαιρία για κρυφτό σε ασχήμιες. Εγώ πάντως προειδοποίησα.

Περπατούσε για πολλή ώρα. Κάπου κάπου την ανασήκωνε γιατί της γλιστρούσε και φοβόταν μην πέσει κάτω και ξυπνήσει και αρχίσει να φωνάζει χαρούμενα με αυτήν την τσιριχτή φωνή που ανάθεμα κι αν εκνευρίζει τις σκοτεινιές που αράζουν στα δάση. Η ανάσα της ήταν σταθερή όμως. Είχε μάθει.
Μετά από αρκετή ώρα το έδαφος άρχισε να γίνεται όλο και πιο μαλακό. Η λάσπη έφτανε στον αστράγαλο. Συνέχισε να προχωράει κι άλλο. Η λάσπη έφτανε τώρα στην γάμπα της. Τα πόδια της βυθίζονταν όλο και πιο πολύ στην υγρή γη. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε. Εδώ ήταν. Σταμάτησε να προχωράει. Κοντοστάθηκε. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά. "Εδώ είναι καλά." Γονάτισε και την ακούμπησε απαλά στο έδαφος.
Την τακτοποίησε τόσο προσεκτικά, όπως ένα μικρό παιδάκι βάζει τις κούκλες του για ύπνο. Έφτιαξε τα μαλλιά της από τη μια και από την άλλη μεριά, τα χέρια της ευθυγραμμισμένα με το υπόλοιπο κορμί της. Την κοίταξε για λίγο. Και έπειτα ξέμπλεξε το μαχαίρι από το κουρέλι που φορούσε. Αν είχε ήλιο εκείνη τη μέρα το μαχαίρι θα έλαμπε. Ίσως και όχι.

Με αργές κινήσεις κράτησε τον ώμο της δεύτερης. Έμπηξε το μαχαίρι στο σημείο ανάμεσα στον ώμο και το στέρνο. Όταν δεν γινόταν να μπει πιο βαθιά, κράτησε τον ώμο πιο δυνατά για αντίσταση, και τράβηξε το μαχαίρι μέχρι κάτω. Ο ώμος άρχισε να ξεσκίζεται. Έβγαλε το μαχαίρι και με λίγο πιο γρήγορες κινήσεις άρχισε να τραβάει το μπράτσο της στην αντίθετη κατεύθυνση από τον ώμο της. Κρααακ κρααακ ο ώμος όπως τα σανίδια στο σπίτι όπως τα νανουρίσματα που λένε τα κλαδιά στα μικρά τους για να πάνε για ύπνο. Η σάρκα σκίστηκε και το χέρι της συνέχισε να τραβάει με δύναμη μέχρι που ο ώμος αποκολλήθηκε από το σώμα. Έμεινε μόνος και μετέωρος πιο δίπλα. Το άλλο χέρι τώρα. "Με πιο γρήγορες κινήσεις αυτή τη φορά για να τελειώνουμε".Οι κινήσεις της όντως επιταχύνθηκαν. Το άλλο χέρι ξεσκίστηκε πιο γρήγορα, της φάνηκε. 
Στα πόδια ήταν πιο σύντομη. Δεν χρειάστηκε καν το μαχαίρι. Με γυμνά χέρια άρχισε να τραβάει τους γλουτούς σε αντίθετη κατεύθυνση από τον κορμό του σώματος. Με δύναμη. Τα πόδια σκίστηκαν, έμειναν μόνα τους πεταμένα από δω κι από κει. Τράβηξε τα μαλλιά της δεύτερης, έχωσε τα χέρια της στην κοιλιά της και άρχισε να τραβάει ότι έβρισκε. Τα πετούσε δεξιά κι αριστερά και η ηρεμία είχε φύγει πια. 
Άρχισε να δακρύζει και να τραβάει και να ξεσκίζει και να πετάει από δω κι από κει και τα δάκρυα πήραν κι έγιναν κλάμματα υστερικά και τράβαγε και λερωνόταν και ακούγονταν Κρααακ κρααακ όπως τα σανίδια στο σπίτι όπως τα παλιά δάχτυλα που αναπωλούν το πιάνο. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο στο δάσος. Ένα υστερικό κλάμμα και σάρκα που ξεσκίζεται και κόκκαλα που σπάνε και ύπαρξη που σκορπίζεται παντού. Ένα αιματοβαμμένο τοπίο. Ζεστά σωθικά και άκρα παντού και εκείνη να μη σταματάει να ξεσκίζει και να πετάει και να τραβάει όσο πιο πολύ μπορούσε, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα να ξεσκίσει και τίποτα να σπάσει και τίποτα να τραβήξει. 
Σταμάτησε. Η αναπνοή έτρεχε και η καρδιά της αγκομαχούσε να συμβαδίσει με την ανάγκη του σώματός της για αέρα. Έχωσε τις παλάμες της στη λάσπη και τις έσφιγγε και τις χαλάρωνε για ώρα μέχρι η καρδιά να κάνει αυτό που έπρεπε και το στήθος της να σταματήσει να ανεβοκατεβαίνει τόσο γρήγορα λες και ήταν ο ποντικός κάτω απ΄'τα σανίδια στο σπίτι. Τα μαλλιά είχαν κολλήσει στο πρόσωπο και είχαν ιδρώτα και αίματα και κλάμματα και υγρασία γιατί τα δάση είναι πολύ υγρά μέρη και μην τους πιστεύετε όταν λένε το αντίθετο. Τα κλάμματα άρχισαν να καταλαγιάζουν. Η αναπνοή επανήλθε.
Τράβηξε τα χέρια απ'τη λάσπη. Να καλύψει. Άρχισε να πετάει λάσπη πάνω στο δεξί πόδι, στην δεξιά πατούσα που ήταν πιο κει, στα δόντια, στα μαλλιά, στην κοιλιά, στις παλάμες που τους έλειπαν δάχτυλα, στα δάχτυλα, στο λίγο πρόσωπο, μετά στο άλλο λίγο, στα σωθικά, στα πιο μέσα και τα πιο έξω. Για πολλή ώρα σκέπαζε όλα αυτά που αν τα βάλεις όλα μαζί, σχηματίζουν άνθρωπο.

Αφού τελείωσε, μάζεψε το μαχαίρι και το τύλιξε στα κουρέλια που φορούσε. Κοίταξε λίγο τα πόδια και τη λάσπη και τα ματωμένα μαλλιά που φαίνονταν κάτω από τη λάσπη. Για λίγο όμως. Γύρισε πίσω και ξεκίνησε να προχωράει. Με πολύ αργά βήμματα αυτή τη φορά. Από κούραση. Και τα πόδια της χώνονταν ακόμα στη λάσπη μέχρι τη γάμπα, για πολλή ώρα, και μετά από κάμποσο η λάσπη είχε χαμηλώσει μέχρι τον αστράγαλο, και μετά από κάμποσο ακόμα η λάσπη απλά κάλυπτε τα δάχτυλα των ποδιών της, και η καλύβα άρχισε να αχνοφαίνεται στο βάθος, σαν μια κυρία των τιμών που μόλις τελείωσε με τον τελευταίο πελάτη της και τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και το μακιγιάζ της είχει τρέξει κάτω στα μάγουλά της και στο λαιμό της από τα χέρια που είχαν πιάσει το πρόσωπό της αλλά κι από τα κλάμματα και το παράπονο, πιο μεγάλο παράπονο κι από αδέσποτο σκύλο.

Έφτασε στην καλύβα και μπήκε μέσα κάνωντας και πάλι τα σάπια σανίδια να τρίζουν Κρααακ κρααακ όπως τα τσατισμένα δάχτυλα που επειδή δεν παίζουν πια πιάνο τσακίζουν τα μκρά των κλαδιών από τα νεύρα τους, και τα κλαδιά ουρλιάζουν και θρηνούν τα μικρά τους Κρααακ κρααακ και φωνάζουν "σας είπα πως έπρεπε να πάτε για ύπνο, σας το είπα, σας το είπα".
Οι ποντικοί κάτω απ'τα σανίδια δεν έβγαζαν άχνα και πάλι, και μόνο οι μικρές φωτιές ακούγονταν, λίγο πιο σιγά τώρα, γιατί βαρέθηκαν να επιμένουν, όπως τα μικρά παιδιά στην παραλία κουράζονται να παρακαλούν τους γονείς τους για λίγο παιχνίδι στα κύμματα, και παίζουν μόνα τους στην άμμο και φαντάζονται πως σκοτώνουν κάβουρες και τους σπάνε τα πόδια γιατί είναι άδικο που μπορούν και χώνονται στην άμμο όποτε θέλουν, τι θράσος αυτοί οι κάβουρες.

Περπάτησε λίγο ακόμα μέσα στην καλύβα, δεν ξεπλύθηκε, δεν έφερε κορμούς για την φωτιά, δεν έφαγε. Ξάπλωσε πάνω στα σανίδια και αναστέναξε τόσο βαθιά που σχεδόν ξεπέρασε το βάθος  των αναστεναγμών της θάλασσας που κάποιοι το ονομάζουν "κύμματα" γιατί δεν ξέρουν πώς αλλιώς να το πουν. Μετά έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στην κούρασή της ελπίζοντας πως τώρα που θα κοιμάται οι ποντικοί θα σταματήσουν να φοβούνται και θα κάνουν όλα αυτά που κάνουν συνήθως οι ποντικοί.

Την επόμενη μέρα, που ο καιρός ήταν ακόμα το ίδιο αβέβαιος και βαρετός, άνοιξε τα μάτια της και είδε τις μικρές φωτιές να κοιμούνται  κουρασμένες κοντά στη μαμά τους και την δεύτερη να είναι ακουμπισμένη με την πλάτη στον τοίχο δίπλα στο τζάκι, στην γωνία που ήταν πιο βρώμικη κι από τη βρώμα, με τα μάτια κλειστά, ήρεμη και ολόκληρη. Η δεύτερη. Η ίδια. Μια άλλη από την ίδια, αλλά η ίδια. Η άλλη της μισή που την αντικαθιστούσε, μια δεύτερη "εκείνη". Δεν μιλούσε κανείς.
Έμεινε εκεί που ήταν ξαπλωμένη και κοιτούσε τη δεύτερη για πολλή ώρα. Πόση ώρα πέρασε, δεν έχω ιδέα, όταν η δεύτερη είπε με μάτια ακόμη κλειστά, "Προσπάθησες να με απελευθερώσεις. Θα το ξανακάνεις. Το έχεις ξανακάνει. Το κάνεις σωστά και σε ευχαριστώ. Νιώθω καινούργια και πάλι. Θα κοιμηθώ για να με απελευθερώσεις. Είμαι έτοιμη."

Το δέντρο.

Τραβάω τα φύλλα και τα κλαδιά τους. "Ε, κοιτάχτε κάτω ρε.", κι ελπίζω να με ακούσουν και να με δουν. "Μα τι συμβαίνει;.." λέει ο Kισσός. "Καλέ μου Kισσέ, άκου με και μια φορά. Έρχομαι εκ μέρους της. Πηγαίντε στην κουζίνα. Σας θέλει. Θα σας καθίσει όλους γύρω από το τραπέζι γιατί θέλει να σας μιλήσει. Μην κοιτιέστε μεταξύ σας, θα σας μιλήσει όπως και να 'χει. " 
Όλα τα ηλίθια φυτά, αναρριχώμενα, εβενοειδή, σκιαδοφόρα, αροειδή, χεδρωπά και νυκταγινίδες, τρέχουν στην κουζίνα. Πολλές καρέκλες γύρω από ένα τραπέζι. Κάθονται χωρίς πολλά-πολλά. Η ατμόσφαιρα είναι λίγο περίεργη, δεν μιλάει κανείς. Υπάρχει μια λάμπα πάνω από το τραπέζι και οι σκιές που σχηματίζονται από τον Λωτό και την Αραχίδα με κάνουν και σκέφτομαι πράματα. Μοιάζουν με τέρατα με μυτερά δόντια από ρώσικα παραμύθια.
Έρχεται. Την κοιτάζουν όλα σα χαζά. Τα κοιτάζει κι αυτή, μακάρι να ξερα τι σκέφτεται. Και από δω που είμαι δεν βλέπω καλά και δεν ακούω όπως θα 'πρεπε. Από τις ρωγμές στο δέρμα της ανεβαίνω στην κορυφή της για να τους βλέπω όλους από ψηλά. Ωραία, τώρα τους βλέπω όλους τέλεια. Πότε θα ξεκινήσει να μιλάει;; Έχω αγωνία.
Μόλις αρχίζουν οι φωνές, κρατιέμαι καλά από τα μαλλιά της. 
Τσεκ τσεκ. Ωραία, τους ακούω όλους..

"Αγαπητά μου φυτά,.." ξεκινάει. 

"Ο λόγος που μείναμε μόνοι μας είναι γιατί δεν συμπαθούμε κανέναν άλλον αρκετά για να τον ανεχτούμε. Ο λόγος που μένουμε μόνοι μας είναι γιατί με αυτόν τον τρόπο είμαστε ήρεμοι. Μην μαζεύετε τα φρύδια σας. Θα σας πω εγώ τι νομίζω και μετά πείτε ό,τι θέλετε.

Είναι ωραία να είσαι μόνος σου, δεν δίνεις εξηγήσεις σε κανέναν. Τρως ό,τι ώρα θες και ό,τι θες και φτιάχνεις το πρόγραμμά σου ανάλογα με αυτά που σου αρέσουν εσένα. Εσύ είσαι το κέντρο του κόσμου σου και τον διαμορφώνεις αργά και νωχελικά χωρίς να έχεις κανένα πάνω από το κεφάλι σου.
Φυτά μου, οι καιροί είναι δύσκολοι για θυσίες. Δεν είμαστε σε θέση να θυσιάσουμε πράγματα για να μην είμαστε μόνοι μας. Είμαστε πολύ καλά όπως είμαστε. 
Είμασταν περισσότεροι κάποτε, αλλά κάποιοι θυσιάστηκαν εθελοντικά. Έπεσαν. Υπέκυψαν στην πρέζα και τώρα έχουν γίνει φαντάσματα του εαυτού τους. Τρέφονται από την ίδια τους τη σάρκα. Δεν τους μιλάμε όταν τους βλέπουμε. Είναι πρεζάκια. Τα πρεζάκια τα αφήνουμε  στην άκρη, και τα λυπόμαστε. Μιλάω για τα πρεζάκια των συναισθημάτων. Χτυπάνε ενέσεις με συναισθήματα στους δρόμους, σνιφάρουν όπου βρουν, γατζώνονται πάνω από άλλες ψυχές και τις ξεζουμίζουν. Παραδείγματα προς αποφυγή. 
Είμαι σίγουρη τώρα πια πως δεν υπάρχει συναισθηματική ταύτιση με κανένα άλλο ον. Δεν γίνεται, και δεν είναι επιθυμητό. Δεν ταυτιζόμαστε συναισθηματικά με κανένα. Δεν ξέρει κανείς τι συμβαίνει μέσα μας, γιατί τι νόημα θα είχε αν ήξερε; Δεν είμαστε πια στο γυμνάσιο, φυτά μου, για να λέμε με ευκολία "δεν με καταλαβαίνει κανείς". Είμαστε σε θέση να λέμε "ε, και που δεν με καταλαβαίνει κανείς, και τι έγινε;". 
Είναι ανόητο να θέλουμε να πάρουμε μαζί μας κάποιον που δεν είναι στη φάση μας. Είναι εγωιστικό να απαιτούμε προσοχή από κάποιον που βλέπει την αγαπημένη του εκπομπή, απλά και μόνο επειδή εμείς έχουμε εσωτερικές θύελλες και πρέπει να κατευνάσουμε τα εσωτερικά μας μποφόρ πάνω σε κάποιο άλλο ον που αυτοαποκαλείται "ο άνθρωπός μας" επειδή δεν του έχουμε δώσει άλλη επιλογή. Καταλαβαίνετε τι λέω; Το να ζητάμε από κάποιον να αντιδρά στα μαλακισμένα σκαμπανεβάσματα της διάθεσής μας, με την ίδια ένταση που εκπέμπουμε εμείς προς αυτούς, είναι, το λιγότερο, παρανοϊκό. 
Το ξέρω πως όταν θες να μιλήσεις σε κάποιον για το τι τρέχει μέσα σου, και αυτός χασμουριέται ή σε κοιτάει και ξέρεις ότι σκέφτεται τι θα φάει το μεσημέρι, είναι λίγο ενοχλητικό. Αλλά έτσι είναι, και ο άλλος έχει όλα τα δίκια με το μέρος του. Αν δεν είμαστε καλά, ας μείνουμε μόνοι μας. Δεν χρειαζόμαστε παρέα. Αν θέλουμε παρέα, δεν συζητάμε γι'αυτά που μας απασχολούν γιατί δεν ενδιαφέρουν κανένα. Γίνομαι κατανοητή;
Επιζητούμε την ηρεμία, εμείς που αποδράσαμε και τα καταφέρνουμε μόνοι μας. Προστατεύουμε τους εαυτούς μας από τα βλαβερά πράγματα, και σε περίπτωση που συμβεί κάτι αθέμητο, πέφτουμε για ύπνο μέχρι να συνέλθουμε. Δεν είμαστε για πολλά πολλά. 
Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορούμε να είμαστε στο ίδιο δωμάτιο με κάποιον άλλον και να μην ασχολείται ο ένας με τον άλλον. Μια συνύπαρξη μέσα σε σιωπή. Αυτό είναι κατανοητό. Μέχρι εκεί όμως.
Και σε καμία περίπτωση δεν υποκύπτουμε σε αυτούς που νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να ανακατώνουν τη ζωή άλλων ανθρώπων και να το αποκαλούν "αγάπη" και άλλα τέτοια. Αυτό είναι ΛΑΘΟΣ, φυτά μου. Σας ξορκίζω. Αν δεν μπορούμε να κοντρολάρουμε τους εαυτούς μας, ας μείνουμε μόνοι μας. Δεν ανέχομαι ανθρώπους που κάθονται πάνω σε ανθρώπους, τρέφονται με ανθρώπους, κοιμούνται πάνω σε ανθρώπους, μασάνε ανθρώπους και φτύνουν ανθρώπους. Μπορούμε και καλύτερα..."

Κοίταξα λίγο τα φυτά. Είχαν ζαβλακωθεί. Η Αζαλέα είχε βουρκώσει λίγο. Η Γκουάβα κοιτούσε με κενά μάτια το τραπέζι. Είμαι σίγουρη πως δεν είχε καταλάβει λέξη, ήταν και λίγο χαζούλα. Το Αιώνιο έπαιζε ανήσυχο με ένα μπαλάκι που το πήγαινε από φύλλο σε φύλλο. Το Νόνι κοιτούσε τα κίτρινα ανώριμα φρουτάκια του. Το λυπήθηκα κάπως. 

"Μην νομίζετε πως αυτό είναι κάτι εύκολο,.." συνέχισε εκείνη,

"...αλλά είναι αυτό που μας διατηρεί ανέπαφους. Πάμε για ύπνο αρτιμελείς. Υπάρχουν και επιπτώσεις αλλά δεν τις ξέρω ακόμη όλες. Έχω μια υποψία όμως. Πρέπει να μάθω περισσότερα, φυτά μου. Παρόλα αυτά, μην ανησυχείτε. Θα είμαι καλά. Θα προσπαθήσω να μείνω όπως με ξέρετε.."

 Ο Νάρκισσος σκέπασε τη μούρη του με τα φύλλα του και άρχισε να κλαίει σιγά. Η Πρωτέα τον αγκάλιασε.

"...Έξω στον κήπο σας, υπάρχει ένα δέντρο που έχει ακριβώς τα χρόνια μου. Αυτό δεν ήρθε στο τραπέζι. Ξέρει κάτι που δεν ξέρω. Δεν ήθελε να συμμετάσχει. Δεν θέλει να ακούσει γιατί διαφωνεί. Διαφωνεί. Δεν ξέρω γιατί. Είμαι περίεργη να δω τι ξέρει, τι είδε. Δεν μιλάει σε κανένα. Πρέπει όμως να μάθω. 
Έφτιαξα αυτό το σπίτι για σας και για μένα. Ήταν δυνατό για να κρατήσει, μέχρι να το διαλύσουμε μόνοι μας. Μέχρι να εξαφανιστεί από μένα κι από σας. Εγώ τώρα θα το αφήσω. Κρατήθηκα από σας όσο δυνατά κρατηθήκατε και σεις από μένα."

Μετά είπε και κάτι άλλα που δεν άκουσα. Κατέβηκα από το κεφάλι της γιατί τα φυτά άρχισαν να μαραζώνουν και δεν μπορούσα να βλέπω. Δεν με ενδιέφερε πώς ήθελε να τους πει αντίο, εγώ πάντως δεν θα μπορούσα να το κάνω στη θέση της. "Τι σκατά ξέρει αυτό το δέντρο και δεν ήρθε στο τραπέζι; Αυτό φταίει για όλα. Αν ερχόταν τώρα εκείνη δεν θα έλεγε αντίο", σκεφτόμουν.
Ανέβηκα στο παράθυρο για να κοιτάξω με τσατίλα το δέντρο. Δηλαδή έτσι το είχα σχεδιάσει. Και όταν το είδα να κάθεται στον κήπο, τα ξέχασα όλα. 
Ένα μεσαίο δέντρο, λίγο πιο ψηλό από το φράχτη, κοιτούσε έξω από αυτόν με ηρεμία. Μπορούσα να δω το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σύμφωνα με την ανάσα του. Αποφάσισα να μην τσατιστώ σήμερα, μιας και είχα να παρηγορήσω πολλά φυτά. Θα το άφηνα για αύριο.

Κανονικά δεν θα έπρεπε να γράφω εδώ πέρα τώρα, αλλά τελοσπάντων, ας πούμε ότι συμβαίνει λόγω της ημέρας Αντωνάκη, λόγω της ημέρας. Οφείλω να κάνω μια μικρή καταγραφή αυτών των σημαντικών γεγονότων γιατί νομίζω πως μέχρι αύριο θα τα ξεχάσω όλα. Κατά τη διάρκεια του ύπνου γίνεται ένα Delete private data το οποίο σημαίνει πως ξυπνάω και χαμογελάω σε αυτόν που κάτι ώρες πριν ήθελα να του ανοίξω το κεφάλι στα δύο και να πιω το αίμα που στάζει. Και πρέπει να παραμείνω τσατισμένη αυτή τη φορά γιατί είναι πιο εύκολο να αφήσεις κάτι αν έχεις τσατίλες. Δεν μπορείς να αποχωριστείς κάτι αν το αγαπάς ακόμα. Θα υποφέρεις. Καλύτερα να τσακωθείς και να φωνάξεις. 

Γι' αυτό λοιπόν καταγράφω.