Edde

Η τελευταία μέρα που θα έβγαινε έξω ήταν μια μέρα με συννεφιά. Έμοιαζε με εκείνες τις μέρες που δεν έβγαινε ποτέ έξω, αλλά κάτι είχε αυτή η μέρα και δεν μπορούσε να αντισταθεί.

Το σπίτι του ήταν ένα χαμόσπιτο που έμοιαζε σα να είχε φάει ξύλο. Δεν υπήρχε κανένα άλλο σπίτι τριγύρω για να το συγκρίνεις. Ήταν το μοναδικό σπίτι σε εκείνον τον τόπο. Ένα μικρό, στραβοχτισμένο, βρώμικο σπίτι, που σαν κάποιος να πασπάλισε λίγα κεραμίδια στην κορφή του. Θα μύριζε σα ντουλάπα που είχε μείνει κλειστή για χρόνια. Το μοναδικό του παράθυρο βρισκόταν στην πρόσοψή του και τα σαπισμένα του πατζούρια είχαν πέσει προς τα κάτω, κάνοντάς το να μοιάζει με γέρικο σκύλο που δε μπορεί να πάρει τα πόδια του. Ο κήπος του ήταν κι αυτός ένα άσχημο μέρος. Η γη είχε ξεράσει παντού λάσπη και τα πάντα φαίνονταν σαν να πνίγονται στο χώμα σε αργή κίνηση. Κάποτε ίσως να είχαν φυτρώσει όμορφα φυτά στην αυλή του, αλλά μετακόμισαν σε καλύτερο τόπο και τη θέση τους πήραν χιλιάδες αγριόχορτα που είχαν πάθει κατάθλιψη.

Μόλις όμως έβγαινες από το σπίτι, μόλις άνοιγες την πόρτα και αγνοούσες τη λασπουργιά και τα χόρτα, έβλεπες μπροστά σου την πιο όμορφη λίμνη του κόσμου. Η πιο γαλήνια και μαγευτική λίμνη που έχει δει ποτέ άνθρωπος. Έμοιαζε με ασημένια πιατέλα για τα φρούτα των θεών. Έμοιαζε με ένα καθρέφτη που αποφάσισε να κοιτάζει μόνο τον ουρανό γιατί όλοι οι άλλοι είχαν απογοητευτικό είδωλο. Ίσως γι'αυτό το σπίτι να κάθισε εκεί δίπλα της.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν, αποφάσισε να βγει έξω. Έβαλε την χοντρή άσπρη ολόσωμη φόρμα και το χάρτινο στέμμα του, έδεσε τα παπούτσια του και άνοιξε την πόρτα. Η λίμνη ήταν εκεί, όπως πάντα, ήσυχη κι εκθαμβωτική. Διέσχισε τον κήπο, γεμίζοντας λάσπες τη φόρμα του, και κατευθύνθηκε προς την όχθη. Κάποια πράγματα είναι τόσο όμορφα, που δεν σου αφήνουν περιθώρια για σκέψη. Σου κόβουν την ανάσα και σου στερούν το δικαίωμα για ονειροπόληση. Το είχε ξαναπάθει αυτό, τη μέρα που άκουσε για πρώτη φορά βιολοντσέλο.

Η όχθη ήταν γεμάτη μικρές άσπρες και γκρι πέτρες και το νερό τις έκανε να λαμπιρίζουν περίεργα, σα γυάλινα γοβάκια για τα χιλιάδες πόδια της λίμνης. Κάθισε εκεί που άρχιζε το νερό και έβγαλε τα παπούτσια του.

Οι φάλαινες narwhal συνήθως δε γιορτάζουν ποτέ τα εξηκοστά τους γενέθλια. Η μακριά μύτη τους είναι στην πραγματικότητα ένα δόντι, ένα άβολο δόντι που δε χρησιμεύει σε πολλά. Δεν το χρησιμοποιούν για να αμύνονται, καθώς τα περισσότερα θηλυκά δεν το έχουν. Κάποιοι ερευνητές λένε πως τους χρησιμεύει για να σπάνε τον πάγο. Άλλοι λένε πως το δόντι αυτό διατρέχεται από νεύρα που στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο. Όπως και να 'χει, είναι οι πιο όμορφες φάλαινες που είχε δει ποτέ του. Τα δόντια τους πρόβαλαν πού και πού στη λίμνη σαν κεράτινες βελόνες και έσκιζαν την επιφάνειά της για μερικά λεπτά, αρκετά ώστε να τρέξει έξω από το σπίτι και να τα δει. Ήταν από τις ομορφότερες στιγμές της μέρας του.

Η λίμνη είχε τη μαγική ιδιότητα να ρουφάει όλα τα χρώματα γύρω της, να τα καταπίνει λαίμαργα και να τα αποθηκεύει στην μεγάλη της κοιλιά. Όλο το τοπίο έμοιαζε με ασπρόμαυρη φωτογραφία, και μόνο η λίμνη ξεχώριζε, ακούνητη, παγωμένη, σαν να ήταν πλήρως χορτασμένη με τα χρώματα που είχε καταβροχθίσει. Γύρισε και κοίταξε το σπίτι του. Φαινόταν πιο παραδομένο στη μοίρα του από ποτέ. Το παράθυρο που είχε στην μπροστινή του πλευρά έμοιαζε με μισόκλειστο μάτι και η περίεργη κλίση της σκεπής έμοιαζε με σκωροφαγωμένο καπέλο που το παίρνει ο αέρας. Η αγάπη του γι αυτό το σπίτι, μετριόταν σε γαλαξίες. Δεν έχει σημασία πώς είναι το δικό σου πράγμα, γιατί είναι δικό σου.

Έβγαλε το χάρτινο στέμμα του και το ακούμπησε δίπλα του. Έπειτα σηκώθηκε και ξεκίνησε να προχωράει μέσα στη λίμνη. Το σώμα του άρχισε να αφομοιώνει τα χέρια του ενώ τα μαλλιά του άρχισαν να πέφτουν και να επιπλέουν γύρω του. Το νερό σκέπαζε όλο και περισσότερο το σώμα του, μέχρι που έφτασε μέχρι τους ώμους. Γύρισε τελευταία φορά και κοίταξε το σπίτι του. Το πιο όμορφο σπίτι στον κόσμο, σκέφτηκε. Η μύτη του είχε εξαφανιστεί και τη θέση της είχε πάρει ένα μεγάλο μακρύ δόντι. Ένα κεράτινο δόντι, όμοιο με αυτά που έβλεπε τακτικά να ξεπροβάλουν από τη λίμνη. Το πρόσωπό του συνέχιζε να αλλάζει, μέχρι που δεν έμοιαζε πια με το πρόσωπό του. Χωρίς να το σκεφτεί, βυθίστηκε στο νερό, αφήνοντας να φανεί η όμορφη ουρά του που είχε πάρει τη θέση των ποδιών του. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί από την επιφάνεια της λίμνης και τα νερά ήταν και πάλι γαλήνια όπως και πριν. Σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα.

Οι φάλαινες narwhal συνήθως δε γιορτάζουν ποτέ τα εξηκοστά τους γενέθλια. Όπως και να 'χει, είναι οι πιο όμορφες φάλαινες που είχε δει ποτέ του.