tag:blogger.com,1999:blog-16404408651245630032024-03-05T04:05:22.389-08:00SίdhεΜια μερα θα σε καταβροχθισω.Unknownnoreply@blogger.comBlogger91125tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-6048240035823235722020-08-17T10:40:00.001-07:002020-08-21T06:50:57.486-07:00Πι<p><span style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px;">Αγαπημένη μου,</span></p><p class="p3" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px;"><span class="s2"><br /></span></p><p class="p3" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px;"><span class="s2">Σου γράφω πρώτη φορά και όχι επειδή σε πενθώ. Τα συναισθήματά μου είναι μπερδεμένα, σαν να ήπια τρεις τρικυμίες μαζί. Δεν έχω μέσα μου ίχνος ασχήμιας αλλά φοβάμαι το μέλλον. Συγχώρεσέ με αλλά δεν μπορώ να βγάλω αυτό συναίσθημα από μέσα μου. Σε ονειρευόμουν χρόνια ατελείωτα -μου φάνηκαν- και όταν βρεθήκαμε τελικά, ήμουν μουδιασμένη από την ευτυχία. Δε θα καταλάβεις ποτέ τη λέξη ευτυχία γιατί είναι πολύ αφηρημένη έννοια για το μυρωδάτο σου μυαλό, αλλά δεν πειράζει γιατί τη νιώθεις και αυτό είναι πιο σημαντικό.</span></p><p class="p2" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px; min-height: 20.3px;"><span class="s2"></span><br /></p><p class="p3" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px;"><span class="s2">Είχα πολλούς μαρκαδόρους αλλά μόνο το δικό σου χρώμα δεν είχα σκεφτεί ποτέ να χρησιμοποιήσω. Αν μπορούσα θα τα έβαφα όλα με ασπρόμαυρες κηλίδες, τι όμορφες που είναι οι ασπρόμαυρες κηλίδες, ορίστε το πιο όμορφο χρώμα του κόσμου.</span></p><p class="p2" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px; min-height: 20.3px;"><span class="s2"></span><br /></p><p class="p3" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px;"><span class="s2">Σίγουρα είσαι μαγική. Έχεις την ικανότητα να γδύνεις την πραγματικότητα από όλα τα ανούσια προβλήματα, και να την αφήνεις πεντακάθαρη και ουσιώδη, όπως ένα συμπαντικό σαπούνι. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι σκεφτόμουν πριν να εμφανιστείς, μάλλον τίποτα το σημαντικό.</span></p><p class="p2" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px; min-height: 20.3px;"><span class="s2"></span><br /></p><p class="p3" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px;"><span class="s2">Θα κάνουμε πολλά ταξίδια. Θα σε πάω σε βουνά και θάλασσες, στα αστέρια και το φεγγάρι αν μπορέσω. Θα σου τα μάθω όλα από την αρχή. Και στο ενδιάμεσο θα καταβρέχω τη γούνα σου με τόνους αγάπης και φροντίδας καθώς πάντα φαίνεται να ξεμένεις κι εγώ πάντα έχω αστείρευτο περίσσευμα. Σου υπόσχομαι πως καλύτερη ζωή δεν θα μπορούσες να έχεις.</span></p><p class="p2" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px; min-height: 20.3px;"><span class="s2"></span><br /></p><p class="p3" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px;"><span class="s2">Κι αν κάποτε χωριστούμε, να ξέρεις πως πιθανότερο είναι το να πιάσουν φωτιά οι ωκεανοί και τα βουνά να εξατμιστούν, παρά το να μην ξανασμίξουμε.</span></p><p class="p2" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px; min-height: 20.3px;"><span class="s2"></span><br /></p><p class="p3" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px;"><span class="s2">Έχεις μπει στην ψυχή μου και από κει μέσα δεν δραπέτευσε ποτέ τίποτα.</span></p><p class="p2" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px; min-height: 20.3px;"><span class="s2"></span><br /></p><p class="p3" style="-webkit-text-size-adjust: auto; font-size: 17px; font-stretch: normal; line-height: normal; margin: 0px;"><span class="s2">Μ.</span></p>The Northern Lightshttp://www.blogger.com/profile/00812616053521368744noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-54528063209591726252016-08-01T09:36:00.002-07:002016-08-01T09:36:40.011-07:00Λότε<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Δεν αντέχω άλλο. Δε μπορώ να φάω. Δε μπορώ να κοιμηθώ. Δε μπορώ να
σκεφτώ. Παρατηρώ τα νύχια μου, τα δάχτυλά μου, τα μαλλιά που αραιώνουν
και αυτοκτονούν στους ώμους και την πλάτη μου. Νιώθω εντελώς περιττή και ταυτόχρονα τόσο πολλή μέσα μου. Ελπίζω πως μια μέρα
κάποιος θα με δει έτσι που δε χωράω στο σώμα μου και θα με κόψει με ένα
ψαλίδι στα δύο, και τότε θα χυθώ ανάμεσα στα σπίτια και τις πολυκατοικίες και τα
μαγαζιά σαν γιγάντια μαρμελάδα. Μόνο να υποθέτω μπορώ. Θα υποθέτω για
χρόνια και ύστερα θα πεθάνω. Υποθέτω πόσες μέρες μου απομένουν, πόσες μέρες θα είναι όλα τα ίδια. Οραματίζομαι πως μια μέρα η πόλη θα τρέμει
ολόκληρη, και ξαφνικά θα σπάσει η άσφαλτος σε κομμάτια και θα ξεπηδήσουν
γαλάζιες φάλαινες, κάνοντας βουτιές στο δρόμο. Και τα πεζοδρόμια θα
γουργουρίζουν ευχαριστημένα. Και κανείς δεν θα ξυπνάει επειδή ο άλλος
δίπλα θα κλαίει, και κανείς δεν θα εύχεται ένας από τους δυο
να μπορούσε να πεθάνει εκεί επιτόπου, μήπως σταματήσει πια η ακοή ή το
κλάμα, ή και τα δύο. Κάθομαι στο τρένο και αναρωτιέμαι πόσες φορές
έχουν υποκύψει όλοι όσοι βρίσκονται στο
βαγόνι. Πόσες φορές υπέκυψαν σήμερα ή χτες; Γνωρίζουν άραγε πόσες φορές
θα υποκύψουν αύριο; Γνωρίζει άραγε καμία από αυτές τις καταθλιπτικές
φυσιογνωμίες πως εγώ τους έσωσα από σένα; Εγώ υπέκυπτα σε σένα κάθε μέρα. Πόσο χρήσιμη ήμουν όταν τους έσωσα από σένα μέσα σε
μια στιγμή, ενώ για σένα ήμουν άχρηστη κάθε μέρα, για χρόνια. <br />
<br />
Κουνάω
τους ώμους μου τώρα αλλά τότε δεν ήθελα
τίποτα πιο πολύ από το να προσέξεις τα μικρά κενά που άφηνα να
συμπληρώσεις εσύ. 'Ημουν σαν όλους τους άλλους. Πείτε μας τη γνώμη σας.
Ευχαριστούμε. Και μετά σέρβιρα τις γνώμες σε ένα μεγάλο γυαλιστερό δίσκο
και συ τις χρησιμοποιούσες σαν οδοντογλυφίδες για να καθαρίσεις τα δόντια σου. Πόσες φορές
σε κάλυψα όταν γυρνώντας από το κυνήγι, έφερνες στο σπίτι γυναίκες και
παιδιά. Και γω σε δικαιολογούσα γιατί ήξερα την ακατανίκητη πείνα σου
και έκανα πως δεν άκουγα τα ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα. Δεν ήσουν τέρας,
ήσουν απλά υποσιτισμένη, σκεφτόμουν. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που ήσουν πολύ
κουρασμένη για να κυνηγήσεις και γω σου προσέφερα τον εαυτό μου ως γεύμα
και συ για μια στιγμή έδειξες σκεπτική. Είμαι σίγουρη πως αν
συμφωνούσες, δεν θα το έβαζα στα πόδια. Τόση ήταν η πείνα σου - και η
αγωνία μου να είσαι χορτάτη. Και ο ήλιος που έφαγες εκείνη τη μέρα και
σκοτείνιασαν τα πάντα και οι άνθρωποι έπεφταν από τα κτίρια
απεγνωσμένοι. Ήθελα να βγω να τους φωνάξω πως θα τον ξεράσεις πίσω σε
λίγο αλλά κανείς δε θα ήταν αρκετά ψύχραιμος για να με ακούσει. Και
μείναμε οι δυο μας στο σκοτάδι χωρίς να μιλάμε, και πού και πού, όταν η κοιλιά σου φεγγοβολούσε, έβλεπα το σχήμα του προσώπου σου και τις άκρες των χειλιών σου να υψώνονται. Πόσα μπορείς να μάθεις
για κάποιον από τον τρόπο που θα φερθεί όταν κερδίσει σε κάτι.<br />
<br />
Όλοι υπέθεταν πως σε ήξεραν τη στιγμή που τους απάλλαξα από σένα. Κάθε
βράδυ που πέφτω στο κρεβάτι γεμίζω θυμό γιατί μόνο εγώ είχα την τύχη και
την ατυχία να σε γνωρίσω. Τη μέρα που ζωγραφίσαμε την υποθετική σου
οικογένεια και την κρεμάσαμε στον τοίχο του διαδρόμου, αναρωτιόμουν
γιατί ποτέ δεν παραπονέθηκες που εγώ έλειπα από το κάδρο. Αν με κοίταζες
στα μάτια ποτέ, θα μπορούσες να μετρήσεις τους τρόπους με τους οποίους
σε φρόντιζα κάθε μέρα, κάθε νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι. Κι όταν άκουσες
στο ραδιόφωνο μια ιταλική ερωτική αφιέρωση, κορδώθηκες λες και ήταν για
σένα, ολόδική σου, και κουλουριάστηκες ευχαριστημένη μπροστά στο τζάκι
κροταλίζοντας την ουρά σου, μουρμουρίζοντας συνέχεια mi manchi, mi
manchi, κι εγώ έκλαιγα σιωπηλά στην κουζίνα και ήθελα να ξεριζώσω τα
πλακάκια του νεροχύτη ένα-ένα από τη λύπη μου. Κανένας δεν θα μπορούσε
να σε θέλει περισσότερο από μένα. <br />
<br />
Εκείνη τη μέρα που βγήκαμε στο μπαλκόνι για να σε δει ο κόσμος, σου μετέφραζα
δυνατά τις λέξεις αγάπης που ήθελες να ακούσεις, για να κρύψω τις φωνές
μερικών για το πόσο αποκρουστική έμοιαζες. Δεν τα κατάφερα. Πέρασες όλο
το απόγευμα σέρνοντας τα νύχια σου στον τοίχο, ουρλιάζοντας και
κλαίγοντας. Σκεφτόμουν πως θα πεθάνεις από τη στεναχώρια ενώ δε θα
έπρεπε να σε
νοιάζει. Δεν είχες καταλάβει πόσο κόπο έκανα για να μην νιώσεις την απόρριψη. Γιατί θρηνούσες έτσι; Είχε
έρθει το βράδυ και εσύ ακόμη έκλαιγες με αναφιλητά και
προσπαθούσα να σε παρηγορήσω έντρομη γιατί τα νύχια σου γυάλιζαν όπως
γυαλίζει εκείνο το μεγάλο μαχαίρι στο συρτάρι της κουζίνας. Όλα είναι
πιο τρομαχτικά τη νύχτα, αλλά τίποτα δεν μπορεί στ'αλήθεια να σε
πειράξει, σκεφτόμουν. Και πολύ σύντομα σε είδα γι αυτό που είσαι, και
τότε ανακουφίστηκα και επικεντρώθηκα στο να σε κάνω καλύτερα. Ήθελα να
πάρω τον
πόνο σου και να τον πετάξω στο καζανάκι του μπάνιου. Με τον τρόπο σου
μου έλεγες να πάρω αυτό το συναίσθημα και να το θάψω κάπου. Κανείς δεν
θα καταλάβει όσο κι αν προσπαθήσω να το εξηγήσω. Θα μπορούσα να το
ονομάσω αγάπη, ενσυναίσθηση, οίκτο, μπας και κάποια έννοια από αυτές
φανεί λιγότερο τρομακτική από την αλήθεια σε κάποιον. Δεν ξέρω από πού
να
ξεκινήσω και αν ξεκινήσω, δεν ξέρω αν θα σταματήσω.<br />
<br />
Υπήρχαν μέρες που ήσουν χαρούμενη και γω σε άκουγα να παίζεις στο σαλόνι
και να σκαρφαλώνεις στους τοίχους. Αν ερχόμουν να δω τι σκαρώνεις,
προσπαθούσες να μου ξεφύγεις και κρεμόσουν από το ταβάνι, νομίζοντας πως
δε σε φτάνω. Δεν ήθελα να σε φτάσω ποτέ. Μου αρκούσε που έβλεπα την ουρά
σου να κυματίζει σαν φολιδωτή σημαία. Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν να κάνεις για να
συνεχίσω για λίγο ακόμα. Κι ύστερα λίγο ακόμα. Κι αν καμιά φορά τα
βράδια σε άκουγα να γρυλίζεις από το διπλανό δωμάτιο, προσπαθούσα να
θυμηθώ τις στιγμές που ήσουν χαρούμενη στο σαλόνι, για να μη φοβάμαι. Κανένας δεν μπορεί να
προκαλέσει κακό αν είναι χαρούμενος, έλεγα στον εαυτό μου. Ήθελες να φοβάμαι άραγε; Αντλούσες ευχαρίστηση από το φόβο μου ή θεωρούσες πως ήταν άλλη μια ανεξήγητη παρενέργεια της παρέας σου μαζί μου; Θυμάμαι
τις ώρες που περνούσα ακολουθώντας με τα μάτια τις ρωγμές στον τοίχο
και
αναρωτιόμουν αν ποτέ οι άνθρωποι παρατηρούν τις ρωγμές ο ένας στο σώμα ή
το βλέμμα του άλλου. Και αν τις παρατηρούν, γιατί δεν το λένε ποτέ; Ή
μήπως θέλουν να το πουν αλλά δυστυχώς πάντα το ξεχνάνε; Εσύ άραγε το ξεχνούσες ή ποτέ δε με είδες; Ηλίθιες λεπτομέρειες που τις έχω φάει με το
κουτάλι και το στομάχι μου δε λέει να τις χωνέψει. Τις λέξεις που δεν λες
τη στιγμή που πρέπει, τις κρατάς μέσα σου και μετά σαπίζουν σα χαλασμένα
φρούτα. <br />
<br />
Δεν κάνω παρέα με κανέναν πλέον. Είμαι το φάντασμα του σπιτιού, κανείς στη γειτονιά δε μιλάει για μένα, κανείς δε με θυμάται. Είναι καλύτερα έτσι. Είναι ο τρόπος μου να υπάρχω χωρίς εσένα. Καμιά φορά πριν ξαπλώσω, πηγαίνω στο σαλόνι, ανάβω το φως και κοιτάζω το ταβάνι. Είναι το μόνο που μου έχει μείνει από σένα. Δεν τολμώ να το φτιάξω. Έχει όλες τις εκατοντάδες γρατζουνιές από τα νύχια και την ουρά σου, όλους τους μικρούς φόβους μου που κρέμονται ακόμα από το σοβά, παγωμένοι στο χρόνο. Μπορώ να διαβάσω το ταβάνι σα χάρτη της περίεργης συγκατοίκησής μας. Κι αν ποτέ με ρωτούσε κανείς πού οδηγεί, θα του έλεγα στο mi manchi.<br />
<br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-26555674618121813672015-12-19T16:57:00.003-08:002015-12-19T16:57:46.261-08:00Edde<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Η τελευταία μέρα που θα έβγαινε έξω ήταν μια μέρα με συννεφιά. Έμοιαζε με εκείνες τις μέρες που δεν έβγαινε ποτέ έξω, αλλά κάτι είχε αυτή η μέρα και δεν μπορούσε να αντισταθεί. <br /><br />
Το σπίτι του ήταν ένα χαμόσπιτο που έμοιαζε σα να είχε φάει ξύλο. Δεν υπήρχε κανένα άλλο σπίτι τριγύρω για να το συγκρίνεις. Ήταν το μοναδικό σπίτι σε εκείνον τον τόπο. Ένα μικρό, στραβοχτισμένο, βρώμικο σπίτι, που σαν κάποιος να πασπάλισε λίγα κεραμίδια στην κορφή του. Θα μύριζε σα ντουλάπα που είχε μείνει κλειστή για χρόνια. Το μοναδικό του παράθυρο βρισκόταν στην πρόσοψή του και τα σαπισμένα του πατζούρια είχαν πέσει προς τα κάτω, κάνοντάς το να μοιάζει με γέρικο σκύλο που δε μπορεί να πάρει τα πόδια του. Ο κήπος του ήταν κι αυτός ένα άσχημο μέρος. Η γη είχε ξεράσει παντού λάσπη και τα πάντα φαίνονταν σαν να πνίγονται στο χώμα σε αργή κίνηση. Κάποτε ίσως να είχαν φυτρώσει όμορφα φυτά στην αυλή του, αλλά μετακόμισαν σε καλύτερο τόπο και τη θέση τους πήραν χιλιάδες αγριόχορτα που είχαν πάθει κατάθλιψη.<br />
<br />
Μόλις όμως έβγαινες από το σπίτι, μόλις άνοιγες την πόρτα και αγνοούσες τη λασπουργιά και τα χόρτα, έβλεπες μπροστά σου την πιο όμορφη λίμνη του κόσμου. Η πιο γαλήνια και μαγευτική λίμνη που έχει δει ποτέ άνθρωπος. Έμοιαζε με ασημένια πιατέλα για τα φρούτα των θεών. Έμοιαζε με ένα καθρέφτη που αποφάσισε να κοιτάζει μόνο τον ουρανό γιατί όλοι οι άλλοι είχαν απογοητευτικό είδωλο. Ίσως γι'αυτό το σπίτι να κάθισε εκεί δίπλα της. <br /><br />
Εκείνη τη μέρα λοιπόν, αποφάσισε να βγει έξω. Έβαλε την χοντρή άσπρη ολόσωμη φόρμα και το χάρτινο στέμμα του, έδεσε τα παπούτσια του και άνοιξε την πόρτα. Η λίμνη ήταν εκεί, όπως πάντα, ήσυχη κι εκθαμβωτική. Διέσχισε τον κήπο, γεμίζοντας λάσπες τη φόρμα του, και κατευθύνθηκε προς την όχθη. Κάποια πράγματα είναι τόσο όμορφα, που δεν σου αφήνουν περιθώρια για σκέψη. Σου κόβουν την ανάσα και σου στερούν το δικαίωμα για ονειροπόληση. Το είχε ξαναπάθει αυτό, τη μέρα που άκουσε για πρώτη φορά βιολοντσέλο. <br /><br />
Η όχθη ήταν γεμάτη μικρές άσπρες και γκρι πέτρες και το νερό τις έκανε να λαμπιρίζουν περίεργα, σα γυάλινα γοβάκια για τα χιλιάδες πόδια της λίμνης. Κάθισε εκεί που άρχιζε το νερό και έβγαλε τα παπούτσια του. <br /><br />
Οι φάλαινες narwhal συνήθως δε γιορτάζουν ποτέ τα εξηκοστά τους γενέθλια. Η μακριά μύτη τους είναι στην πραγματικότητα ένα δόντι, ένα άβολο δόντι που δε χρησιμεύει σε πολλά. Δεν το χρησιμοποιούν για να αμύνονται, καθώς τα περισσότερα θηλυκά δεν το έχουν. Κάποιοι ερευνητές λένε πως τους χρησιμεύει για να σπάνε τον πάγο. Άλλοι λένε πως το δόντι αυτό διατρέχεται από νεύρα που στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο. Όπως και να 'χει, είναι οι πιο όμορφες φάλαινες που είχε δει ποτέ του. Τα δόντια τους πρόβαλαν πού και πού στη λίμνη σαν κεράτινες βελόνες και έσκιζαν την επιφάνειά της για μερικά λεπτά, αρκετά ώστε να τρέξει έξω από το σπίτι και να τα δει. Ήταν από τις ομορφότερες στιγμές της μέρας του.<br /><br />
Η λίμνη είχε τη μαγική ιδιότητα να ρουφάει όλα τα χρώματα γύρω της, να τα καταπίνει λαίμαργα και να τα αποθηκεύει στην μεγάλη της κοιλιά. Όλο το τοπίο έμοιαζε με ασπρόμαυρη φωτογραφία, και μόνο η λίμνη ξεχώριζε, ακούνητη, παγωμένη, σαν να ήταν πλήρως χορτασμένη με τα χρώματα που είχε καταβροχθίσει. Γύρισε και κοίταξε το σπίτι του. Φαινόταν πιο παραδομένο στη μοίρα του από ποτέ. Το παράθυρο που είχε στην μπροστινή του πλευρά έμοιαζε με μισόκλειστο μάτι και η περίεργη κλίση της σκεπής έμοιαζε με σκωροφαγωμένο καπέλο που το παίρνει ο αέρας. Η αγάπη του γι αυτό το σπίτι, μετριόταν σε γαλαξίες. Δεν έχει σημασία πώς είναι το δικό σου πράγμα, γιατί είναι δικό σου. <br /><br />Έβγαλε το χάρτινο στέμμα του και το ακούμπησε δίπλα του. Έπειτα σηκώθηκε και ξεκίνησε να προχωράει μέσα στη λίμνη. Το σώμα του άρχισε να αφομοιώνει τα χέρια του ενώ τα μαλλιά του άρχισαν να πέφτουν και να επιπλέουν γύρω του. Το νερό σκέπαζε όλο και περισσότερο το σώμα του, μέχρι που έφτασε μέχρι τους ώμους. Γύρισε τελευταία φορά και κοίταξε το σπίτι του. Το πιο όμορφο σπίτι στον κόσμο, σκέφτηκε. Η μύτη του είχε εξαφανιστεί και τη θέση της είχε πάρει ένα μεγάλο μακρύ δόντι. Ένα κεράτινο δόντι, όμοιο με αυτά που έβλεπε τακτικά να ξεπροβάλουν από τη λίμνη. Το πρόσωπό του συνέχιζε να αλλάζει, μέχρι που δεν έμοιαζε πια με το πρόσωπό του. Χωρίς να το σκεφτεί, βυθίστηκε στο νερό, αφήνοντας να φανεί η όμορφη ουρά του που είχε πάρει τη θέση των ποδιών του. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί από την επιφάνεια της λίμνης και τα νερά ήταν και πάλι γαλήνια όπως και πριν. Σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα.<br /><br />Οι φάλαινες narwhal συνήθως δε γιορτάζουν ποτέ τα εξηκοστά τους γενέθλια. Όπως και να 'χει, είναι οι πιο όμορφες φάλαινες που είχε δει ποτέ του.</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-8402371310192166292015-05-13T13:36:00.002-07:002015-05-13T13:36:16.393-07:00We, the matches.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;">Κάθε μέρα κοιμόταν και ξυπνούσε μόνος. Είχε σταματήσει να χτενίζεται, να μαγειρεύει, να πηγαίνει μακρινές βόλτες. Έβγαινε μέχρι το σκαλοπάτι της εξώπορτας, κοιτούσε το κουδούνι του για μερικά λεπτά, και ξαναέμπαινε μέσα στο σπίτι που μύριζε κλεισούρα και σκόνη. Δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να τον φροντίσει. Διόρθωση: Δεν άφηνε κανέναν να υπάρξει για να τον φροντίσει. Ούτε τον εαυτό του. Η μέρα κυλούσε ήσυχα και μονότονα. Σηκωνόταν το μεσημέρι, έπινε καφέ και διάβαζε βιβλία μέχρι να σκοτεινιάσει. Κάποτε είχε τη συνήθεια να τσακίζει τις σελίδες των βιβλίων στις οποίες έβρισκε κάτι που έκανε το μυαλό του να χαμογελάσει. Πλέον δεν τσάκιζε ούτε μια σελίδα.Το μυαλό του ξέχασε πώς να χαμογελάει και δεν σκόπευε να το θυμηθεί σύντομα. Διάβαζε το ένα βιβλίο πίσω από το άλλο, με μάτια να κυλάνε γρήγορα πάνω στις λέξεις σα ποδήλατο σε κατηφόρα. Θα ήταν θαύμα αν θυμόταν έστω και μια πρόταση από όσες είχε διαβάσει. Μόλις σκοτείνιαζε, έκλεινε το βιβλίο και έτρωγε κάτι που προερχόταν από κονσέρβα ή από σακούλα περιπτέρου. Έπειτα έριχνε μια ματιά στο κουδούνι της εξώπορτάς του, και πήγαινε για ύπνο.<br /><br />Πέρασαν έτσι 238 ημέρες και 238 νύχτες. Την 239η ημέρα, αποφάσισε να αγοράσει μια εφημερίδα. Έβαλε το παλτό του και στάθηκε στο σκαλοπάτι της εξώπορτας. Δεν έκανε ούτε ένα βήμα παραπάνω. Κοίταξε το κουδούνι του αναστενάζοντας σιωπηλά και έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. Το δεξί του χέρι ενοχλήθηκε μέσα στην τσέπη από ένα χαρτί. Ένα χαρτί. Επιτέλους.<br /><br />"<i>Ήμασταν λέει σε ένα αμάξι με όλα τα παράθυρα ανοιχτά, και ήταν άνοιξη. Η μουσική ήταν τέρμα και οι νότες ξεπηδούσαν τρελαμένες έξω από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, ενώ ο αέρας έμπαινε με φόρα και έκανε τα μάτια μου να γεμίζουν με χαρούμενα δάκρυα, γιατί σ'αρέσει να τρέχεις και του αέρα του αρέσει να τρέχεις και εμένα μου αρέσει να τρέχεις αν και φοβάμαι λίγο. Αλλά ξεχνιέμαι επειδή ο αέρας παίζει με τα μαλλιά μας αν προσέξει ότι έχουμε αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά. <br /><br />Ήμασταν λέει σε ένα πλοίο και ακουγόταν εκείνος ο άνθρωπος που λέει τις στάσεις των λιμανών σε απαράδεκτα αγγλικά, και είχαμε πιαστεί τόσες ώρες να καθόμαστε στις στενές οικονομικές μας θέσεις αλλά τουλάχιστον ήμασταν κοντά στο μπαρ και μπορούσα να σου παίρνω σάντουιτς όποτε σου ερχόταν μια πεινίτσα.<br /><br />Καθόμασταν σε ένα παγκάκι με θέα την Αθήνα και έκανε τόση ζέστη που ίδρωναν οι βλεφαρίδες μου, αλλά εσύ είχες πάνω σου μια δροσιά σα παγωτό κι εγώ ένιωθα ακόμα πιο μίζερη, επειδή δεν μπορούσα να μιμηθώ την παγώτινη όψη σου.<br /><br />Θα σου πω το παράπονό μου. Οι μέρες που περνούσα στη σκοτεινή μου τρύπα ήταν περισσότερες από αυτές που περνούσα προσπαθώντας να βγω από αυτή. Κι όλο ενθάρρυνες την προσπάθειά μου να φανταστώ πώς θα είναι όλα αν φύγω, αν παραιτηθώ, αν έχουμε όλο το χρόνο δικό μας για να πηγαίνουμε σινεμά ή βόλτες για καφέ, αλλά αυτή η ώρα αργούσε στα μάτια μου, κι εγώ καθόμουν εκεί πέρα και αποδεχόμουν την κατάσταση συνειδητοποιώντας πόσο ανόητη ακουγόμουν όταν λυπόμουν τους ανθρώπους που έκαναν για χρόνια την ίδια δουλειά χωρίς ποτέ να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν. <br /><br />Θα σου πω το παράπονό μου. Φοβάμαι ότι θα φύγω και θα μείνεις μόνος, θα τρως ετοιματζίδικα και θα πέφτεις για ύπνο όταν ξημερώνει. Δε θα βλέπεις κανέναν, δε θα σε βλέπει κανένας και θα αρχίσεις να ξεχνάς τον εαυτό σου, μέχρι που θα εξαφανιστείς εντελώς, πριν ακόμα πεθάνεις. Θα ζεις χωρίς να υπάρχεις. Πάω στοίχημα πως το κουδούνι έχει ακόμα πάνω το όνομά μου και εσύ δεν το βγάζεις μπας και η κίνηση αυτή είναι που θα με κάνει παρελθόν. Λες και δεν λείπω ήδη. Λες και η ανυπαρξία μου αυτή δεν είναι ήδη οριστική και αμετάβλητη.<br /><br />Να σου πω το παράπονό μου; Κάνουμε κι οι δύο πως δε βλέπουμε, αλλά ξέρω πως κι οι δύο βλέπουμε καθαρά χωρίς ποτέ να το παραδέχεται ο ένας στον άλλον. Γι'αυτό άλλαξε το όνομα στο κουδούνι, πάω στοίχημα πως δεν το έχεις κάνει ακόμη. Και να μη φοβάσαι. Θα τα ξαναπούμε κάποτε. Αλλά όχι ακόμα. </i></span><br />
<br />
<span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"><i>ΥΓ: Χτες παραιτήθηκα."</i></span><br />
<i><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"></span></i><o:p></o:p></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-43204772795081974282015-03-27T16:41:00.000-07:002015-03-27T16:41:14.458-07:001346 miles of goodbyes<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Οι άντρες μου κοιμούνται ανέμελα στην κάτω πτέρυγα σαν ανήξερα σκυλιά. Κι εγώ όχι. Έχω καταπιεί ένα τόνο από ανύπαρκτα ατσάλινα τούβλα. Το στομάχι μου προσπαθεί να τα χωνέψει και αποτυγχάνει. Φταίει που είμαι ξύπνια. Κάθε μικρό κύτταρό μου είναι εντελώς ξύπνιο και πανικοβάλλεται. Γιατί δεν κοιμάται ο οργανισμός μου; Μακάρι να αποκοιμιόμουν αυτή τη στιγμή. Δεν αντέχω άλλο. Σε αποχαιρετώ συνέχεια. Κάθε δευτερόλεπτο σε αποχαιρετώ από την αρχή.<br />
<br />
Θα ήθελα να περπατήσω πάνω σε μια αποβάθρα για να ακούσω τα ξύλα να τρίζουν και να νιώσω την υγρασία στις κάλτσες μου. Θα ήθελα να μυρίσω αυτόν τον κρύο αέρα που κάνει τα πνευμόνια να υποφέρουν. Θα ήθελα να κοιτάζω την θάλασσα όταν έχει βραδιάσει τελείως, και όλα φαίνονται καθαρά και τρομακτικά και πιο αληθινά από ποτέ. Ποτέ. Ποτέ ξανά δεν θα κοιμηθώ. Σε αποχαιρέτησα ήδη δύο χιλιάδες φορές μέσα στο κεφάλι μου.<br />
<br />
Όλοι είναι χαμένοι στους φόβους και τις προσδοκίες τους. Κανείς όμως δεν είναι πιο χαμένος από μένα. Είμαι ήδη χαμένη από χέρι. Σαν να έχω καταρρεύσει, χωρίς κανείς να το ξέρει. Οι άντρες μου κοιμούνται και χαμογελούν. Τρέχουν σάλια από τα βρώμικα στόματά τους ενώ ονειρεύονται την γη στην οποία θα φτάσουν σύντομα, πλούσιοι και χορτάτοι, με καθαρά ρούχα και ατσαλάκωτα καπέλα.<br />
<br />
Δε θα μπορέσω ποτέ να κοιμηθώ έτσι. Σε αποχαιρέτησα ήδη τρεις χιλιάδες φορές, και ακόμα δεν έχω τελείωσει να σε αποχαιρετώ. <br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-27017055933183883992015-02-17T14:58:00.001-08:002015-02-17T14:58:28.714-08:00Morus Rubra<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Αγαπημένη μου,<br />
<br />
αποφάσισα να σου γράψω ξανά μετά από πολύ καιρό. Ίσως να άργησα λίγο.<br />
<br />
Ονειρεύομαι
πως σε ποτίζω με χρωματιστά χάπια, και τα καταπίνεις χωρίς σκέψη, το
ένα μετά το άλλο, και σε κάνουν να νυστάζεις με μια νύστα ασήκωτη, από
την οποία κανείς δε μπορεί να σε ξυπνήσει. Και όσο κοιμάσαι, εγώ
στέκομαι δίπλα σου και καταγράφω τα όνειρα που βλέπεις. Μπορώ να τα δω
στα μάτια σου, παίζουν σα μικροσκοπικές οθόνες. Καμιά φορά τρομάζω από
τις ατελείωτες απανωτές εικόνες που τρώνε η μια την άλλη και έπειτα
ξερνάνε κάτι ακόμη πιο όμορφο από πριν. Έτσι θα έπρεπε να είναι όλα τα
παιδικά παραμύθια.<br />
<br />
Θέλω να σε
πιάσω και να σε ανακατέψω με το ίδιο μανιώδες, ντροπιαστικό πάθος που
ανακατέυεις το ρύζι και τις φακές στα τσουβάλια των παντοπωλείων στα κρυφά. Θέλω
να σε αναμείξω με αυτά που δε χωράνε πια μέσα μου και μετά να σε βάλω σε
ένα καλούπι και να σε ξαναφτιάξω από την αρχή όπως θα ήθελα, αλλά πολύ
φοβάμαι πως τα δάχτυλά μου θα αγωνιούν να ξαναφτιάξουν τις ατέλειες που
θα θυμούνται πως είχες. Δεν μπορώ να με αναγνωρίσω καμιά φορά με αυτά
που σκέφτομαι. Καμία ευτυχία δεν μπορεί να επαναληφθεί δεύτερη φορά.
Γι'αυτό κάθε φορά που μια μικρή μικρούλα ευτυχία πατάει πάνω σου με τα
μικρά αφράτα ποδαράκια της, εσύ να μένεις ακίνητη για να μην την
τρομάξεις και φύγει νωρίτερα. Άφησέ την να κάνει τα δικά της, και εσύ
απλά παρακολούθα με απομνημόνευσε.<br />
<br />
Όλη η γη είναι
μια μεγάλη μήτρα. Είναι τόσο μεγάλη που μέσα της έχει
χωριά και πόλεις, σύνορα και όρια και ερήμους και βάλτους και ένα σωρό
βραχώδη πολύπλοκα σύνολα που κρατάνε το χώμα κάτω με το βάρος τους. Και
χωράνε και όλοι οι άνθρωποι και έχουν την άνεση να κάνουν εχθρούς και
φίλους και να τρώνε κόκκινα φρούτα που τους λερώνουν τις μπλούζες και να
κλαίνε μπροστά από δακρύβρεχτες σαπουνόπερες και να γεύονται παγωτά και
ξινές κρέμες και να κόβονται καταλάθος με αιχμηρά αντικείμενα και να
κάνουν ποδήλατο σε σκοτεινά δρομάκια. Μερικές φορές πεθαίνουν κιόλας
πριν βγουν καν απ'τη μεγάλη τους μήτρα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά τη
διάρκεια της ίδιας τους της κύησης. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν πώς
είναι τα πράγματα,
και δεν τους απασχολεί να μάθουν. Αυτοί είναι οι ερωτευμένοι. Υπάρχουν
αυτοί που ξέρουν πώς είναι τα πράγματα, αλλά ζουν στο πώς θα ήθελαν να
είναι τα πράγματα. Αυτοί είναι οι ευτυχισμένοι. Υπάρχουν και αυτοί που
ζουν
ξέροντας μόνο πώς είναι τα πράγματα. Αυτοί είναι οι γέροι. Και υπάρχεις
και συ. Δεν ξέρεις τίποτα, δεν ζεις τίποτα, δεν θυμάσαι τίποτα. <br />
<br />
Στο
μυαλό μου, ξεπρόβαλες μια βροχερή μέσα μέσα από μια λασπερή τρύπα, σαν
να αναδύθηκε από το βρώμικο αιδοίο του διαβόλου ένα αμίλητο, γερασμένο
παιδί. Το πρώτο σου γεύμα ήταν ένα άγριο άλογο με γυαλιστερά μάτια. Το
πρώτο σου σπίτι ήταν ένας ακατοίκητος σκονισμένος πλανήτης στη μέση του
πουθενά. Οι εποχές περνούν από μέσα σου όπως ο αέρας μέσα από μια
πυκνοπλεγμένη κουρτίνα: ίσα που σε αγγίζουν. Έκανες πολλούς φίλους αλλά
δε μπορείς να αναφέρεις ούτε έναν αν σε ρωτήσουν. Έχεις κατασπαράξει
χιλιάδες βιβλία και η μόνη λέξη που σου έχει μείνει από τις χιλιάδες
σελίδες, είναι το 'ίσως'. Μπορεί και να έχεις δίκιο. Είσαι η μοναδική
στον κόσμο που θα μπορούσε να φτιάξει μια ποδοσφαιρική ομάδα
αποτελούμενη από μια φάλαινα κι έναν αστροναύτη. Είσαι η μόνη που
εύχεται στα κρυφά να την ξεχάσουν σε ένα νησί και να περάσει το χειμώνα
μέσα στα φουσκωμένα νευριασμένα νερά που προσπαθούν να ξεπλύνουν την
άμμο από τη σιχαμένη ανθρωπίλα που άφησαν πίσω οι τουρίστες. Είσαι η μόνη που με ξεμπερδεύει όταν τα μέσα μου είναι ένας τριπλός κόμπος. <br />
<br />
Συνέχισε το κυνήγι όσο εγώ θα μας φτιάχνω τον παράδεισο. Δε σε ξεχνώ.<br />
<br />
Μ.</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-36188450093300815922015-02-13T18:03:00.000-08:002015-02-13T19:06:55.938-08:00Hungry work<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Τους άκουσα να το λένε. Είμαστε όλοι τελειωμένοι. Είμαστε όλοι άπιστοι και πεινασμένοι, αβαθείς και ασήμαντοι, καταδικασμένοι με χάρτινα θεμέλια που βουλιάζουν και τσαλακώνονται σε ένα ζοφερό παρόν που μοιάζει με μέλλον. Μας έχουν παρατήσει ολομόναχους σε ένα άδειο και αχανές κλουβί. Θα γνωρίσουμε την αποδοκιμασία και η μόνη επιλογή που θα έχουμε θα είναι μια σύντομη βόλτα μπροστά από γυαλιστερές βιτρίνες που τα διαθέτουν όλα και τα προστατεύουν με χοντρό τζάμι, για να νιώθουμε ακόμη πιο ανήμποροι μπροστά στην αφθονία. Γιατί γεννηθήκαμε ζαλισμένοι. Πάντα θα αναμασάμε την τελευταία μας μπουκιά γιατί δε θα βρίσκουμε πουθενά μια φρέσκια. Κολυμπάμε συνέχεια μέσα σε μια θάλασσα τρομοκρατημένων και βρώμικων ανθρώπων που κανείς τους δε μοιάζει ανθρώπινος. Κανείς δε νιώθει καθαρός και ανάλαφρος. Όλοι νιώθουν την ανάγκη να κρυφτούν σε ντιζαϊνάτες τρύπες ή σε σκοτεινές στομφώδεις εκκλησίες που διδάσκουν βιβλία που έγραψαν άλλοι τρομοκρατημένοι και βρώμικοι άνθρωποι, για να έχουν επιχειρήματα και να τροφοδοτούν τις στριγγλιές τους. Μπορείς να διαλέξεις κάποιον για να σώσεις; Ανάμεσα σε όλους αυτούς που τριγυρνάνε γύρω σου σαν εξαθλιωμένες γάτες αλλά σε κοιτάνε αφ'υψηλού λες και ποτέ δεν εξαπάτησαν, λες και ποτέ δεν λερώθηκαν, μπορείς να βρεις κάποιον; Μπορείς να ξεχωρίσεις ποιανού το μαχαίρι γυαλίζει μέσα στην τσέπη του, ενώ προσπαθεί να σου πουλήσει το αθάνατο τέλος, ένα τέλος που θα αστράφτει με λύσσα για να μοιάζει με θρίαμβο; Μπορείς να πάρεις μόνο έναν άνθρωπο μαζί σου;<br />
<br />
Μόνο έναν.<br />
<br />
Έναν που θα ήθελες να κοιτάς για ώρες για να μπορέσεις, αν κάποτε χρειαστεί, να απαγγείλεις ένα απόσπασμα από το πρόσωπό του. Έναν που μοιάζει να είναι απόλυτα ικανοποιημένος με το πώς εξελίχθηκες και κατέληξες. Έναν που θα μπορούσε να σε φάει μαζί με πατάτες.Έναν που θα φροντίσει κάθε μυστικό σου, που θα το ποτίσει με χιούμορ και θα μπορεί να το κάνει να ανθίσει σε μια βαθιά και βολική γλάστρα. Κάποιον που θα μοιραζόσουν μαζί του το πατζάρι του Τομ Ρόμπινς. Έναν που θα μπορεί να σε διατάξει να είσαι καλύτερος άνθρωπος όταν τα μέσα σου καταρρέουν καταλήγοντας σε ένα απάνθρωπο ψυχολογικό φρεάτιο. Έναν που πλουτίζει τους τρόπους με τους οποίους μπορείς να αγαπήσεις το καθετί, σαν να πρήστηκε περίεργα κάθε κομμάτι της πραγματικότητας, όπως την ήξερες μέχρι τώρα. Κάποιον που χωρίς αυτόν νιώθεις ακρωτηριασμένος. Κάποιον που θα τον σέρβιρες με περηφάνεια ως κυρίως πιάτο σε μια θεότητα. Κάποιον που θα σε έκανε παγανιστή για να μπορέσετε να θυσιαστείτε μαζί πάνω από κάτι κοφτερό και γυαλιστερό όταν όλα γίνουν αρκετά γευστικά και ο μόνος τρόπος να τα γευτείτε θα είναι μια ιεροτελεστία άρνησης της ύπαρξης. Κάποιον που θα έκανε την ιδέα ενός κανονικού θανάτου να μη σε απωθεί τόσο πολύ γιατί θα ξέρεις πως βίωσες μια στιγμή που πολλοί λίγοι έχουν την τύχη και την τιμή να αποκτήσουν ή να κατανοήσουν. <br />
<br />
Βρες εγκαίρως αυτόν τον κάποιον και πρόσεξέ τον. Ράψ'τον επάνω στον πλάτη σου για να τον προστατεύσεις, και ύστερα εξύμνησέ τον με ειλικρίνεια και αγάπη. Δεν θα βρεις ποτέ τίποτα πλουσιότερο από αυτό. <br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-91393983833278248562014-12-19T17:16:00.002-08:002014-12-19T17:28:32.712-08:00Pespertine.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Ήρθε από μακριά, ίσως από άλλο πλανήτη. Ναι αυτό είναι, ήρθε από το διάστημα. Ίσως. <br />
<div>
<br />
<div>
Φορούσε ένα πουκάμισο που μύριζε σαν να το χε ξεβράσει κάποιο ποτάμι πριν λίγες μέρες. Τα μαλλιά του ήταν σαν ένα πυρόξανθο ψάθινο καλάθι που είχε μαλώσει με μια συμμορία γάτων. Σίγουρα αν κάπνιζε θα κρατούσε το τσιγάρο με τον αντίχειρα και το δείκτη. Αλλά μου τα είπε όλα.</div>
<div>
<br />
Έμαθα λοιπόν πως η ζωή προχωράει με το ζόρι. Τα ρολόγια είναι τα μόνα αντικείμενα που δουλεύουν ακόμα κι όταν δεν έχουν μπαταρίες. Μου είπε πως υπάρχει ένα τρένο που ταξιδεύει κάθετα, αλλά μέσα μπαίνουν μόνο οι ξεχασμένοι. Μου είπε πως όλα είναι ατέλειωτα ακόμα κι όταν δεν τα κοιτάμε ή όταν δεν τα αναγνωρίζουμε. Εμένα όλα λίγα μου φαίνονται.<br />
<br />
Μου είπε πως ο θάνατος κρατάει για όλη μας τη ζωή και πως τελειώνει μόνο όταν πεθάνουμε: όταν πεθάνουμε, ο θάνατος τα μαζεύει και φεύγει για να ψάξει κάποιον άλλο φοβισμένο κακομοίρη να του μπαστακωθεί. </div>
<div>
<br /></div>
<div>
Μια μέρα τον τράβηξα μέσα από ένα ανταριασμένο ωκεανό. Μια άλλη μέρα τον απεγκλώβισα από ένα κατεστραμμένο αεροπλάνο που είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Μια μέρα έραψα τις σκισμένες ραφές στα χέρια και τα πόδια του. Μια μέρα ήπια όλα τα λυπημένα του χαμόγελα και το στομάχι μου γέμισε με μεθυσμένες ετοιμοθάνατες πυγολαμπίδες.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Μου έμαθε πώς να ταξιδεύω μόνη. Με έμαθε να κουρδίζω τον σκύλο του, πάντα δεξιόστροφα. Με έμαθε να ξεχωρίζω τα στεναχωρημένα μάτια από τα υπόλοιπα και να απολαμβάνω μια κακή στιγμή. Μπορώ να σου ζωγραφίσω τους λόγους που δε θα ταΐσεις ποτέ την πείνα σου, μου είχε πει. Έμαθα πώς να κάθομαι στο σκοτάδι χωρίς να έχω κανέναν. Στο τέλος έμαθα απλά πώς να μην έχω ποτέ κανέναν. </div>
<div>
<br /></div>
<div>
Μου έδειξε πώς να ράβω τα κουμπιά μου. Καμιά φορά του ξέφευγαν γέλια που έμοιαζαν με νερό που πνίγεται. Βοήθα με να σηκωθώ και να ανήκω, ήθελε να μου πει. Θα είναι τρελό, σκεφτόμουν όλη την ώρα. Αλλά ήλπιζα πως στην επόμενη ζωή θα το γνώριζα νωρίτερα. Πριν ακόμα μεγαλώσει και μάθει πώς να μπορεί να παγώνει την ατμόσφαιρα χωρίς να πει κουβέντα.<br />
<br />
Του έλεγα συνέχεια να μου γράψει ένα γράμμα, έστω και το πιο σύντομο.
Έστω και πέντε λέξεις. Του έλεγα να μου γράψει το όνομά του σε ένα
χαρτί, έστω αυτό. Όχι, έλεγε. Ζητούσα να μου δώσει κάτι δικό του που δεν
το έχει άλλος κανείς. Όλο χαμογελούσε κι έφευγε.<br />
<br />
Λίγο πριν φύγει, μου έδωσε ένα μικρό φιλί, και ήταν αμήχανο και στοργικό, σαν να μαζεύτηκαν όλα τα πρώτα φιλιά όλων των ανθρώπων σε ένα μικρό πουγκί. Και σκύβοντας μου ψιθύρισε <span style="color: #444444;">Δεν ξέρω να γράφω. Θα σε δω στην επόμενη ζωή</span>, και μου έδωσε μια φωτογραφία μου.<br />
<br />
<table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto; text-align: center;"><tbody>
<tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg6Epu-uydyQ9EvZexk1glQGSfoFyX7FN9HDueyXx0c8rDxcS_rpZkl4OcOmwaQOZDLqEuCjDxl1mmdLuYbcArHNqmBkY-tCG9_PolkQPr8pPPl5GxOHrxnVbwWh-n-DB9Tp9UWoU_a4O1R/s1600/pespertine.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg6Epu-uydyQ9EvZexk1glQGSfoFyX7FN9HDueyXx0c8rDxcS_rpZkl4OcOmwaQOZDLqEuCjDxl1mmdLuYbcArHNqmBkY-tCG9_PolkQPr8pPPl5GxOHrxnVbwWh-n-DB9Tp9UWoU_a4O1R/s1600/pespertine.jpg" height="213" width="320" /></a></td></tr>
<tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;"><span style="color: #666666;">nmjyUce7kSU</span></td></tr>
</tbody></table>
<br /></div>
</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-37436829086272493502014-09-05T10:47:00.001-07:002014-09-05T10:47:56.589-07:00Arnica mollis<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Μακάρι να μπορούσαμε να πιαστούμε μεταξύ μας κατά τη διάρκεια της πτώσης μας, γιατί δεν ξέρω πού έπεσες και πού έπεσα και γω. Όλα είναι μπλε, γκρι και πράσινα και αυτή η ζαλούρα δε λέει να φύγει. Σα να έχω φορέσει γυαλιά πίσω από μάτια. Νομίζω τα έγραψα όλα στην κάμερα. Ο αέρας χτύπαγε το κεφάλι μου σαν αόρατη γροθιά χωρίς ποτέ να τολμήσει να με πονέσει και καταλάβαινα κάθε στιγμή πως έπρεπε να είχαμε ήδη πει αντίο. Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τα μαλλιά μου όρθια σαν καρφιά και ευέλικτα σαν κλωστίτσες να ανεμίζουν και να παλεύουν και σιγουρεύτηκα ότι περνούσαν υπέροχα γιατί τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναζήσει ποτέ. Αλλά ξεχάστηκα και έκλεισα τα μάτια και δεν είδα το σημείο της πτώσης σου. Ούτε το δικό μου είδα εδώ που τα λέμε. Ελπίζω να είσαι καλά. <br />
<br />
Όλοι οι σοφοί του κόσμου θα μπορούσαν να μαζευτούν μια μέρα σε ένα δωμάτιο και να συζητήσουν για το τι σημαίνει ευτυχία και απελπισία. Θα τους έπαιρνε το βράδυ χωρίς να καταφέρουν κάποια στιγμή να θέσουν τα όρια ανάμεσα στα δύο. Είμαστε όλοι αμαρτωλοί όταν είμαστε εκτός ελέγχου και πέφτουμε ε; Το ξέρω, τα έχω όλα στην κάμερα.<br />
<br />
Θα φτιάξω μια μικρή γωνιά γιατί πρέπει να κοιμηθώ κάποια στιγμή. Ίσως κοντά σε νερό, πάντα μου άρεσε να κοιμάμαι κοντά σε νερό. Σε λίγο θα φύγει η ζαλούρα και θα έρθει ο φόβος. Είναι η σειρά του να παίξει, και θα κάνει δύο γύρους. Αλλά θα σκέφτομαι ότι εσένα τουλάχιστον σε έπιασαν και ότι τα κατάφερες. Κάπου θα κάθεσαι ζεστά και με ασφάλεια, θα μασουλάς κάτι νόστιμο, μέχρι να σε πιάσει η νύστα και να κοιμηθείς κάπου στεγνά και μαλακά. Και θα γελάς δυνατά με τα μάτια, ενώ όλοι γύρω σου θα θαυμάζουν το λόγο και τις παρομοιώσεις σου. Ένα παράδοξο πλάσμα, το δίχως άλλο. Τα θυμάμαι όλα αυτά. Τα έχω όλα στην κάμερα. Θα τα βλέπω μέχρι να τελειώσει η μπαταρία. Αυτός είναι και ο τρόπος μου να πούμε αντίο, μιας και δεν είπαμε.<br />
<br />
Η πιο ωραία μέρα της ζωής μου, χωρίς αμφιβολία. Κι ας προσγειωθήκαμε σε διαφορετικά μέρη. Καλύτερα που δεν είπαμε αντίο. Δε μπορώ τα αντίο, κι ας τα σερβίρω με ευκολία.</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-65095644115871757772014-07-25T05:52:00.002-07:002014-07-25T06:03:24.627-07:00Canopus<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiTOK7I4da6byxwuvJPSnj8Z0_8XcIIJdlVco_Po08K9MeJUdV1CGZLsQCECf-bTlGxEtn7hF8B1uSDpgPQsMX6IRDUyjSWw8pLvg5XuaeEB2nbpTkozQYmQ-_mxPmZbn5eoi3QZHFg9a0j/s1600/184d45e62d55bd6674bacac4df52c10c.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="color: black;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiTOK7I4da6byxwuvJPSnj8Z0_8XcIIJdlVco_Po08K9MeJUdV1CGZLsQCECf-bTlGxEtn7hF8B1uSDpgPQsMX6IRDUyjSWw8pLvg5XuaeEB2nbpTkozQYmQ-_mxPmZbn5eoi3QZHFg9a0j/s1600/184d45e62d55bd6674bacac4df52c10c.jpg" height="276" width="320" /></span></a></div>
<br />
Να προσέχεις τις Δευτέρες, τις Παρασκευές και όλες τις υπόλοιπες μέρες των οποίων τα ονόματα δε θυμάμαι. Να προσέχεις τη βροχή και το χιόνι. Να προσέχεις από Ιούλη μέχρι Ιούνη, μη σε πατήσουν με τα μεγάλα τους ποδάρια, γιατί θα σε αφήσουν μόνο, γέρο και διαλυμένο.<br />
<br />
Να μένεις μακριά ώστε να ακούς αλλά να μην ακούγεσαι. Να μην κάθεσαι πολύ κοντά σε αυτούς που τα μαλλιά τους δε φωτίζουν. Να μην πέσεις σε κανενός τα χέρια, γιατί τα χέρια αγκαλιάζουν και σπρώχνουν ταυτόχρονα. Να μην ακούς ποτέ τραγούδια που θα ήθελες να έχεις γράψει εσύ. Να μη φεύγεις, και να μην υπόσχεσαι πως θα γυρίσεις.<br />
<br />
Να αποφεύγεις τους ναύτες. Να κάνεις πως δεν ακούς τις φωνές αυτών που καταπίνουν νερό για ώρες. Να μην αφήνεις την άσφαλτο να υποδύεται τη θάλασσα και να σου καλύπτει τα πόδια ως το γόνατο. Να μη γράφεις τραγούδια για λεωφόρους και ανθρώπους που πνίγονται μέσα στην τρέλα τους. Να μη θυμάσαι αυτούς που κάθονταν πάντα μόνοι τους, να μη λυπάσαι αυτούς που μετάνιωσαν για τη ζωή τους, να μη θυμώνεις με όσους δε θα έχεις για πάντα.<br />
<br />
Να κοιτάς τα φρούτα στο ψυγείο με συμπόνοια, η ζωή τους δεν είναι εύκολη. Να αποφεύγεις τα μήλα που βαριέσαι να μασήσεις. Να μην ανυπομονείς να το σκάσεις. Να μη φαντάζεσαι και να μην επινοείς. Να μη δίνεις τίποτα που θα σου λείψει. Να μην πάρεις τίποτα από κανέναν. Να πίνεις τον καφέ σου χωρίς ζάχαρη, αλλά να μην τελειώσει ποτέ η γλύκα μέσα σου.<br />
<br />
Να μην εύχεσαι να σε απορροφήσει το πάτωμα σα τεράστιο μαλακό σφουγγάρι. Να μη βαριέσαι στη δουλειά σου. Να μην κλαις για την κατάντια σου. Να μην απορείς για το πού ξοδεύεις τα χρόνια σου. Να μην φοβάσαι τα ατυχήματα που συμβαίνουν μόνο όταν δε σε κοιτάει κανείς. Μην βοηθήσεις ποτέ κανέναν να καταπιεί το ίδιο του το κεφάλι. Μην μπαίνεις συχνά σε αεροπλάνα. Να ζεις κάτω από τις ρίζες ενός δέντρου, και να ξυπνάς κάθε μέρα με την ψευδαίσθηση ότι φυσάει από κάποιο μπαλκόνι.<br />
<br />
Μην αγανακτείς με τα βιβλία που δεν τελειώνουν. Να μην ανάβεις φωτιές και να αποφεύγεις όσες έχουν ανάψει ήδη. Μη ζητάς τίποτα που δε χρειάζεσαι. Μην παραδεχτείς ποτέ πως χρειάζεσαι κάτι. Μην καταπιείς ποτέ τον κόμπο στο λαιμό σου και να μην ξεχάσεις ποτέ να ψάχνεις.<br />
<br />
Να μη δεις ποτέ το τέλος σου.<br />
<br />
Να προσέχεις. Θα προσέχω κι εγώ.<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-26619417901987597242014-05-20T09:40:00.001-07:002014-05-20T09:44:34.001-07:00Volcano<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Φύγαμε αρκετά νωρίς εκείνο το πρωί, τόσο νωρίς που η πραγματικότητα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον. Ήταν όλα λίγο πριν ξεκινήσουν και τίποτα δεν είχε αρχίσει να λειτουργεί κανονικά. Τα γρανάζια του κόσμου έμεναν ακούνητα και αθόρυβα και η θάλασσα έμοιαζε με στεγνή μπογιά. Ούτε μυρωδιές, ούτε ήχοι, ούτε κίνηση.<br />
<br />
Φυσικά μετά από λίγο άρχισε να φυσάει με εκείνο τον αλμυρό αέρα που μπερδεύεται στα μαλλιά σου και τα ποτίζει για μέρες, και ενώ μένεις άλουστος, νιώθεις σα να σε έχει καθαρίσει η γη μέσα στη μπανιέρα της.<br />
<br />
Τέλος πάντων.<br />
<br />
Πού και πού έγερνα στην άκρη και έχωνα το χέρι μου μέσα στο νερό με το φόβο (και την ελπίδα) ότι θα μου το δαγκώσει κάποιο ψάρι. Κάθε φορά που φοβάσαι ψάχνεις για λίγη ζωούλα τριγύρω. Να νιώσεις ότι δεν είσαι μόνος.<br />
<br />
Μπορώ να κάθομαι έτσι για ώρες. Λίγο μέσα στο νερό και λίγο απ'έξω. Λίγο μέσα στο φόβο και λίγο έξω από αυτόν. Λίγο μέσα σε σένα και λίγο μέσα σε μένα.<br />
<br />
Πέρασαν οι ώρες και τα όρια και ενώ συνειδητοποιούσα ότι θα πέθαινα για σένα, ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος, σαν να λυγίζεις τον άξονα της γης στα δύο. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τίποτα και ξαφνικά ήμασταν όλοι μέσα στο νερό.<br />
<br />
Πάντα ήθελα να ταξιδέψω και δω ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Πάνω σε μια ιπτάμενη πολυθρόνα, σαν την γριά νεράιδα των Νάνων του δάσους. Θα ήθελα να τα δω όλα και έπειτα να τα βάλω σε ένα ποτήρι και να τα πιω. Και ακόμα κι αν όσα έρθουν είναι άσχημα και ξερά, εγώ μέσα μου θα είμαι γεμάτη και δροσερή από τα πάντα.<br />
<br />
Νομίζω ότι άκουσα φωνές αλλά βρισκόμουν σε μια κατατονική φάση, όπου απλά επέπλεα και δε μπορούσα να κουνήσω ούτε δαχτυλάκι. Αν πέρασαν λεπτά, ώρες ή μέρες, δεν το ξέρω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι επέπλα τόσο όμορφα, σαν να έριξες ένα ελαφρύ τσαλακωμένο χαρτάκι μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, τόση ασφάλεια ένιωθα.<br />
<br />
Ποτέ δε μου άρεσε η θάλασσα πραγματικά. Την ήθελα μακριά μου ή όσο κοντά πρέπει. Ποτέ δεν την ήθελα ατέλειωτη, μαύρη και χωρίς χαλινάρια. Την ήθελα περιορισμένη, λίγη και ήρεμη, αναγνωρίσιμη και βαρετή. Ή αλλιώς την ήθελα να μένει μακριά. Μακριά μου και μακριά σου.<br />
<br />
Πάλι συνειδητοποίησα ότι θα πέθαινα για σένα. Και μετά άκουσα γλάρους και ξεχάστηκα.<br />
<br />
Αν ήταν επιλογή μου, θα ήθελα να έρθει να με σώσει ένα δελφίνι ή μια φάλαινα, όπως στις ταινίες. Καλύτερα μια φάλαινα. Επίσης θα ήθελα η φάλαινα να μιλάει και να είναι λίγο ειρωνική ως προς τον κόσμο, και να μπορεί να μου εξηγήσει γιατί πάνε όλα τόσο λάθος, γιατί είναι όλοι τόσο ξιπασμένοι και άθλιοι, γιατί με πνίγει ένα πράμα που με κάνει να εύχομαι να ήμουν αλλού, γιατί εσύ δεν είσαι εδώ και γιατί εγώ είμαι, και άλλα τέτοια.<br />
<br />
Κάποια μέρα η φάλαινα θα με πήγαινε να δω το Βόρειο Σέλας το οποίο ονειρεύομαι χρόνια τώρα, και στο μυαλό μου τα χρώματα αλλάζουν συνέχεια και σχεδόν παίρνουν εκφράσεις και αποκτούν ιδέες. Τόσο έξυπνο πρέπει να είναι το Βόρειο Σέλας.<br />
<br />
Η φάλαινα θα με τάιζε ωραίες λιχουδιές, όχι αηδιαστικά πράματα, αλλά πράματα που δεν έχω ξαναφάει. Και ποτέ δεν θα διψούσα, κι αν διψούσα θα έπινα λίγο από το Βόρειο Σέλας που θα είχαμε πάρει μαζί μας.<br />
<br />
Στο τέλος η φάλαινα θα με έφερνε σε σένα. Θα μας έβλεπες από μακριά, αλλά κανείς δε θα χαιρετούσε κανέναν. Η φάλαινα θα με άφηνε στα πόδια σου και θα έφευγε χωρίς να πει τίποτα που να είναι ειρωνικό ή απαιδιόδοξο. Κι εμείς θα κοιτιόμασταν, θα αγκαλιαζόμασταν και θα μας σκέπαζε η θάλασσα.<br />
<br />
Λίγο εσένα και λίγο εμένα. Κι ύστερα τελείως εσένα και τελείως εμένα.<br />
<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj5q5BsUDp-4_5HL5SACB-F4d0V2LrchWAyjKm3Ta39sZSW-DfgJubhypBcoa_R0mPSY_J6xWO3yDj133YMsasNY9mDCmPOFfhW3KQ3yTrqzlHvmyd09tj0uJOY0tw_J6hIZWKR_svr1MaO/s1600/Physeter-macrocephalus007.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj5q5BsUDp-4_5HL5SACB-F4d0V2LrchWAyjKm3Ta39sZSW-DfgJubhypBcoa_R0mPSY_J6xWO3yDj133YMsasNY9mDCmPOFfhW3KQ3yTrqzlHvmyd09tj0uJOY0tw_J6hIZWKR_svr1MaO/s1600/Physeter-macrocephalus007.jpg" height="102" width="400" /></a></div>
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi-20IyVC4gKzk6RoKx4y49cu9XqOlK_TiSTeK9AsAKp3suadzjN7cLjJhyphenhyphenYRofKUHrHchrnDI41n48NiKVJ1WAoLI0VCX5xMx7_rIk8GPJFnUKMNVRt5zB9_caPcH4c-QeIKTJ0kjv7bOo/s1600/Physeter-macrocephalus007.jpg"></a><br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-19824810368525770872014-05-20T02:38:00.001-07:002014-05-20T02:39:27.162-07:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
We, the wrong, we the sewn up and long gone<br />
Were before it was long like this, like this.</div>
<div style="text-align: center;">
</div>
<div style="text-align: center;">
L.H. </div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://i.imgur.com/7Q0pD.gif" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://i.imgur.com/7Q0pD.gif" height="202" width="400" /></a></div>
<div style="text-align: justify;">
<a href="http://i.imgur.com/7Q0pD.gif" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"></a><a href="http://i.imgur.com/7Q0pD.gif" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"></a><a href="http://i.imgur.com/7Q0pD.gif" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"></a><a href="http://i.imgur.com/7Q0pD.gif" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"></a><a href="http://i.imgur.com/7Q0pD.gif" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"></a><a href="http://i.imgur.com/7Q0pD.gif" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"></a><br /></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-41491520600683975672014-02-17T15:36:00.000-08:002014-02-17T15:38:13.561-08:00marrow <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Βρήκα ένα σημείο ανάμεσα στα κόκκαλά σου, μερικοί το λένε μυελό. Δεν ξέρω πώς το βρήκα, μάλλον κατά τύχη. Αλλά αυτό είναι το σπίτι μου από δω και πέρα, ζω μέσα στα κόκκαλά σου και δε θα προτιμούσα να ζω πουθενά αλλού.<br />
<br />
Κάθε μέρα σε φροντίζω από μέσα και κάθε μέρα καθαρίζω και μαγειρεύω και δεν πεινάς ποτέ και ποτέ δεν αρρωσταίνεις. Και γω έχω ένα σπίτι, και είναι το πιο καλό σπίτι απ'όλα. Γιατί ζω κάτω από το δέρμα σου.<br />
<br />
Και το ξέρω ότι νομίζουν πως εθελοτυφλώ μπροστά στο τέλος μου, τη στιγμή που η εξιλέωσή μου έχει αργήσει τόσο. Και το ξέρω πως φοβούνται και το δικό τους τέλος, όπως άλλωστε το φοβούνται όλοι οι άνθρωποι.<br />
<br />
Δεν ξέρουν όμως πως στην πραγματικότητα ακούω τα τύμπανά τους να ηχούν και τις μπότες τους να γρατζουνάνε τη γη με μανία. Δεν ξέρουν πως τους βλέπω από μακριά και πως δε με νοιάζει το πώς και πότε θα φτάσουν.<br />
<br />
Δεν ξέρουν πως, ακόμα κι όταν χαμογελάσω για τελευταία φορά, δε θα με πειράζει, γιατί βρήκα ένα μικρό μέρος μέσα στα κόκκαλά σου, κι έζησα εκεί για λίγο καιρό. <br />
<br />
Και δε με πειράζει που ήρθαν και με βρήκαν, δε με πειράζει που θα με πάρουν και θα με κρύψουν, δε με νοιάζει που όσο κι αν παρακαλέσεις, δε θα κουνήσουν βλέφαρο. <br />
<br />
<br />
<br />
Να μη στενοχωρηθείς για πολύ καιρό. Γιατί δεν ξέρουν πως εσύ κάποτε τάισες την πείνα μου.<br />
<br />
Τάισες την πείνα μου.</div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-58309466283990820362013-10-15T12:53:00.004-07:002013-10-15T12:53:36.875-07:00eedeeth<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Πώς νιώθεις τώρα που δε σχετίζεσαι με κανέναν και τίποτα; </i><i>Κι οι καθρέφτες σου σε μισούν; Πώς νιώθεις τώρα που τα κόκκαλά σου είναι αδύναμα κι εύθραστα σα κιμωλίες; </i><i>Μήπως σου λείπω λιγάκι; Πώς κοιμάσαι;</i><div>
<div>
<div>
<i><br /></i></div>
<div>
<i>Τώρα που είσαι γέρος και αποσυνδεδεμένος κι η ζωή σου είναι απόλυτα προστατευμένη, πεινάς; Τρως; Μήπως καμιά φορά σου μολύνω το κεφάλι με σκέψεις; Όχι; Ναι;</i></div>
<div>
<br /></div>
<div>
Θυμάμαι κάθε λέξη και κάθε πρόταση. Έπρεπε να με είχες καταβροχθίσει εκείνη τη μέρα. Μόνο αυτό ήθελα.</div>
</div>
</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-45866337013633264262013-06-13T13:18:00.001-07:002013-06-13T13:18:06.970-07:00Corydalis Arctica<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Αγαπημένη μου,<br />
<br />
Για αρκετό καιρό έπεφτες. Και έπεφτες μαλακά, αργά, σαν να μη σε επηρεάζει η βαρύτητα. Έπεφτες απαλά σαν ένα ευγενικό χαρτί που δεν κόβει τα δάχτυλα. Και δε σκέφτηκα να σε πιάσω γιατί υπέθεσα ότι θα ξυπνούσες. Και πέρασαν μέρες και νύχτες και μήνες που εσύ έπεφτες. Με βροχή, με ήλιο, η κίνησή σου δεν άλλαζε. Οι φάλαινες πρόλαβαν να κάνουν πολλά παιδιά κατά τη διάρκεια της πτώσης σου. Τα δέντρα διπλασιάστηκαν σε ύψος. Τα μαλλιά των φίλων σου άρχισαν να ασπρίζουν. Τόσο καιρό έπεφτες.<br />
<br />
Και ένα απόγευμα, λίγο πριν σκοτεινιάσει τελείως, στράφηκες στη σκοτεινή πλευρά και βυθίστηκες στο νερό. Και αντί να μείνεις στην επιφάνεια, συνέχισες να βυθίζεσαι στον πάτο μέχρι που τα νερά μαύρισαν και δεν υπήρχε κανένα μικρό φως να φωτίζει την πτώση σου. Μακριά από μας, κι από μένα, έκανες ένα μεγάλο ταξίδι κατά τη διάρκεια του οποίου δεν ξέρω αν σκέφτηκες πού θες να φτάσεις. Γιατί πέρασαν μέρες, βδομάδες και μήνες. Μπορεί να πέρασαν και χρόνια.<br />
<br />
Πέρασε καιρός. Έκανα υπομονή μαζί σου. Και μετά ξεχάστηκα και δεν έκανα τίποτα. Δεν έδειχνες να περνάς άσχημα, και σε χάζευα. Βρίσκεσαι στον πάτο της θάλασσας και μέσα σου κρύβονται τα μικρά ψάρια. Καμιά φορά δίπλα σου κολυμπούν καρχαρίες αλλά είσαι πολύ ήρεμη για να σε προσέξουν. Μοιάζεις με ανθρώπινο ναυάγιο που δεν έχει πνιγεί ακόμα.<br />
<br />
Μερικοί ρωτούν τι να απέγινες αλλά αποφεύγω να απαντήσω γιατί νομίζω ότι έτσι σε διατηρώ ασφαλή. Αλλά πια δεν ξέρω.<br />
<br />
Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Θα σε σηκώσω εγώ. Θα σε ξυπνήσω εγώ, γιατί, αν και δείχνεις πολύ όμορφη με τα κοράλια γύρω από τους καρπούς σου, ξέρω ότι δεν είναι αυτή η ζωή σου. Συγνώμη που ξέχασα πώς να σε φροντίζω. Που σταμάτησα να σε ταΐζω. Που σε έβαζα για ύπνο στη σκέψη μου. Τώρα ξέρω γιατί συγκινείσαι όταν οι άνθρωποι βιώνουν το δικό τους προσωπικό μεγαλείο. Ξέρω γιατί στα πάρτυ κρύβεσαι σε κάποιο δωμάτιο και κοιμάσαι. Ξέρω γιατί ανακατασκευάζεις τον κόσμο σου όταν δουλεύεις και προσπαθείς να βάζεις τις στιγμές σου σε φωτογραφίες. Κατάλαβα πως κάθε άνθρωπος, πριν γεράσει, πρέπει να σταματήσει να πέφτει, κι αν δε μπορεί να το κάνει μόνος του, πρέπει κάποιος να το κάνει για λογαριασμό του. Μπορώ να αναγνωρίσω το φόβο σου. Έχει μπει στα ρουθούνια μου και τα καίει. Ξέρω ακριβώς τι χρειάζεσαι. Μπορείς να στηριχτείς πάνω μου τώρα.<br />
<br />
Θα σε τραβήξω από το βυθό, θα σε πλύνω και θα σε ντύσω. Θα σου χτενίσω τα μαλλιά και θα σου ανοίξω τα μάτια που έχουν γεμίσει αλάτι. Και μετά θα κλείσω τα φώτα και θα σε αφήσω να φωτίσεις μόνη σου το χώρο. Και ξέρω ότι θα το κάνεις όσο καλά φαντάζομαι.<br />
<br />
Συγχώρεσέ με που κοιτούσα τόσο καιρό. Νιώθω μια απαρηγόρητη μετάνοια.<br />
<br />
Οι άνθρωποι φεύγουν αν δεν τους κάνεις τίποτα.<br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-62949296359857026462013-02-11T14:03:00.000-08:002013-02-11T14:03:05.687-08:00Reckoner<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Μέσα στα μάτια μας ζούνε μικροί νάνοι με απαλά δέρματα και καθαρές κάλτσες. Κοιτάνε έξω από τα μάτια μας και παρακολουθούν τις επιλογές που κάνουμε. Κολλάνε τα στόματά τους στο εσωτερικό του ματιού και γυαλίζουν με μια ανάσα ΧΑαα και μετά όλα είναι πιο καθαρά. Ύστερα φέρνουν την πολυθρόνα τους κοντά, αγκαλιάζουν ένα μεγάλο μπωλ με σταφίδες και φρούτα και τσιμπολογάνε κοιτώντας έξω από τα μάτια μας, όσο εμείς κάνουμε πράματα. Είναι σα να βλέπουν τηλεόραση.<br />
Όταν κοιμόμαστε, πιάνουν δουλειά. Αρχίζουν και καταγράφουν όλα όσα είδαν, σε κάτι παχιά βιβλία που αποτελούνται από εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες, τα οποία όταν τελειώσουν και γεμίσουν, στιβάζονται προσεχτικά σε μια μικρή βιβλιοθήκη στο βάθος το ματιών μας, και τακτοποιούνται κατά έτος, μήνα, μέρα και ώρα.<br />
<br />
Υπάρχει όμως ένα κακό νανάκι που δεν κάνει τίποτα από αυτά. Δεν καταγράφει τίποτα, όλη μέρα τεμπελιάζει και ζει εις βάρος των άλλων. Είναι βρώμικο, ατσούμπαλο και κακότροπο και δεν προσφέρει τίποτα στην μικρή κοινωνία των νάνων που υπάρχει μέσα στα μάτια μας. Όταν βαριέται πολύ, κάνει φασαρία ή χοροπηδάει δυνατά πάνω-κάτω και εμείς έχουμε πονοκεφάλους και ζαλάδες.<br />
<br />
Αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο.<br />
<br />
Υπάρχουν κάτι στιγμές που όταν οι υπόλοιποι νάνοι γράφουν ή παρατηρούν, το κακό νανάκι κλέβει κάποιο από τα στιβαγμένα βιβλία που έχουν τελειώσει και βγαίνει από την πίσω πόρτα του ματιού μας, περνάει τα οπτικά νεύρα και ταξιδεύει μέχρι να φτάσει βαθιά στο κεφάλι μας. Όταν βρει το μυαλό μας, κάθεται σε μια άκρη κάπου αναπαυτικά και ξεφυλλίζει το βιβλίο προσπαθώντας να βρει κάτι περασμένο και παλιό.<br /><br />Κι όταν το βρει, μας το διαβάζει δυνατά με όλη του τη δύναμη, και το ακούμε μέσα στο κεφάλι μας χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτα που να μας προετοιμάσει. Και καμιά φορά όταν γίνεται αυτό, τα μάτια θολώνουν και οι υπόλοιποι νάνοι είτε δε μπορούν καλά και όλο καθαρίζουν, είτε κοιμούνται και δεν παίρνουν μυρωδιά τίποτα.<br /><br />Και το κακό νανάκι επιστρέφει το βιβλίο στη θέση του και κανείς δεν μαθαίνει για την κακή του πράξη ποτέ.<br />
<br />
Γι'αυτό καμιά φορά έχεις κάτι αλλά δεν ξέρεις τι, και νιώθεις άσχημα χωρίς να υπάρχει λόγος, και θυμάσαι πράγματα που θα ήθελες να ξεχάσεις για πάντα.<br />
<br />
Κι αν σε ρωτήσουν, είναι πιο εύκολο να τους λες όλη αυτή την ιστορία, παρά την αλήθεια.<br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-4027156476900651572012-07-16T04:09:00.001-07:002012-07-16T04:23:57.252-07:00How to disappear completely<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Αγαπητή μου Αστάρτη,<br />
<br />
Έχω πολύ καιρό να σου γράψω. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω όρεξη για τίποτα. Θέλω να είμαι ξαπλωμένη μπρούμυτα με το πρόσωπο χωμένο στο κρεβάτι και να μένω ακούνητη για ώρες, σαν αποξηραμένος αστερίας. Δε θέλω να ακούγεται τίποτα και δε θέλω να συμμετέχω σε τίποτα. Δε θέλω να με χρειάζονται και να ζητούν την άποψή μου. Δε θέλω να είμαι υπέθυνη για τίποτα και θέλω να μη νιώθω την ανάγκη να μαλώνω όσους φταίνε. Θα ήθελα να ταΐζω ήρεμη τα λιοντάρια μου και μετά να καθόμαστε όλοι μαζί στην αυλή και να κοιτάμε το συντριβάνι. Θέλω να σταματήσω να νιώθω σα να έχω πιει λάδι και ένιωθα πολύ καλύτερα αν δεν τραβούσαν από μέσα μου τα αισθήματα σα να ξεχορταριάζουν τον κήπο τους. Έχω βαρεθεί τα όμορφα, τα άσχημα, τα αστεία και τα έξυπνα λόγια. Οι ανάγκες μου πλέον συνοψίζονται στο να κάθομαι σε ένα δροσερό μέρος και να μη σκέφτομαι τίποτα.<br />
<br />
Πώς είναι το κοκκινωπό σου δωμάτιο; Ήταν πολύ σκούρο για τα γούστα μου αλλά κι εδώ που είμαι δεν είναι πολύ καλύτερα. Μου έχει λείψει το να μη μπορούν να με βρουν κι ας μη με ψάχνουν. Θέλω να διαβάσω βιβλία αλλά δε μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Έχω ανάγκη να μην κουνιέμαι απολύτως καθόλου, σου το λέω αλήθεια.<br />
<br />
Φοβάμαι πως σύντομα θα αρχίσω να θυμάμαι πώς είναι όταν πρέπει να υπενθυμίζεις στους άλλους να νοιάζονται. Δε θέλω να μπω καθόλου σε αυτή τη διαδικασία. Είμαι πολύ μεγάλη πια για τέτοια και δεν είμαι σίγουρη πως αντέχω πια. Μου λείπουν διάφοροι άνθρωποι αλλά ευτυχώς όταν έχεις το κεφάλι χωμένο στο μαξιλάρι, δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με κανέναν. Φυσικά εσύ το ξέρεις αυτό γιατί έτσι είσαι φτιαγμένη. Έχω ακόμα το σημάδι σου στον καρπό μου και δεν ξέρω αν το έχω μετανιώσει ή όχι.<br />
<br />
Πρέπει να βρω κάτι που να κάνει τις κόρες των ματιών μου να διαστέλλονται γιατί αλλιώς θα αρχίσω να ξεθωριάζω σαν φωτογραφία. Όλα μου φαίνονται αστεία και ανούσια για λίγες στιγμές αλλά είναι αρκετές για να χαλάνε την εμπειρία των υπόλοιπων. Μοιάζουν με εκείνη την παρέα στο σινεμά που μιλάει και φωνάζει και γελάει δυνατά και συ δε μπορείς να δεις μια ταινία.<br />
<br />
Α ναι. Σε ευχαριστώ για την φιλοξενία, δεν βρήκα ποτέ το κουράγιο να στο πω.<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
Με εκτίμηση<br />
<br />
Κα Sίdhε</div>Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-75713163884066258162012-04-17T14:39:00.002-07:002012-04-17T14:41:12.116-07:00Ημερολόγιο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">Σε ένα μικρό σταθμό τρένου η κυρία Ντάο παρακολουθούσε τα πλακάκια στο πάτωμα που ήταν όλα κολλημένα στραβά και αν επέκτεινες τις γραμμές τους στο άπειρο, κάποια στιγμή θα συναντιούνταν οπωσδήποτε. Ποτέ ξανά η ανάγκη για παράλληλες γραμμές δεν ήταν τόσο έντονη.<br />
<div>Η φάλαινα που καθόταν πίσω από το εκδοτήριο εισιτηρίων είχε ακόμα κολλημένα μερικά ξερά φύκια στην άκρη της ουράς της και τα μάτια της φαίνονταν κουρασμένα και ανέκφραστα καθώς κοιτούσε το τζάμι του εκδοτηρίου. Στην άκρη του σταθμού ένας μικρός ελέφαντας έκοβε σοκολατένια αγάλματα παιδιών στη μέση και από μέσα έβγαινε παγωτό το οποίο σέρβιρε σε σοβαρούς κυρίους που περίμεναν υπομονετικά τριγύρω του. Μύριζε παντού πετρέλαιο και η θερμοκρασία θα ήταν δυσάρεστη για κάποιον που ήταν ελαφρά ντυμμένος.<br />
<div><br />
<div>"Κυρία Ντάο", της ψιθύρισε ένας κοντός άνδρας με βρώμικο καπέλο και μεγάλα νύχια που πλησίασε ξαφνικά, "δεν υπάρχει αυτή η στεριά που ψάχνετε".</div><div><br />
</div><div>"Σε αυτή την περίπτωση, θα ξανάρθω πάλι αύριο μήπως τότε υπάρχει" απάντησε η κυρία Ντάο και έκανε πως σκύβει για να σηκώσει το μικρό της άδειο βαλιτσάκι.</div><div><br />
</div><div><i>Ένα βαλιτσάκι δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από μια οδοντόβουρτσα και ένα βιβλίο με καλό τέλος</i>, σκεφτόταν σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι. Το τελευταίο βιβλίο που διάβασε κατέληγε στο ότι δύο άνθρωποι θα σήκωναν μαζί την κόλαση. Δεν ήταν σίγουρη αν αυτό θεωρείται ένα καλό τέλος. Οι ζωές είναι πολύ μικρές και μπορούν να γίνουν ανόητες αν δεν προσέξεις. Οπότε αποφάσισε στο βαλιτσάκι της να κουβαλάει μόνο την οδοντόβουρτσα.</div><div><br />
</div><div>Από τις κολώνες του δρόμου κρέμονταν παλιά παπούτσια και μπότες. Ίσως κρέμαγε και τις δικές τις αύριο αν η στεριά που έψαχνε συνέχιζε να μην υπάρχει. Δεν υπάρχει λόγος να φοράς παπούτσια αν δεν ταξιδεύεις.<br />
<div><br />
</div></div></div></div></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-38328179477680317772012-02-24T14:18:00.000-08:002012-02-24T14:18:32.377-08:00Στη μαμά του Πλούτωνα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">Ο άνθρωπος όταν είναι μόνος του σε ένα δωμάτιο μπορεί να μοιραστεί σε χιλιάδες μπίλιες ίσου μεγέθους. Και μια φορά το έκανε κι όλας. Και κανείς δε θα μάθει ποτέ τίποτα για το πώς σκόρπισε αυτός ο άνθρωπος μόνος του μέσα στο δωμάτιό του γιατί το διαμέρισμά του βρίσκεται σε μια θεόρατη πολυκατοικία εξήντα ορόφων. Καμιά φορά τρέχουν οι μπίλιες με φόρα και πηδούν απ'το παράθυρο και πέφτουν κάτω απ'το κτίριο και αυτό μερικοί θα το ονόμαζαν ενδοσκόπηση αν το παρατηρούσαν αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος το λέει κατανομή ευθυνών: θα πάρεις εσύ μια ευθύνη και θα πάρω και γω αυτή την ευθύνη εδώ πέρα έτσι ώστε καμία ευθύνη να μη μείνει ακυβέρνητη. Όλες οι ευθύνες πρέπει να έχουν ένα αφέντη που θα τις ταΐζει και θα τους χτενίζει τη γούνα.<br />
Ο Κρόνος έχει βάλει γύρω του ένα δαχτυλίδι για να ακουμπάει τους αγκώνες του ενώ υπολογίζει τις ευθύνες που του αναλογούν. Μια φορά υπολόγισε τόσες ευθύνες που παραλίγο να δραπετεύσει ρίχνοντας σκοινί στον Πλούτωνα. Αλλά το σκοινί του είναι πολύ κοντό και δε φτάνει αυτό τον πλανήτη. Έτσι έπρεπε να βρει άλλο μέρος να κρυφτεί απ'τις ευθύνες αλλά δεν υπήρχε άλλος πλανήτης σε πιο κοντινή απόσταση.<br />
<br />
"Μονιμότητα. Βρισκόμαστε στη μέση μιας ηλιακής καταιγίδας και διάφοροι κύριοι τοίχοι μας διαλύουν το κρανίο."<br />
<br />
<br />
<br />
Ο Κρόνος θα σκεφτεί κάτι όμως.</div>Unknownnoreply@blogger.com5tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-4590397421874270312011-12-28T13:44:00.000-08:002011-12-28T13:44:19.620-08:00I found a reason<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">Τι είναι αυτό; Τι ζωγράφισες πάλι; Με παστέλ πάνω στο πλακάκι αυτή τη φορά; Αυτός ποιός είναι; Έτσι ήταν τα χέρια του; Αυτό πίσω τι είναι; Έχει ουρά; Εσύ πού είσαι; Εσύ γιατί δεν έχεις ουρά; Αυτό τι είναι επάνω σου; Πού το βρήκες; Γιατί δεν το χρησιμοποιείς; Αλήθεια; Και μετά τι έγινε; Πού κρύφτηκες; Τι άφησες πίσω; Ποιά; Όχι δεν τα ξέρω. Γιατί; Ξαναγύρισες; Γιατί; Ναι αλλά πότε; Όχι δεν είναι έτσι. Αλήθεια; Γιατί; Όχι δεν είναι έτσι όλοι. Δεν πρέπει να είναι έτσι. Αυτό τι είναι; Τόσο φριχτό ήταν; Πού πήγε; Δικό σου; Ποιανού; Μπορώ να το διαβάσω; Και αυτό εδώ; Γιατί; Με κίτρινο; Γιατί με κίτρινο; Δεν ξέρω. Με κάτι άλλο ίσως; Δεν ξέρω. Κι αυτό τι είναι στην άκρη; Μα δε φαίνεται. Γιατί όχι; Τότε πότε; Πότε;; Το ξέρω. Και μετά ησύχασες; Γιατί; Όχι αλλά μπορώ να υποθέσω. Πόσο ζεστά; Προς τα πού; Α. Ναι. Δεν το ήξερα. Σε πιστεύω. Πιστεύω αυτά που λες. Αυτά που θα ακολουθούν θα είναι πιο εύκολα. Τι; Όχι. Καλύτερα να τρέξεις προς τα εμένα. Ναι. Προς το μέρος μου. Και άστο αυτό το άσχημο μπλε. Φέρε μου εκείνο. Εκείνο δίπλα σου. Το πράσινο. Θα σου δείξω εγώ πώς να το κάνεις.</div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-20348956543204226232011-11-14T10:09:00.000-08:002011-11-14T10:09:20.869-08:00Tι είναι αυτό<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">που μπορεί ξαφνικά να σε ρίξει από το ένα επίπεδο στο άλλο;<br />
<br />
<br />
<b>Μια τρύπα.</b> Μια ήσυχη τρύπα που έγινε χωρίς να τη δεις ΓΙΑΤΙ ΚΟΙΤΑΣ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ<br />
<br />
ΞΥΠΝΑ.<br />
<br />
<br />
Ο κόσμος είναι γεμάτος από τρύπες στο πάτωμα και φτιάχνει τα ταβάνια του εντυπωσιακά για να ξεχνιέσαι.</div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-61569518765999098402011-10-31T16:06:00.000-07:002011-10-31T16:06:42.626-07:00Gallows<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">Είμαι δέκα χρονών. Με λένε 'εη' αλλά καμιά φορά με φωνάζουν Μπιάνκα. Μένω σε ένα μικρό σπίτι σε μια κοιλάδα και ο ήλιος έρχεται κάθε δυο χρόνια. Μάλλον δεν του αρέσει πολύ εδώ. Δεν τον αδικώ, δεν έχει τίποτα να κάνεις εδώ. Ο μπαμπάς μου έφτιαξε μια κούνια το φθινόπωρο αλλά μια μέρα είδαμε τα σκοινιά φαγωμένα και δεν τα αντικατέστησε ποτέ. Από τότε δεν έχει πραγματικά τίποτα να κάνεις εδώ. Ούτως ή άλλως οι κούνιες είναι για παιδιά.<br />
<div><br />
</div><div>Εδώ συνήθως κάνει χειμώνα. Έχουμε και φθινόπωρο αλλά σχεδόν το ξεχνάω καμιά φορά. Ο χειμώνας είναι καλός για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ανάβουμε κάθε μέρα το τζάκι και το σπίτι γίνεται πορτοκαλί από το φως και δεν είναι πια τόσο άσχημο μέσα. Θα ήθελα να βάλω και μέσα μου ένα τζάκι. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όταν ζωγραφίζω τοπία τα κάνω όλα άσπρα και δεν πειράζει καθόλου που δεν έχω χρωματιστούς μαρκαδόρους. Αν με ρωτήσει ποτέ κανείς γιατί όλες μου οι ζωγραφιές έχουν μόνο μαύρες γραμμές, θα θυμηθώ να πω αυτό. Εδώ έχουμε πάντα χειμώνα. Αν ο χειμώνας έχει κάπου εξοχικό, τότε η κοιλάδα μου είναι σίγουρα το κανονικό του σπίτι.<br />
<br />
Μια μέρα η μαμά μου τσακώθηκε με τον μπαμπά μου και γω βγήκα έξω από το σπίτι για να μην ακούω. Κάθισα στο σκαλοπάτι της αυλής και κοίταξα το χώμα. Μέσα στο χιόνι είδα ένα μικρό κουνέλι. Ήταν παγωμένο και η κοιλιά του φαινόταν μεγάλη και τεντωμένη. Το κοίταζα αρκετή ώρα αλλά δεν το ακούμπησα. Η μαμά λέει να μην ακουμπάω τα πεθαμένα ζώα.<br />
<br />
Λίγους μήνες μετά, ένα απόγευμα, η μαμά έστειλε τον μπαμπά για ξύλα. Έκανε πολλές ώρες να έρθει αλλά δεν το πρόσεξα. Την επόμενη μέρα ήρθε ένας κύριος στην πόρτα και κάτι είπε στη μαμά και εκείνη έπεσε κάτω φωνάζοντας. Μετά ο κύριος με κοίταξε με λύπηση. Η μαμά ήρθε και μου είπε πως του επιτέθηκαν λύκοι. Δεν έχω δει ποτέ λύκο. Μάλλον μοιάζει σκυλί με πολλά νεύρα. Φαντάστηκα ένα κοπάδι να του δαγκώνει τον λαιμό και τα χέρια. Την επόμενη μέρα θάψαμε το μπαμπά στο λόφο. Δεν ήξερα τι είχε μέσα το κουτί και αναρωτιόμουν τι να τρώνε οι λύκοι και αν η μαμά ακούμπησε το μπαμπά χωρίς να μου το πει. Ήμουν εγώ, η μαμά και άλλοι δυο κύριοι. Δεν έκλαψα καθόλου.</div><div><div><br />
</div><div>Δεν μου αρέσει να παίζω. Μου αρέσει όμως να φτιάχνω παιχνίδια και να τα χρησιμοποιώ με άλλο τρόπο. Φτιάχνω κούκλες από στάχια και λάσπη και μετά τις κρεμάω από το λαιμό με σκοινί και τις αφήνω έξω από την κουζίνα και η μαμά τρομάζει και με κλειδώνει στο δωμάτιό μου. Δε με πειράζει καθόλου αυτό. Το δωμάτιό μου έχει κι άλλους μέσα. Βλέπω κόκκινα μάτια να ανοίγουν στους τοίχους. Οι τοίχοι δεν έχουν αυτιά, όχι. Έχουν μάτια, και τα βλέπω εγώ αρκετά συχνά. Έχω προσπαθήσει να τους καρφώσω μολύβια αλλά κάθε φορά που πλησιάζω, κλείνουν.<br />
<div><br />
</div><div>Δε μου αρέσουν τα φασόλια. Η μαμά φτιάχνει συχνά φασόλια γιατί έχουμε πολλές σακούλες με φασόλια στην κουζίνα και νομίζω πως δεν θα τελειώσουν ποτέ. Μια μέρα την ρώτησα αν όλα τα παιδιά τρώνε φασόλια τόσο συχνά και μου είπε πως δεν είναι όλα τα παιδιά τυχερά. Δεν ξέρω αν το εννοούσε για μένα ή για τα άλλα παιδιά.<br />
<br />
Η αγαπημένη μου ώρα είναι όταν φυσάει. Όταν φυσάει φεύγω απ'το σπίτι και πάω αρκετά χιλιόμετρα μακριά και ξαπλώνω ανάμεσα στα στάχια και τα κλαδιά. Τα χόρτα ανεμίζουν στο πλάι γιατί ακουμπάω το κεφάλι στο χώμα και ο αέρας είναι παχύς σα γιαούρτι και δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Είναι τόσο ωραία όταν φυσάει που καμιά φορά βουρκώνω με τα μάτια κλειστά. Με έχει πάρει ο ύπνος αρκετές φορές αλλά κάθε φορά ξυπνούσα απότομα γιατί νόμιζα πως έρχονταν λύκοι και για μένα. </div><div><br />
</div><div>Η πιο αγαπημένη μου σκέψη είναι το δέντρο που λέγεται 'κλαίουσα ιτιά'. Δεν έχω δει ποτέ αυτό το δέντρο αλλά ακούω τη μαμά να το τραγουδάει σε ένα τραγούδι. Αυτό το δέντρο πρέπει να έχει χιλιάδες πρησμένα μάτια από το κλάμμα και γύρω του θα υπάρχουν πολλές χιλιάδες χαρτομάντηλα. Αναρωτιέμαι γιατί να κλαίει κάποιος τόσο πολύ. Ίσως αυτό το δέντρο είναι αναγκασμένο να τρώει φασόλια κάθε μέρα.<br />
<br />
Δεν έχω φίλους. Δεν υπάρχει κανένας εκεί που μένουμε. Αν ανέβω στο λόφο του μπαμπά, μπορώ να δω λίγα σπίτια από δω κι από κει αλλά δεν ξέρω ποιοί μένουν. Δεν έχω δει ποτέ ένα παιδί σαν και μένα. Δεν ξέρω αν είμαι ψηλή ή κοντή. Δεν είχα κανένα ποτέ για να με συγκρίνω. Η μαμά λέει πως είμαι κανονική αλλά πως έχω μεγάλο κεφάλι. Όλα μου τα ρούχα έχουν κουμπιά στο λαιμό γιατί αλλιώς δεν μου μπαίνουν. Η μαμά έχει κανονικό κεφάλι. Τα δικά της ρούχα δεν έχουν κουμπιά στο λαιμό. Μου φαίνεται όμορφη αλλά δεν έχω δει άλλες μαμάδες για να τη συγκρίνω. Όταν τη φάνε κι αυτήν οι λύκοι, θα πρέπει να ράβω μόνη μου τα κουμπιά μου.<br />
<br />
Δε φοβάμαι το σκοτάδι αλλά μερικές φορές ακούω τα δέντρα να περπατάνε έξω. Συχνά εύχομαι να ανοίξει ένα το παράθυρό μου και να με πάρει. Ο αέρας μυρίζει αλλιώς τη νύχτα. Το σπίτι γίνεται διαφορετικό τη νύχτα. Αλλά δε φοβάμαι. Το μόνο που φοβάμαι είναι οι καθρέφτες. Δε θέλω να υπάρχουν δύο από μένα. Θέλω να είμαι μόνο εγώ.<br />
<br />
</div><div>Όταν μεγαλώσω θέλω να φυσάει ακόμα και να μη μεγαλώσει άλλο το κεφάλι μου.</div></div></div></div>Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-21272544267679656632011-10-08T09:25:00.000-07:002011-10-08T09:25:21.104-07:00Ιτ μαστ μπι ε ντρημ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">Τιπ ταπ. Περπατούσε πολύ σιγά. Τιπ ταπ, το φωτάκι στην άλλη άκρη του διαδρόμου τρεμόπαιζε και δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να φτάσει. Μερικες φορές μισόκλεινε τα μάτια της γιατί όταν τα άνοιγε της φαίνονταν όλα διπλάσια φωτεινά. Τα βήμματα πήγαιναν χοροπηδηχτά και ελαφριά σαν να βλέπεις σε σλόου μόσιον έναν άνθρωπο που καίγεται ενώ πατάει πάνω σε κάρβουνα. Αλλά με ήρεμο πρόσωπο, χωρίς τον πανικό του πόνου. Οι μπούκλες της ακουμπούσαν τους τοίχους του διαδρόμου διακριτικά και ανέμιζαν ελάχιστα αφήνοντας μια μικρή μικρούλα μυρωδιά αρώματος που δεν ταίριαζε καθόλου σε εκείνο το στενό μονοπάτι. Πού και πού ακουμπούσε τις άκρες των δαχτύλων της στους τοίχους προσπαθώντας να νιώσει την υφή γιατί όταν τα πράματα είναι σκοτεινά, μπορείς να νιώσεις τα πάντα επί δέκα.<br />
<div><br />
<div>Ήξερε πως την ακολουθούν αλλά κρατούσαν ακόμα μια απόσταση, σαν κύριοι. Μόνο για λίγο όμως. Γιατί μέσα σε λίγα λεπτά να επιταχύνουν και να επιταχύνουν. Έτρεχαν πίσω της και τα πρόσωπά τους έσταζαν παλιό πλαστικό πάνω στα παπούτσια τους και το πλαστικό σκαρφάλωνε έτσι άμορφο όπως ήταν πάνω στο πόδι τους και μετακινούταν προς τα πάνω μέσω της γάμπας τους και ανέβαινε στην πλάτη τους και μετά στο πρόσωπό τους και κατέληγε να στάξει πάλι πάνω στα παπούτσια τους. Ήταν σαν να ανακύκλωναν τον εαυτό τους. Θα μπορούσαν να τρέχουν έτσι για χρόνια, ενώ θα στάζουν επάνω τους. </div></div><div><br />
</div><div>Ο διάδρομος ήταν ατέλειωτος κι αυτό το κυνηγητό άρχισε να την κουράζει αλλά όταν πού και πού γύρναγε πίσω και έβλεπε πρόσωπα να λείπουν, τρόμαζε κι άλλο και δεν έκοβε ταχύτητα. Μέχρι που κάποιος τράβηξε το πάτωμα απ΄τα πόδια τους, αλήθεια το τράβηξε, σαν να ήταν ένα λεπτό σεντόνι, και έπεσαν όλοι σε μια περιστροφική σκάλα ενός φλεγόμενου σπιτιού, και όσα σκαλοπάτια άγγιζαν ανεβαίνοντας γίνονταν στάχτη και οι μπούκλες της άρχισαν να τσουρουφλίζονται και η σκάλα κατέρρε και το προς τα πάνω δεν σίγουρα καλή λύση γιατί η φωτιά ερχόταν από παντού.</div><div><br />
</div><div>Εκείνοι είχαν γίνει χίλοι μέσα σε έναν και ένας που διαιρέθηκε σε χίλιους και μια γατζώνονταν πάνω στη σκάλα σαν γρήγορη λάσπη και μια απλώνονταν σα κοπάδι από μαύρες παχιές μύγες, να προλάβουν τα σκαλοπάτια που έπεφταν. Η οροφή του σπιτιού ήταν αρκετά ψηλά και οι μύτες της φωτιάς χόρευαν νευρικά επάνω της λες και έδιναν παράσταση και είχαν άγχος. </div><div><br />
</div><div>Οι μπούκλες της είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους είχαν πάρει μικροσκοπικά καμμένα ψαλίδια που γρατζουνούσαν τους ώμους της και θεέ μου η σκάλα ήταν ατέλειωτη. Όσο ανέβαιναν τόσο πλήθαιναν τα σκαλοπάτια και κάποια στιγμή σαν να πήραν όλοι ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα, και βρέθηκαν σε ένα μπλε βυθό όπου όλα κινούνταν αργά και ο ήχος είχε πάρει σύνταξη. Μπορούσε ήρεμα να γυρίσει και να τους δει να τρέχουν πίσω της αλλά χωρίς να κινούνται, και στα δεξιά της ένα μεγάλο ψάρι με βαρετά μάτια άνοιγε νυσταλέα το στόμα του βγάζοντας από μέσα ένα μικρότερο ψάρι το οποίο έμοιαζε με το πρώτο και έκανε κι αυτό ακριβώς το ίδιο. Ψάρια έβγαιναν μέσα από ψάρια. Ψάρια γεννούσαν ψάρια απ'το στόμα και τίποτα δεν κινούνταν κανονικά και δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος.</div><div><br />
</div><div>Και μέσα σε δευτερόλεπτα μεταφέρθηκαν όλοι ξανά πάνω σε μια πάνινη μαύρη μπάλα με περίεργους νόμους βαρύτητας γιατί μπορούσαν να τρέξουν γύρω της χωρίς να πέφτουν. Μπορούσαν να τρέξουν ακόμα και απ'την κάτω μεριά. Αυτό συνέβαινε για μερικά λεπτά γιατί τότε η μπάλα άνοιξε και οι πλαστικομούρηδες τα χασαν λίγο. Σταμάτησαν να την κυνηγούν και κοίταζαν μέσα στη μπάλα και βγήκε ένας τύπος με μεγάλα μάτια και μια κάπα η οποία ήταν αρκετά μεγάλη ώστε με ένα ΦΑΠ! τους σκέπασε όλους</div><div><br />
</div><div>Και βρέθηκαν όλοι με τα χέρια τυλιγμένα γύρω απ'τα γόνατά τους να αιωρούνται σε ένα μικρό κενό ανάμεσα σε αστερισμούς ενώ ανάμεσά τους κολυμπούσαν γυρίνοι και εκείνη δε μπορούσε να ισιώσει το κορμί της και ένιωθε καταδικασμένη να είναι τυλιγμένη γύρω απ'τον εαυτό της για πάντα.</div><div><br />
</div><div>Χωρίς να το καταλάβει κανείς, είχαν επιστρέψει στο μικρό στενό διάδρομο μόνο που εκείνη είχε φτάσει στο τέλος και άνοιξε την πόρτα απ'όπου είχε σκάσει μύτη το φως και μόλις την άνοιξε όλα έγιναν μαύρα λες και μια μπογιά κάλυψε τη σελίδ</div></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-6254966376883150392011-10-07T16:07:00.000-07:002011-10-07T16:07:53.662-07:00Koden Sol. no.99<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">Ένας απλός παρατηρητής φόβων κουβαλάει μαζί του μια μικρή τσάντα με τα εργαλεία του. Ένα λεπτό μπλοκ (για να γυρνούν εύκολα οι σελίδες), ένα μολύβι μεσαίου μεγέθους με μόνιμα σπασμένη μύτη, ένα βαρίδι, ένα ζάρι και μια μάλλινη κουβέρτα στην οποία ζουν περίπου δύο πολιτείες ακάρεων οι οποίες δεν έχουν βρει ακόμα τρόπο να επικοινωνούν μεταξύ τους. Πιθανότατα δεν γνωρίζουν καν η μια την ύπαρξη της άλλης.<br />
<br />
Ο παρατηρητής απλώνει την κουβέρτα χωρίς να φοβάται τίποτα, κάθεται και περιμένει. Καταγράφει κάθε πιθανό φόβο που κρέμεται από περαστικά μάτια και νευρικά δάχτυλα. Καταγράφει φόβους που τρώνε παγωτό πάνω στους ώμους παιδιών, φόβους που έχουν γραπωθεί στα καπό των αυτοκινήτων, φόβους μπλεγμένους μέσα σε μαλλιά γέρων που βλέπουν το τέλος τους να τους αγγίζει το χέρι διακριτικά. Καταγράφει φόβους που ζυγίζουν λιγότερο απ'το βαρίδι του.<br />
<br />
Μικρά αποσπάσματα (με το φόβο να ακουστούν πολύ ελαφριά και ασαφή).<br />
<br />
Ένας μικρός άνθρωπος κάθεται κάτω από μια λάμπα. Προσωρινά δεν έχει φόβους, εκτός από έναν, ο οποίος λάμπει παντοτινά.<br />
<br />
Μια οροσειρά βουνών φοβάται το σκοτάδι. Ευτυχώς στο κοντινό χωριό πάντα κάποιος ξεχνάει ένα μικρό φως αναμμένο.<br />
<br />
Μια ίσια γραμμή και μια κατσαρή δε μπορούν ποτέ να συμφωνήσουν την κοινή τους πορεία. Φοβούνται και οι δύο πως οι δρόμοι τους θα χωρίζουν σύντομα αλλά δε συζητούν γι'αυτό.<br />
<br />
Ένας νεαρός καρχαρίας φοβάται πως δεν θα ξέρει πώς να κολυμπήσει όταν έρθει η ώρα.<br />
<br />
Το συναισθηματικό διάγραμμα ενός ανθρώπου χωρίς ψυχραιμία μοιάζει με αχτένιστους λόφους που βουτάνε και υψώνονται απότομα. Υπάρχει φόβος πτώσης.<br />
<br />
Οι αντίχειρες φοβούνται τα υπόλοιπα δάχτυλα λόγω συμπλέγματος κατωτερότητας (σε θέση).<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
Ο παρατηρητής φοβάται κατά καιρούς πως θα τελειώσει το μπλοκ ή το μολύβι ή και τα δύο αλλά αυτό δεν το έχει σημειώσει ακόμα.<br />
<br />
<br />
Και υπάρχει και ο φόβος του τέλους. Ενός τέλους γενικότερα.</div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1640440865124563003.post-16980614675710274652011-09-20T08:23:00.003-07:002011-09-20T08:23:26.155-07:00Inverness<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><br />
<div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;">Ανάμεσα στις διαθέσεις και τις προθέσεις που στέκονται όρθιες και σοβαρές σαν υπάκουοι σκύλοι, ανάμεσα σε όλες τις προσδοκίες και τους φόβους που παίζουν τα δάχτυλά τους ανήσυχα, ανάμεσα στις απαιτήσεις που προσπαθούν να κρύψουν το τράνταγμα στα ανυπόμονα γόνατά τους, ανάμεσα στις απλωμένες αγωνίες που στεγνώνουν σα σεντόνια κρεμασμένα από μπαλκόνια, υπάρχει ένα μικρό χρονικό περιθώριο το οποίο μου επιτρέπει, αν είμαι τυχερή, να αναρωτηθώ αν υπάρχει κάποιο άλλο μέρος που θα προτιμούσα να είμαι.</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;">Γιατί είναι πολύ εύκολο να ετικετάρεις τα μπουκαλάκια σου και μετά να τα τακτοποιείς στο ράφι και τελικά να μην πουλάς ποτέ τίποτα και να μην αγοράζει κανείς ποτέ τίποτα. Όμορφα αριθμημένα μπουκαλάκια, καλά κρυμμένα από τη σκόνη κι από κάθε ανθρώπινο μάτι.</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;">Και γιατί είναι και η συνήθεια και η συχνότητα που κάθονται κάπου εκεί ανάμεσα και κοιτάνε με τα φρύδια ήρεμα και ευθυγραμμισμένα σα γραμμές τετραδίου και με τρομάζουν.</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;">Και γιατί έχω την αίσθηση πως με μετράς.</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmL0Xj9_zG1jnq2dNk4_zrbGC-TeGQwy0to04PRq4paRZblGe7bzMdG0zZCzymRhqXMM3WP33UegOKBQrXSRETuDSY6FH0mEjam9rTHN6gL91sQWrehKjhyPKZF_CH9E9ajvfoaF-0307P/s1600/Screen+shot+2011-04-01+at+1.16.01+AM.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmL0Xj9_zG1jnq2dNk4_zrbGC-TeGQwy0to04PRq4paRZblGe7bzMdG0zZCzymRhqXMM3WP33UegOKBQrXSRETuDSY6FH0mEjam9rTHN6gL91sQWrehKjhyPKZF_CH9E9ajvfoaF-0307P/s320/Screen+shot+2011-04-01+at+1.16.01+AM.png" style="cursor: move;" width="149" /></a></div><div><br />
</div></div>Unknownnoreply@blogger.com0