Gallows

Είμαι δέκα χρονών. Με λένε 'εη' αλλά καμιά φορά με φωνάζουν Μπιάνκα. Μένω σε ένα μικρό σπίτι σε μια κοιλάδα και ο ήλιος έρχεται κάθε δυο χρόνια. Μάλλον δεν του αρέσει πολύ εδώ. Δεν τον αδικώ, δεν έχει τίποτα να κάνεις εδώ. Ο μπαμπάς μου έφτιαξε μια κούνια το φθινόπωρο αλλά μια μέρα είδαμε τα σκοινιά φαγωμένα και δεν τα αντικατέστησε ποτέ. Από τότε δεν έχει πραγματικά τίποτα να κάνεις εδώ. Ούτως ή άλλως οι κούνιες είναι για παιδιά.

Εδώ συνήθως κάνει χειμώνα. Έχουμε και φθινόπωρο αλλά σχεδόν το ξεχνάω καμιά φορά. Ο χειμώνας είναι καλός για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ανάβουμε κάθε μέρα το τζάκι και το σπίτι γίνεται πορτοκαλί από το φως και δεν είναι πια τόσο άσχημο μέσα. Θα ήθελα να βάλω και μέσα μου ένα τζάκι. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όταν ζωγραφίζω τοπία τα κάνω όλα άσπρα και δεν πειράζει καθόλου που δεν έχω χρωματιστούς μαρκαδόρους. Αν με ρωτήσει ποτέ κανείς γιατί όλες μου οι ζωγραφιές έχουν μόνο μαύρες γραμμές, θα θυμηθώ να πω αυτό. Εδώ έχουμε πάντα χειμώνα. Αν ο χειμώνας έχει κάπου εξοχικό, τότε η κοιλάδα μου είναι σίγουρα το κανονικό του σπίτι.

Μια μέρα η μαμά μου τσακώθηκε με τον μπαμπά μου και γω βγήκα έξω από το σπίτι για να μην ακούω. Κάθισα στο σκαλοπάτι της αυλής και κοίταξα το χώμα. Μέσα στο χιόνι είδα ένα μικρό κουνέλι. Ήταν παγωμένο και η κοιλιά του φαινόταν μεγάλη και τεντωμένη. Το κοίταζα αρκετή ώρα αλλά δεν το ακούμπησα. Η μαμά λέει να μην ακουμπάω τα πεθαμένα ζώα.

Λίγους μήνες μετά, ένα απόγευμα, η μαμά έστειλε τον μπαμπά για ξύλα. Έκανε πολλές ώρες να έρθει αλλά δεν το πρόσεξα. Την επόμενη μέρα ήρθε ένας κύριος στην πόρτα και κάτι είπε στη μαμά και εκείνη έπεσε κάτω φωνάζοντας. Μετά ο κύριος με κοίταξε με λύπηση. Η μαμά ήρθε και μου είπε πως του επιτέθηκαν λύκοι. Δεν έχω δει ποτέ λύκο. Μάλλον μοιάζει σκυλί με πολλά νεύρα. Φαντάστηκα ένα κοπάδι να του δαγκώνει τον λαιμό και τα χέρια. Την επόμενη μέρα θάψαμε το μπαμπά στο λόφο. Δεν ήξερα τι είχε μέσα το κουτί και αναρωτιόμουν τι να τρώνε οι λύκοι και αν η μαμά ακούμπησε το μπαμπά χωρίς να μου το πει. Ήμουν εγώ, η μαμά και άλλοι δυο κύριοι. Δεν έκλαψα καθόλου.

Δεν μου αρέσει να παίζω. Μου αρέσει όμως να φτιάχνω παιχνίδια και να τα χρησιμοποιώ με άλλο τρόπο. Φτιάχνω κούκλες από στάχια και λάσπη και μετά τις κρεμάω από το λαιμό με σκοινί και τις αφήνω έξω από την κουζίνα και η μαμά τρομάζει και με κλειδώνει στο δωμάτιό μου. Δε με πειράζει καθόλου αυτό. Το δωμάτιό μου έχει κι άλλους μέσα. Βλέπω κόκκινα μάτια να ανοίγουν στους τοίχους. Οι τοίχοι δεν έχουν αυτιά, όχι. Έχουν μάτια, και τα βλέπω εγώ αρκετά συχνά. Έχω προσπαθήσει να τους καρφώσω μολύβια αλλά κάθε φορά που πλησιάζω, κλείνουν.

Δε μου αρέσουν τα φασόλια. Η μαμά φτιάχνει συχνά φασόλια γιατί έχουμε πολλές σακούλες με φασόλια στην κουζίνα και νομίζω πως δεν θα τελειώσουν ποτέ. Μια μέρα την ρώτησα αν όλα τα παιδιά τρώνε φασόλια τόσο συχνά και μου είπε πως δεν είναι όλα τα παιδιά τυχερά. Δεν ξέρω αν το εννοούσε για μένα ή για τα άλλα παιδιά.

Η αγαπημένη μου ώρα είναι όταν φυσάει. Όταν φυσάει φεύγω απ'το σπίτι και πάω αρκετά χιλιόμετρα μακριά και ξαπλώνω ανάμεσα στα στάχια και τα κλαδιά. Τα χόρτα ανεμίζουν στο πλάι γιατί ακουμπάω το κεφάλι στο χώμα και ο αέρας είναι παχύς σα γιαούρτι και δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Είναι τόσο ωραία όταν φυσάει που καμιά φορά βουρκώνω με τα μάτια κλειστά. Με έχει πάρει ο ύπνος αρκετές φορές αλλά κάθε φορά ξυπνούσα απότομα γιατί νόμιζα πως έρχονταν λύκοι και για μένα. 

Η πιο αγαπημένη μου σκέψη είναι το δέντρο που λέγεται 'κλαίουσα ιτιά'. Δεν έχω δει ποτέ αυτό το δέντρο αλλά ακούω τη μαμά να το τραγουδάει σε ένα τραγούδι. Αυτό το δέντρο πρέπει να έχει χιλιάδες πρησμένα μάτια από το κλάμμα και γύρω του θα υπάρχουν πολλές χιλιάδες χαρτομάντηλα. Αναρωτιέμαι γιατί να κλαίει κάποιος τόσο πολύ. Ίσως αυτό το δέντρο είναι αναγκασμένο να τρώει φασόλια κάθε μέρα.

Δεν έχω φίλους. Δεν υπάρχει κανένας εκεί που μένουμε. Αν ανέβω στο λόφο του μπαμπά, μπορώ να δω λίγα σπίτια από δω κι από κει αλλά δεν ξέρω ποιοί μένουν. Δεν έχω δει ποτέ ένα παιδί σαν και μένα. Δεν ξέρω αν είμαι ψηλή ή κοντή. Δεν είχα κανένα ποτέ για να με συγκρίνω. Η μαμά λέει πως είμαι κανονική αλλά πως έχω μεγάλο κεφάλι. Όλα μου τα ρούχα έχουν κουμπιά στο λαιμό γιατί αλλιώς δεν μου μπαίνουν. Η μαμά έχει κανονικό κεφάλι. Τα δικά της ρούχα δεν έχουν κουμπιά στο λαιμό. Μου φαίνεται όμορφη αλλά δεν έχω δει άλλες μαμάδες για να τη συγκρίνω. Όταν τη φάνε κι αυτήν οι λύκοι, θα πρέπει να ράβω μόνη μου τα κουμπιά μου.

Δε φοβάμαι το σκοτάδι αλλά μερικές φορές ακούω τα δέντρα να περπατάνε έξω. Συχνά εύχομαι να ανοίξει ένα το παράθυρό μου και να με πάρει. Ο αέρας μυρίζει αλλιώς τη νύχτα. Το σπίτι γίνεται διαφορετικό τη νύχτα. Αλλά δε φοβάμαι. Το μόνο που φοβάμαι είναι οι καθρέφτες. Δε θέλω να υπάρχουν δύο από μένα. Θέλω να είμαι μόνο εγώ.

Όταν μεγαλώσω θέλω να φυσάει ακόμα και να μη μεγαλώσει άλλο το κεφάλι μου.

Ιτ μαστ μπι ε ντρημ

Τιπ ταπ. Περπατούσε πολύ σιγά. Τιπ ταπ, το φωτάκι στην άλλη άκρη του διαδρόμου τρεμόπαιζε και δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να φτάσει. Μερικες φορές μισόκλεινε τα μάτια της γιατί όταν τα άνοιγε της φαίνονταν όλα διπλάσια φωτεινά. Τα βήμματα πήγαιναν χοροπηδηχτά και ελαφριά σαν να βλέπεις σε σλόου μόσιον έναν άνθρωπο που καίγεται ενώ πατάει πάνω σε κάρβουνα. Αλλά με ήρεμο πρόσωπο, χωρίς τον πανικό του πόνου. Οι μπούκλες της ακουμπούσαν τους τοίχους του διαδρόμου διακριτικά και ανέμιζαν ελάχιστα αφήνοντας μια μικρή μικρούλα μυρωδιά αρώματος που δεν ταίριαζε καθόλου σε εκείνο το στενό μονοπάτι. Πού και πού ακουμπούσε τις άκρες των δαχτύλων της στους τοίχους προσπαθώντας να νιώσει την υφή γιατί όταν τα πράματα είναι σκοτεινά, μπορείς να νιώσεις τα πάντα επί δέκα.

Ήξερε πως την ακολουθούν αλλά κρατούσαν ακόμα μια απόσταση, σαν κύριοι. Μόνο για λίγο όμως. Γιατί μέσα σε λίγα λεπτά να επιταχύνουν και να επιταχύνουν. Έτρεχαν πίσω της και τα πρόσωπά τους έσταζαν παλιό πλαστικό πάνω στα παπούτσια τους και το πλαστικό σκαρφάλωνε έτσι άμορφο όπως ήταν πάνω στο πόδι τους και μετακινούταν προς τα πάνω μέσω της γάμπας τους και ανέβαινε στην πλάτη τους και μετά στο πρόσωπό τους και κατέληγε να στάξει πάλι πάνω στα παπούτσια τους. Ήταν σαν να ανακύκλωναν τον εαυτό τους. Θα μπορούσαν να τρέχουν έτσι για χρόνια, ενώ θα στάζουν επάνω τους. 

Ο διάδρομος ήταν ατέλειωτος κι αυτό το κυνηγητό άρχισε να την κουράζει αλλά όταν πού και πού γύρναγε πίσω και έβλεπε πρόσωπα να λείπουν, τρόμαζε κι άλλο και δεν έκοβε ταχύτητα. Μέχρι που κάποιος τράβηξε το πάτωμα απ΄τα πόδια τους, αλήθεια το τράβηξε, σαν να ήταν ένα λεπτό σεντόνι, και έπεσαν όλοι σε μια περιστροφική σκάλα ενός φλεγόμενου σπιτιού, και όσα σκαλοπάτια άγγιζαν ανεβαίνοντας γίνονταν στάχτη και οι μπούκλες της άρχισαν να τσουρουφλίζονται και η σκάλα κατέρρε και το προς τα πάνω δεν σίγουρα καλή λύση γιατί η φωτιά ερχόταν από παντού.

Εκείνοι είχαν γίνει χίλοι μέσα σε έναν και ένας που διαιρέθηκε σε χίλιους και μια γατζώνονταν πάνω στη σκάλα σαν γρήγορη λάσπη και μια απλώνονταν σα κοπάδι από μαύρες παχιές μύγες, να προλάβουν τα σκαλοπάτια που έπεφταν. Η οροφή του σπιτιού ήταν αρκετά ψηλά και οι μύτες της φωτιάς χόρευαν νευρικά επάνω της λες και έδιναν παράσταση και είχαν άγχος. 

Οι μπούκλες της είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους είχαν πάρει μικροσκοπικά καμμένα ψαλίδια που γρατζουνούσαν τους ώμους της και θεέ μου η σκάλα ήταν ατέλειωτη. Όσο ανέβαιναν τόσο πλήθαιναν τα σκαλοπάτια και κάποια στιγμή σαν να πήραν όλοι ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα, και βρέθηκαν σε ένα μπλε βυθό όπου όλα κινούνταν αργά και ο ήχος είχε πάρει σύνταξη. Μπορούσε ήρεμα να γυρίσει και να τους δει να τρέχουν πίσω της αλλά χωρίς να κινούνται, και στα δεξιά της ένα μεγάλο ψάρι με βαρετά μάτια άνοιγε νυσταλέα το στόμα του βγάζοντας από μέσα ένα μικρότερο ψάρι το οποίο έμοιαζε με το πρώτο και έκανε κι αυτό ακριβώς το ίδιο. Ψάρια έβγαιναν μέσα από ψάρια. Ψάρια γεννούσαν ψάρια απ'το στόμα και τίποτα δεν κινούνταν κανονικά και δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος.

Και μέσα σε δευτερόλεπτα μεταφέρθηκαν όλοι ξανά πάνω σε μια πάνινη μαύρη μπάλα με περίεργους νόμους βαρύτητας γιατί μπορούσαν να τρέξουν γύρω της χωρίς να πέφτουν. Μπορούσαν να τρέξουν ακόμα και απ'την κάτω μεριά. Αυτό συνέβαινε για μερικά λεπτά γιατί τότε η μπάλα άνοιξε και οι πλαστικομούρηδες τα χασαν λίγο. Σταμάτησαν να την κυνηγούν και κοίταζαν μέσα στη μπάλα και βγήκε ένας τύπος με μεγάλα μάτια και μια κάπα η οποία ήταν αρκετά μεγάλη ώστε με ένα ΦΑΠ! τους σκέπασε όλους

Και βρέθηκαν όλοι με τα χέρια τυλιγμένα γύρω απ'τα γόνατά τους να αιωρούνται σε ένα μικρό κενό ανάμεσα σε αστερισμούς ενώ ανάμεσά τους κολυμπούσαν γυρίνοι και εκείνη δε μπορούσε να ισιώσει το κορμί της και ένιωθε καταδικασμένη να είναι τυλιγμένη γύρω απ'τον εαυτό της για πάντα.

Χωρίς να το καταλάβει κανείς, είχαν επιστρέψει στο μικρό στενό διάδρομο μόνο που εκείνη είχε φτάσει στο τέλος και άνοιξε την πόρτα απ'όπου είχε σκάσει μύτη το φως και μόλις την άνοιξε όλα έγιναν μαύρα λες και μια μπογιά κάλυψε τη σελίδ

Koden Sol. no.99

Ένας απλός παρατηρητής φόβων κουβαλάει μαζί του μια μικρή τσάντα με τα εργαλεία του. Ένα λεπτό μπλοκ (για να γυρνούν εύκολα οι σελίδες), ένα μολύβι μεσαίου μεγέθους με μόνιμα σπασμένη μύτη, ένα βαρίδι, ένα ζάρι και μια μάλλινη κουβέρτα στην οποία ζουν περίπου δύο πολιτείες ακάρεων οι οποίες δεν έχουν βρει ακόμα τρόπο να επικοινωνούν μεταξύ τους. Πιθανότατα δεν γνωρίζουν καν η μια την ύπαρξη της άλλης.

Ο παρατηρητής απλώνει την κουβέρτα χωρίς να φοβάται τίποτα, κάθεται και περιμένει. Καταγράφει κάθε πιθανό φόβο που κρέμεται από περαστικά μάτια και νευρικά δάχτυλα. Καταγράφει φόβους που τρώνε παγωτό πάνω στους ώμους παιδιών, φόβους που έχουν γραπωθεί στα καπό των αυτοκινήτων, φόβους μπλεγμένους μέσα σε μαλλιά γέρων που βλέπουν το τέλος τους να τους αγγίζει το χέρι διακριτικά. Καταγράφει φόβους που ζυγίζουν λιγότερο απ'το βαρίδι του.

Μικρά αποσπάσματα (με το φόβο να ακουστούν πολύ ελαφριά και ασαφή).

Ένας μικρός άνθρωπος κάθεται κάτω από μια λάμπα. Προσωρινά δεν έχει φόβους, εκτός από έναν, ο οποίος λάμπει παντοτινά.

Μια οροσειρά βουνών φοβάται το σκοτάδι. Ευτυχώς στο κοντινό χωριό πάντα κάποιος ξεχνάει ένα μικρό φως αναμμένο.

Μια ίσια γραμμή και μια κατσαρή δε μπορούν ποτέ να συμφωνήσουν την κοινή τους πορεία. Φοβούνται και οι δύο πως οι δρόμοι τους θα χωρίζουν σύντομα αλλά δε συζητούν γι'αυτό.

Ένας νεαρός καρχαρίας φοβάται πως δεν θα ξέρει πώς να κολυμπήσει όταν έρθει η ώρα.

Το συναισθηματικό διάγραμμα ενός ανθρώπου χωρίς ψυχραιμία μοιάζει με αχτένιστους λόφους που βουτάνε και υψώνονται απότομα. Υπάρχει φόβος πτώσης.

Οι αντίχειρες φοβούνται τα υπόλοιπα δάχτυλα λόγω συμπλέγματος κατωτερότητας (σε θέση).




Ο παρατηρητής φοβάται κατά καιρούς πως θα τελειώσει το μπλοκ ή το μολύβι ή και τα δύο αλλά αυτό δεν το έχει σημειώσει ακόμα.


Και υπάρχει και ο φόβος του τέλους. Ενός τέλους γενικότερα.