Σχολείο Παιχνιδιών

Ξαφνικά άρχισαν να σου μιλάνε και δεν καταλάβαινες ούτε λέξη. Το σώμα μπορεί να πει το ίδιο πράγμα χρησιμοποιώντας γλώσσα, μάτια, χέρια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το νόημα αυτών που ήθελαν να σου κοινωνήσουν, έπεφτε σα μικρή πέτρα που αυτοκτονεί απ΄τη βαρεμάρα μέσα σε μια χαράδρα. Δεν είχαν καμία ελπίδα να ακουστούν. Και έπιανες τον εαυτό σου να φαντάζεται πως κατεβαίνει απ'τον ουρανό ένα τεράστιο συρραπτικό και τους κλείνει μια για πάντα τα στόματά τους, γιατί μιλάνε τόσο πολύ όλοι τους. Τόσο πολύ.

Όταν ένας άνθρωπος βγαίνει το πρωί απ'το σπίτι του, ξέρει λίγο-πολύ τι θα του συμβεί κατά τη διάρκεια της μέρας. Θα πάει στη δουλειά, θα φάει, θα γυρίσει σπίτι. Θα δει περίπου εικοσιπέντε άτομα που ξέρει. Θα κατουρήσει περίπου δεκαοχτώ φορές. Θα νιώσει κούραση και πείνα. Όλα αυτά είναι δεδομένα. Δεν καταλαβαίνεις πώς γίνεται οι άνθρωποι να μην παθαίνουν κατάθλιψη γνωρίζοντας πως όλη αυτή τη λούπα μπορεί να την διακόψει μόνο ένα σαββατοκύριακο ή κάποια ξαφνική αρρώστια. Αρχίζεις να τραβάς κλωστές απ'το μανίκι της μπλούζας σου, τυλίγοντάς τες σφτιχτά γύρω απ'τον αντίχειρά σου σαν να είναι ένα ζωντανό δαχτυλικό καρούλι που πρέπει πάσει θυσία να πνίξεις.

Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να πέφτουν σε λούπα, γιατί έτσι όλα μπαίνουν τακτοποιημένα στα συρτάρια τους και δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τίποτα για το οποίο δεν θα ήθελαν. Οι λούπες είναι καλές, είναι χρήσιμες. Ξεκουράζουν το μυαλό σου απ'τη λαίλαπα των αποφάσεων και των επιλογών, όπως ακριβώς ένας κατάκοιτος γέρος δέχεται να καταπιεί αβίαστα οποιαδήποτε νερόβραστη αηδία του σερβίρουν οι συγγενείς που βαριούνται πλέον να προσπαθήσουν για κάτι πιο εύγευστο.

Το μυαλό σου αρχίζει να κλωτσάει. Τι ζέστη κάνει εκεί μέσα! Σχεδόν καίει τα οπτικά σου νεύρα. Αν δεν φύγεις γρήγορα από κει, θα τυφλωθείς.

Αρχίζεις να προχωράς. Η ώρα είναι.. δεν έχει σημασία. Σκέφτεσαι πως υπάρχουν άνθρωποι που είναι καταδικασμένοι να πέφτουν για πάντα. Οι μέλισσες είναι αιωνίως κλεισμένες σε ένα κουτί να παράγουν κάτι κολλώδες (που ναι, είναι υπέροχο), μέχρι να πεθάνουν. Δεν θα νιώσουν ποτέ το χτυποκάρδι που προκαλεί το κλειστό φως σε ένα παιδικό δωμάτιο, ή πώς νιώθεις το παγωμένο νερό να κυλάει μέσα στο λαρύγγι σου μια αποπνικτικά ζεστή μέρα, ή το πόσο αδιανόητη είναι η ιδέα του να γίνεις αόρατος και τα μόριά σου να χαλαρώσουν αρκετά τις συνδέσεις τους έτσι ώστε να μπορείς να περνάς μέσα από τοίχους. Οι μέλισσες είναι όλες βασίλισσες της λούπας.

Συνεχίζεις να απομακρύνεσαι. Ελπίζεις πως μπορείς να επινοήσεις τον εαυτό σου ξανά. Κάποτε είχες μπει σε ένα παραμύθι. Τα παιχνίδια σου, ανέλαβαν να σου μάθουν τη σειρά των ημερών της εβδομάδας, γιατί ήσουν εντελώς ανίκανη να το κάνεις μόνη σου. Μια φορά σε ένα θέατρο, τα παιχνίδια σου, σου έταξαν

Μια φορά κι έναν καιρό
μια τρελή τρελή Τετάρτη
ο ανίκητος ιππότης
θα σ'ερωτευτεί τρελά
και θα μείνεις σε παλάτι! 

Μα σήμερα είναι Τετάρτη. Σήμερα είναι Τετάρτη. Και αύριο είναι Πέμπτη, και τότε θα είναι πολύ αργά.

Κάθεσαι σε ένα μικρό πεζουλάκι. Οι ελπίδες του "ας συμβεί κάτι" χάνονται σαν μπουρμπουλήθες που ξέφυγαν απ'το μπουκάλι του σαμπουάν και έσκασαν άδοξα πάνω στο πλακάκι του μπάνιου. Τα μάτια σου παραπονιούνται σαν νοικάρηδες που ασκούν το δικαίωμά τους για ησυχία. Πρέπει να κοιμηθείς σύντομα. Βγάζεις από την τσέπη σου ένα δαχτυλίδι που δε φοράς ποτέ και επιμένεις να μη χάνεις. Τα πράγματα που θες να χάσεις, δε σε αφήνουν ποτέ. Αν δοκίμαζες ποτέ να ρίξεις το δαχτυλίδι μέσα σε μια λεκάνη τραβώντας το καζανάκι, την επόμενη μέρα θα ξυπνούσες και το δαχτυλίδι θα σε περίμενε στην κουζίνα με ένα γλυκό ήρεμο χαμόγελο, ενώ θα σου ετοίμαζε πρωινό, λες και δεν έχει ιδέα για το τι του έκανες. Τα πράγματα που προσπαθείς να χάσεις, καλύτερα να τα αφήσεις στην ησυχία τους γιατί δεν αποφασίζεις εσύ για τη σχέση σας.

Το δαχτυλίδι έχει μια πράσινη πέτρα. Σκέφτεσαι πως αν το πράσινο ήταν άνθρωπος, θα ήταν ένας απροσδιόριστης ηλικίας άνθρωπος που θα επέπλεε γαλήνιος στο νερό κατά τη διάρκεια διακοπών. Αν το πράσινο ήταν έπιπλο, θα ήταν ένας καναπές σε ένα εγκαταλελειμένο σπίτι, που θα τον είχαν παρατήσει στη βεράντα, και θα κοίταγε πάντα στο ηλιοβασίλεμα. Αν το πράσινο ήταν χειρονομία, θα ήταν μια αγκαλιά μετά από μια κουραστική μέρα. Αν το πράσινο ήταν γεύση, θα ήταν μια βαρετή μπουκιά από πίτα που καθώς θα εξασθενούσε θα σου άφηνε μια γλύκα που θα σε οδηγούσε πάλι πίσω στην κουζίνα.

Αν το πράσινο μπορούσε να νιώσει πως μέσα σου μόλις γεννήθηκε ένας ωκεανός απελπισίας, θα ερχόταν αθόρυβα δίπλα σου και θα σου έπιανε το χέρι και θα σε τραβούσε προς το μέρος του, λέγοντας "Την επόμενη φορά που θα σε δω, δεν θα σε θυμάμαι. Αλλά κάνε υπομονή". Θα σου φαινόταν εξαιρετικά αγενές εκ μέρους του αλλά η ειλικρίνειά του και η ηρεμία του θα σε γοήτευε με ένα περίεργο τρόπο.

Αποφασίζεις να σηκωθείς απ'το πεζούλι. Ο δρόμος κάτω από τα πόδια σου έχει πυρώσει. Είσαι πιο αργή από ποτέ. Αφήνεις τους υπόλοιπους να προηγηθούν και τους κοιτάς από απόσταση. Είναι ακόμα Τετάρτη. Αυτό να σκέφτεσαι. Πως είναι ακόμα Τετάρτη.