←γιου γκω δαταγουεη→

*όλα τα παρακάτω γεγονότα γίνονται ταυτόχρονα*

Οι σοβαροί σκύλοι κρεμάνε τα γυαλιά τους στο λαιμό τους και βγαίνουν απ'τις βιβλιοθήκες περπατώντας ήρεμα στο δρόμο γιατί αρκετά διάβασαν και ως εδώ, και μια κόκκινη τεράστια χλαπάτσα σκεπάζει την πόλη σαν να την αγκαλιάζει με τα μεγάλα ημιδιάφανα χέρια της και αφού τα καλύπτει όλα ξαπλώνει ανάσκελα χαμογελώντας με ευχαρίστηση προς τα πάνω ενώ στα αστεράκια (ω!) κρέμονται από τις κλωστές των ρούχων τους μικροί ασημένιοι χορευτές που κάνουν φιγούρες στον αέρα και στη θάλασσα χιλιάδες ψάρια βγαίνουν προς την επιφάνεια προσπαθώντας να κάνουν γκριμάτσες για πρώτη φορά στην ψαροζωή τους και πολλά κεφάλια χωρίς σώμα βγαίνουν απ'τα κουτιά τους και αράζουν πάνω σε βουνοκορφές χωρίς να κάνουν ερωτήσεις το ένα στο άλλο και απλά κοιτάνε το ηλιοβασίλεμα και τα φυτά προσπαθούν να χαμογελάσουν και μια μικρή φωτιά γράφει ένα μικρό τραγούδι επιτέλους και όσα πόδια θάβονται στην άμμο παύουν να κρυώνουν και τα κουνούπια γίνονται όλα φιλικοί συγκάτοικοι στο οικοσύστημα και οι λάμπες μπορούν να ανάβουν χωρίς να παράγουν απαραίτητα ιδέες, και μερικοί μπορεί να έχουν βαρεθεί τη ζωή τους γιατί τα μέσα τους είναι ένα χάλι αλλά επιμένουν να κυνηγάνε ασήμαντα προβλήματα που βλέπουν τριγύρω τους όπως κυνηγάνε τα φωτάκια απ'τα λέηζερ οι γάτες πάνω στα χαλιά λες και είναι ζωντανοί οργανισμοί και κάποιοι άλλοι τους κοιτούν αλλά προσπερνούν και κάποιοι άλλοι αποφάσισαν πως δεν θέλουν να ξαναφτιάξουν ποτέ τίποτα και ίσως αναρωτιούνται γιατί έχουν κόλλα στα χέρια τους και γιατί δεν μπορούν να βγάλουν άχνα και στα συντριβάνια επιπλέουν πλαστικά κουτάλια του γλυκού και ένα χρυσόψαρο ρεύεται και στον αέρα αιωρούνται μικρά ζάρια για περαστικούς αναποφάσιστους και τα πουλιά βγάζουν έξω τα κανονικά τους πόδια που είναι πιο μακριά απ'τα ανθρώπινα και αρχίζουν να τρέχουν στα πεζοδρόμια σα παιδάκια που σχολάνε την παρασκευή και ένας ανακάλυψε πώς να κρατάει τις μυρωδιές των αγαπημένων του παγιδευμένες σε δοχεία και τα καπέλα χωράνε σε όλα τα κεφάλια και οι πόρτες όταν κλείνουν βγάζουν ένα ήχο χαχανητού και τα βιβλία γίνονται όλα πολύχρωμα και μονοσέλιδα και κανένας δεν έχει να πει τίποτα δυσάρεστο και κανείς δεν αποθηκεύει τίποτα και κανείς δεν πετάει τίποτα και κανένα φορτίο δεν είναι βαρύ πια και όλοι μπορούν να ξεχάσουν αν το επιθυμούν και όλο αυτό το κείμενο περιέχει μόνο ένα κεφαλαίο γιατί στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για γράμμα αλλά για τρύπα που κάποια στιγμή θα κλείσει, δε μπορεί


Κλίκουοτ.

Ένας ναύτης ταξιδεύει πάνω σε ένα μικρό ξύλινο πλοίο που τρίζει. Η θάλασσα γύρω του είναι μια απαλή άσπρη κρέμα που κινείται αργά σαν να την ανακατεύει μια αόρατη πελώρια κουτάλα. Μέσα στο πλοίο υπάρχει ένα παλιό κασετόφωνο που παίζει συνέχεια μια χαλασμένη κασέτα.

Ο ναύτης δεν κάθεται ποτέ στο τιμόνι.

Ο ναύτης γυρίζει την κασέτα από την αρχή κάθε φορά που τελειώνει. 

Ο ναύτης δεν ακούει ποτέ την κασέτα.

Ο ναύτης δεν έχει παρέα.

Ο ναύτης ακούει φωνές. Το άπειρο του ψιθυρίζει συνέχεια στο αυτί.

Ο ναύτης παραμιλά.

"Θυμήστε μου, θυμήστε μου. 

Όλοι εσείς οι αγέλαστοι, θυμήστε μου. 

Γυρίστε με ανάποδα. 

Μιλήστε μου σαν να το εννοείτε.

Τραγουδήστε το. Ένα ονειρικό μουρμουρητό.

Σας παρακαλώ να εννοείτε τα λόγια σας.

Ασήμι, σε παρακαλώ, διαπέρασέ με.

Γυρίστε με από την αρχή.

Να εννοείτε τα λόγια σας."




Beriah Krigas

Ώρα για ένα τελευταίο παραμύθι.

Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν υπήρχε ένα κάστρο κάπου όπου δεν έχει σημασία, στο οποίο δεν έμενε κανείς. Σχεδόν κανείς δηλαδή. Η πύλη του κάστρου είχε σκεπαστεί ολόκληρη από τσουκνίδες που είχαν αγκαλιαστεί μεταξύ τους τόσο αφοσιωμένα, λες και ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκαναν πριν πεθάνουν. Και οι πέτρες στον τοίχο ήταν ιδιαίτερα ακούνητες. Θα μου πεις τώρα, έχεις δει καμιά πέτρα να κινείται; Και γω θα σου πω πως αν καμιά φορά ζουλήξεις τα μάτια σου με δύναμη, ή τα κλείσεις δυνατά και απότομα, θα δεις φοβερά και τρομερά πράγματα.

Στο κάστρο έκανε πάντα κρύο. Ό,τι εποχή και να ήταν, όταν το πλησίαζες, πάντα φαίνονταν οι ανάσες στον αέρα λες και το στόμα σου αναπολούσε κάποιο αγαπημένο τσιγάρο. Και ο αέρας μύριζε παγωμένη ανατριχίλα και δίψα. Η δίψα, για να καταλάβεις, έχει τη μυρωδιά κρύας φωτιάς.

Μια ωραία μέρα λοιπόν που δεν είχε ήλιο και παραλίγο να βρέξει, μια ξυπόλυτη κοπέλα είδε τις κορφές του κάστρου από μακριά και χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο, άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος του.

Μόλις έφτασε αρκετά κοντά και είδε αυτή την ανεπαίσθητη γκρι μεμβράνη πάχνης που τύλιγε το οικοδόμημα, η καρδιά της έσφιξε απότομα τη ζώνη του παντελονιού της και η κοπέλα ένιωσε σα να μη μπορεί να ανασάνει από το δέος. Προφανώς και έπρεπε να μπει μέσα, πάσει θυσία.

Οπότε άρχισε να παραμερίζει τις τσουκνίδες με τα χέρια της και ύστερα να σπρώχνει τις πέτρες προς τα μέσα μέχρι να δημιουργήσει ένα μικρό άνοιγμα. Τα κατάφερε μετά από αρκετή ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας εμείς προλάβαμε να κάνουμε άλλα πράγματα για να είμαστε απασχολημένοι.

Πάτησε μέσα στον κήπο του κάστρου. Τέσσερα ψηλά δέντρα έστεκαν όρθια ανάμεσα στα ψηλά τείχη και το χώμα είχε τόσες ρωγμές, που θα χωρούσαν μέσα να περπατήσουν εκατομμύρια σκαθάρια, το ένα πίσω απ'το άλλο. Αλλά ο κήπος ήταν εντελώς άδειος από ζωή. Ήταν πιο άδειος κι από τα δίχτυα ενός ψαρά που έχει πάρει σύνταξη και έχει πεθάνει κιόλας εδώ και δύο δεκαετίες.

Η κοπέλα άρχισε να πατάει προσεκτικά πάνω στο χώμα προσπαθώντας να καταλάβει πώς έφτασε ως εκεί και τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα τέλος πάντων. Έφτασε στην είσοδο του κάστρου και κοίταξε την ξύλινη πόρτα. Είχε πάνω σκαλιστές μορφές και στις λεπτομέρειες μπορούσες να δεις σκουριασμένα μέταλλα. Το ξύλο ήταν φαγωμένο και τα χόρτα του κήπου είχαν καταφέρει να εισχωρήσουν στο άνοιγμα κάτω από την πόρτα λες και ήταν ένα ζωντανό χαλί με την περιέργεια ενός εξερευνητή.

Άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει. Κοίταξε πίσω, τον κήπο και το άνοιγμα στο τείχος. Ξανακοίταξε την πόρτα. "Τι κακό μπορεί να μου συμβεί; Ποιό θα μπορούσε να είναι το χειρότερο σενάριο;"

Με τους αγκώνες της άρχισε να σπρώχνει δυνατά την πόρτα προσπαθώντας να κρατήσει κόντρα με τα πόδια της. Η πόρτα άρχισε να ανοίγει αργά και χωρίς να δείξει καμία απροθυμία. Μια πόρτα κυρία.

Η κοπέλα κοίταξε μέσα. Οι κολώνες μέσα στο κάστρο ήταν πολύ πιο ψηλές απ'ότι περίμενε και στο βάθος φαινόταν ένα φως που ερχόταν από ψηλά. Μπήκε γρήγορα μέσα και άρχισε να προχωράει προς το φως λες και ήταν μια πυγολαμπίδα με αυτοκτονικές τάσεις.

Μόλις έφτασε στο φως, κοντοστάθηκε να χαζέψει το θέαμα. Βρισκόταν σε μια εξαιρετικά μεγάλη ψηλοτάβανη αίθουσα, το ταβάνι της οποίας είχε ένα σκαλιστό άσπρο τζάμι απ'όπου ερχόταν και το φως. Τα κοψίματα του τζαμιού έκαναν το λειτούργημα ενός τρελού τροχονόμου και οδηγούσαν το φως σε παρανοϊκές κατευθύνσεις και έτσι το δωμάτιο έμοιαζε με ένα εικονικό ιστό αράχνης.

Η κοπέλα άρχισε να περπατάει μέσα στο τεράστιο δωμάτιο κοιτώντας προς τα πάνω με ανοιχτό στόμα. Και ξαφνικά κοίταξε κάτω. Στον ένα τοίχο του δωματίου, βρισκόταν ένας σκαλιστός θρόνος που η πλάτη του έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι.

Πάνω στο  θρόνο καθόταν ένας άνθρωπος.

Εκείνη τη στιγμή η καρδιά της κοπέλας έσφιξε τις παλάμες τις γύρω από τον ίδιο της το λαιμό και οι παλμοί πολλαπλασιάστηκαν με το χίλια. Η κοπέλα έτριξε τα δόντια της και μάζεψε τα δάχτυλα των ποδιών της προς τα μέσα.

Ο άνθρωπος που καθόταν στο θρόνο, στήριζε το κεφάλι του με το χέρι του και κοιτούσε ελαφριά προς τα κάτω. Φορούσε ένα μακρύ βρώμικο μανδύα και τα μούσια του είχαν χυθεί επάνω στο στέρνο του σαν τρίχινος ποταμός. Στα μάγουλά του ήταν βαθουλωμένα και τα μάτια του ήταν θολά και γκρι σαν σβηστό τζάκι. Πάνω στα λίγα του μαλλιά υπήρχε ένα παλιό στέμμα όχι από κείνα τα φανταχτερά, από τα άλλα, τα μίζερα, τα λίγα.

Φυσικά αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ακριβώς ζωντανός. Δεν ήταν ούτε και πεθαμένος. Το δέρμα του φαινόταν σαν σκονισμένος πίνακας και ανάμεσα στις πτυχές της ενδυμασίας του είχαν φωλιάσει μικρές αράχνες ενώ δίπλα απ'τον υπερυψωμένο θρόνο του μπορούσες να δεις τη ουρά ενός ποντικού.

Η κοπέλα πρέπει να έκανε να ανασάνει οχτώ λεπτά.

Ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα του:

"Ήρθες γρήγορα σαν μικρή εργατική μέλισσα και σίγουρα φέρεις το όνομά μου κάπου.

Είσαι ντυμμένη στα μαύρα και μπορώ να δω το μεγαλείο που κρύβει η φιγούρα σου."

Η κοπέλα τα έχασε εντελώς. Δεν κούνησε βήμα και απλά τέντωσε τα αυτιά της να ακούσει καθαρά. Ο άνθρωπος συνέχισε:

"Χόρεψε για μένα."

Η κοπέλα ένιωσε να χάνεται στο σκοτάδι. Έκανε να φύγει αλλά ο άνθρωπος μίλησε ξανά και πιο δυνατά:

"Χόρεψε για μένα!

Προσευχήθηκα μέρες και νύχτες και κοίτα τι μου έφερε ο θεός.

Κάνε με να ησυχάσω."

Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε. Ο άνθρωπος στον θρόνο που έμοιαζε με κάποιο παρηκμασμένο βασιλιά, της ζητούσε κάτι τόσο απλό και με τόση ειλικρίνεια λες και δεν συνέβαινε τίποτα το περίεργο σε εκείνο το κάστρο. Τι ειρωνεία!

Αλλά δεν έφυγε.

Σήκωσε το ένα της πόδι, και άρχισε να κινείται. Άρχισε να κινείται κυκλικά, κάνοντας χορευτικούς βήματισμούς που έβγαζε απ'το μυαλό της. Και ο ρυθμός άρχισε να γίνεται γρήγορος. Κινούταν τόσο γρήγορα που ένιωσε τις πατούσες της να παίρνουν φωτιά. Τα χέρια της ακολουθούσαν το στροβίλισμα. Ο βασιλιάς παρακολουθούσε σιωπηλός. Η κοπέλα δε μπορούσε να σταματήσει να στροβιλίζεται και κάθε της πάτημα αναστάτωνε τη σκόνη στο πάτωμα.

Γυρνούσε και χόρευε χωρίς ποτέ να σταματάει και να παραπατάει και ο βασιλιάς κοιτούσε και εκείνη συνέχιζε το χορό και ο βασιλιάς δε χόρταινε μέχρι που η κοπέλα έβγαλε μια σπίθα στον ώμο της και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε αρπάξει φωτιά. Δε σταμάτησε να χορεύει όμως λεπτό και ο βασιλιάς δεν κουνήθηκε απ'το θρόνο του και η κοπέλα καιγόταν χορεύοντας και γύριζε μέσα στην αίθουσα σαν ένα χαριτωμένο σκιάχτρο ενώ το δέρμα της καιγόταν σα χαρτί και το δωμάτιο έλαμπε από τις φλόγες και ο βασιλιάς δεν έβγαζε άχνα και η κοπέλα συνέχιζε να χορεύει μοιάζοντας με μικρή χαρούμενη λαμπάδα που φώτιζε το πρόσωπο του βασιλιά και τους σκονισμένους τοίχους και κανείς δεν μιλούσε και δεν αγχωνόταν με αυτό το περίεργο φαινόμενο




και οι πέτρες που είχε ρίξει στο τείχος σηκώθηκαν απ'το έδαφος στο οποίο ήταν πεσμένες και περπάτησαν προς το άνοιγμα απ'το οποίο έπεσαν και μόλις στερεώθηκαν σωστά, οι ξεσκισμένες τσουκνίδες ξανατυλίχτηκαν μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα υπερπυκνωμένο φυτικό πλεχτό και μεις δεν ξέρουμε τι έγινε στη συνέχεια και στ'αλήθεια δεν έχω ιδέα ποιός έζησε καλά και ποιός καλύτερα.



Starsailor

Έκριναν όλοι πως εγώ ήμουν ο κατάλληλος για το ταξίδι. Δεν θα είχα μαζί μου ούτε καν μια δοκιμαστική μαϊμού. Ούτε ένα γκόλντεν ριτρήβερ! 

Η λέξη ριτρήβερ μου αρέσει πολύ γιατί με κάνει να νιώθω πως είμαι σε έναν αγρό από καλαμπόκια και ο ήλιος με κοιτάζει στα μάτια και γω έχω ένα μπούμερανγκ και το πετάω και αυτό για κάποιο λόγο κάνει μια αργή και απαλή πορεία κατά τη διάρκεια της οποίας εγώ προλαβαίνω να κλείσω τα μάτια μου και να χαμογελάσω και όταν τα έχω ανοίξει το μπούμερανγκ είναι αρκετά κοντά και δεν έχω παρά να απλώσω το χέρι μου και να το πιάσω. Όλα γίνονται σε σλόου μόσιον και δεν υπάρχει κανένας πολύτως κίνδυνος ατυχήματος. Και τα καλαμπόκια χορεύουν μεθοδικά τριγύρω μας και τα μαλλιά μου γυαλίζουν και ίσως στον αέρα να περιφέρονται μικρές μέλισσες και κουνούπια. Τι ωραία που είναι η λέξη ριτρήβερ.

Είχα δύο μέρες προετοιμασίας για το ταξίδι. Δεν έκανα τίποτα άλλο πέρα απ'το να κοιμάμαι στον καναπέ με ανοιχτή την τηλεόραση. Ήμουν ένα αίσχος ανθρώπου. Με λαδωμένα μαλλιά και μαύρες πατούσες, κρεμόμουν απ΄τον καναπέ σαν σταφύλλι από πέργκολα. Ακόμα και κάτι τηλεφωνήματα, τα απέρριψα λέγοντας πως "θα τα πούμε όταν επιστρέψω". Μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν να σε αποχαιρετίσουν μόνο και μόνο για να σιγουρευτούν πως φεύγεις.

Πριν φύγω καθάρισα λίγο και πέταξα όλα τα κουτιά πίτσας (μερικά είχαν κλείσει μήνα εκεί μέσα) και τακτοποίησα και τα ρούχα προσπαθώντας να θυμηθώ αν μου είπαν να πάρω τίποτα μαζί μου. Βέβαια κοτζάμ αστρόπλοιο, δεν θα είχαν μια αλλαξιά σώβρακα; Και ούτως ή άλλως είμαι μαθημένος να φοράω το ίδιο σώβρακο για τρεις και τέσσερις μέρες, θα μπορούσα να μεταφέρω τις συνήθειές μου στο διάστημα, αν μη τι άλλο.

Η αλήθεια είναι πως δεν σκόπευα να αλλάξω τις συνήθειές μου.

Ούτε οδοντόβουρτσα δεν πήρα. 

Είχα βαρεθεί λίγο τα προληπτικά τεστ αλλά είναι για το καλό μου. Βέβαια αν είχα ένα γκόλντεν ριτρήβερ μαζί μου, θα με φρόντιζε αν πάθαινα κάτι. Θα έσκουζε σαν αυτά τα ωραία παχιά σκυλιά των Εσκιμώων που κλείνουν και τα μάτια όταν βγάζουν φωνές. Βάζω στοίχημα πως ο δικός μου σκύλος θα ακουγόταν σε όλο το γαλαξία επειδή η στεναχώρια του θα ξεπερνούσε το πρόβλημα που έχει ο ήχος με την απουσία οξυγόνου.

Η αρματωσιά μου ήταν τρομερά φαφλατάδικη αλλά σκέφτομαι πως όλα αυτά χρειάζονται για να υπάρχουν. Με κάθισαν μέσα και με έδεσαν καλά και τότε ένιωσα τη μοναξιά μου γιατί το σκάφος μου είχε μόνο μια θέση. Από τον πύργο ελέγχου ακούστηκε ένα παράσιτο και έπειτα ο ήχος καθάρισε υπέροχα και σε λίγο ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση και γω το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ είναι αν υπάρχουν δαχτυλιές στα τζάμια του σκάφους μου για να μην νιώθω τόσο μόνος.

Και δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ένιωσα τη μούρη μου να τραβιέται προς τα κάτω με δύναμη χιλίων τζι αλλά τα κόκκαλά μου να τρέχουν προς τα πάνω με την επιμονή μιας ψυχής ετοιμοθάνατου ανθρώπου και ήθελα να φωνάξω πως διαλύομαι αλλά δεν πρόλαβα καλά καλά να σκεφτώ τη λέξη διαλύομαι και ήμουν πολλά μέτρα μακριά απ΄το έδαφος.

Θυμάσαι καθόλου την απογείωση ενός αεροπλάνου; Αυτή την ωραία επιτάχυνση που κάνει λίγο πριν φωνάξει ο πιλότος "κοίτα, κοίτα, χωρίς ρόδες!" και νιώθεις μια γλυκιά πλακωμάρα στο στήθος που σε κάνει να σκέφτεσαι πως έτσι πρέπει να νιώθει ένα μωρό όταν γεννιέται; 

Ε αυτό δεν είναι τίποτα φίλε. Τίποτα. 

Η δική μου απογείωση είναι σαν να προσπαθείς να μαζέψεις τα μια παρέα δεκάχρονων όταν οι μαμάδες τους τα αμολάνε μέσα σε ένα κατάστημα πολεμικών παιχνιδιών. Σαν να προσπαθείς να πιάσεις ταυτόχρονα 100 μπαλόνια με ίλιον που ξέφυγαν απ'τα απρόσεχτα χέρια ενός μπαλονά. Δε γίνεται.

Κάποια στιγμή το σήμα χάθηκε και οι οδηγίες σταμάτησαν και κει το αίμα μου έγινε πηκτό μαύρο απ΄το φόβο αλλά μέσα σε λίγα λεπτά οι φωνές επανήλθαν και κατάλαβα πως όλα ήταν οκ, ακόμα και χωρίς γκόλντεν ριτρήβερ, και μπορούσα να ξελυθώ και να σουλατσάρω.

Χαχα. Απουσία βαρύτητας χαχα. Πεινάω. 

Αυτές ήταν οι ντροπιαστικές σκέψεις που έκανα μόλις ελευθερώθηκα απ'τη θέση μου. Πως δεν ζυγίζω τίποτα και πως πεινάω. Πόσο με απογοητεύω καμιά φορά. Είναι σαν να λέει κάποιος "τι είναι ο άνθρωπος" και κάποιος κακοπροαίρετος κυνικός μπάσταρδος να πετάγεται "70% νερό και 30% σάρκα και άλλες μαλακίες".

Πραγματικά θα μπορούσαν λίγο να συμμαζέψουν εκεί μέσα πάντως, τόσα καλώδια και σωλήνες και κουμπιά παρατημένα από δω κι από κει, πού πήγε η μινιμαλιστική οπτική των σχεδιαστών;

Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις άρχισα να αιωρούμαι μέσα στο σκάφος, ήταν μια κωλοτούμπα. Νομίζω όλοι κάνουν μια κωλοτούμπα σε αυτό το στάδιο. Και έπειτα άρχισα να ξεντύνομαι και πήγα να κατουρήσω. 

Το κατούρημα ήταν μια φανταστική εμπειρία. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ πόσο κατουράω. Μπορούσα να φωνάξω ΔΕΙΤΕ, ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΝ ΝΑ ΠΛΥΝΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ αλλά δεν το ρίσκαρα σε περίπτωση που υπήρχε μια κάμερα ανοιχτή και γινόμουν ρεζίλι παγκοσμίως. Επίσης αν υπήρχε κάμερα τότε κάποιοι άνθρωποι μόλις είδαν το πουλί μου.

Κάποια στιγμή μου είπαν πως θα τα πούμε πάλι την τάδε ώρα και έκλεισε η σύνδεση και ήμουν μόνος μέσα σε ένα άσπρο σκάφος χωρίς βαρύτητα και χωρίς σκύλο. Γιατί δεν πήρα ποτέ σκύλο άραγε;;

Πήγα κοντά σε ένα παράθυρο και έκατσα αφού δέθηκα και κοίταξα έξω. Κοίταξα έξω πολλή ώρα.

Στα μαθηματικά όταν λες πολλή ώρα πρέπει να δώσεις και ένα νούμερο. Εγώ δεν έχω νούμερα οπότε ας πούμε πως έκατσα μέχρι να ξανανιώσω πως κατουριέμαι.

Επανήλθε και η σύνδεση και κάναμε κάτι μετρήσεις και για να μη σας κουράζω έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη μέρα για να έχω ικανοποιητικά ποσοστά οπότε είχα ώρα να ξεκουραστώ. Επέστρεψα στο τζάμι μου και συνέχισα να βλέπω έξω.

Είναι τρομακτικό να βλέπεις μια μικρή γη και να την συγκρίνεις με την παλάμη σου. Όλοι οι άνθρωποι που έχουν ζήσει, που έχουν πεθάνει, που έχουν κάνει επαναστάσεις και πολέμους και εξερευνήσεις και όλοι οι άνθρωποι που σε έχουν πονέσει και σε έχουν κάνει να γελάσεις και να απορήσεις, όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν ή βρίσκονται πάνω σε αυτή τη μικρή μπάλα.

Η οποία δίπλα της έχει άλλες μπάλες. Και πιο δίπλα άλλες.

Δεν είχα ιδέα τι ώρα ήταν, πραγματικά, άλλα ένιωσα μια νύστα τεράστια (όχι όπως η γη) και έπεσα για ύπνο. 

Πρέπει να κοιμήθηκα για μια ώρα. Επέστρεψα στο παράθυρο και ακούμπησα πάνω στο κρύο τζάμι το μέτωπό μου νιώθοντας μια ανακούφιση λες και ήμουν ένα διψασμένο ζώο που μόλις βρήκε μια ρωγμή ποταμού.

Πόσα δεν έχω πει και πρέπει να επιστρέψω για να τα πω. Αδικία.

Στην πραγματικότητα ήθελα να μιλήσω σε κάποιον γιατί ήταν λες και με όλα τα χάπια που με μπούκωσαν, με γέμισαν και σκέψεις.

Έκανα ένα ζεστό χααα στο τζάμι και ύστερα έγραψα με το δείκτη μου We landed on the moon και σκέφτηκα τι να κάνει εκείνος ο κακομοίρης που δεν του πέτυχαν τα έητμπωλλς και κοίτα ρε κάτι προβλήματα που έχουν οι άνθρωποι ε.

Οι μέρες περνούσαν δίπλα σε εκείνο το παράθυρο. Κάτω από το τζάμι είχε μια φαρδιά επιφάνεια άσπρου πλαστικού, κάπως κατηφορική, ιδανική για να στηρίζω τον αγκώνα μου και ύστερα το κεφάλι μου και να κοιτάω έξω.

Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Μόνο αυτό το παράθυρο και τις ώρες που κοιτούσα απ'έξω. Μερικές φορές σκεφτόμουν πως ο άνθρωπος, όταν δεν σκέφτεται τίποτα, τότε είναι που τον παίρνει ο ύπνος. Αυτή η μαγική στιγμή που ξεχνάς να σκεφτείς είναι η στιγμή που αποκοιμιέσαι. Τώρα έμαθα πως όταν δεν σκέφτεσαι τίποτα, μπορεί και να βρίσκεσαι στο φεγγάρι.

Η ζωή μου στο διάστημα ήταν όπως ακριβώς και η ζωή μου στη γη: μοναχική και βαρετή. Και κάπως πιο λιτοδίαιτη.

Γυρνώντας (έκατσα δύο μήνες και είκοσι μέρες εκεί πάνω), ήμουν εμφανώς πιο ελαφρύς και πιο καταβεβλημένος. Η αμοιβή μου ήταν καλή αλλά δεν με ένοιαζε γιατί είχα ένα καταπληκτικό καναπέ και μια καταπληκτική κατάθλιψη. Και φυσικά μια αντι-όρεξη για τα πάντα.

Και, όπως το περίμενα, μόλις πάτησα το πόδι μου σπίτι, με τάραξαν στα τηλέφωνα. Μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν να σε καλωσορίσουν για να σιγουρευτούν πως όντως γύρισες.

Από τότε καμιά φορά κουκουλώνομαι κάτω απ'τα βαριά μαξιλάρια και τα σκεπάσματά μου και εύχομαι να μπορούσα να διακτινιστώ σε εκείνο το παράθυρο για να μπορώ να μην κοιμάμαι και ταυτόχρονα να μη σκέφτομαι τίποτα. 

Τα πήγαινα πολύ καλά, μέχρι που κάποια στιγμή με τέσταραν. Αυτό το ταξίδι ήταν όλο μια δοκιμασία.

Και είχα μάθει να αποκολλούμαι από τα πάντα αλλά τώρα είναι κομμάτι δύσκολο και αυτό φάνηκε γιατί πάτωσα.







Τι; Περιμένατε καμιά περιέτεια με εξωγήινους και αδρεναλίνη; Με μηχανικές βλάβες και απρόοπτα;; Κακώς.

Αυτή είναι η ιστορία του να μαθαίνεις πως άλλαξες ενώ δεν είχες ιδέα. Δεν είχες ιδέα!