eedeeth

Πώς νιώθεις τώρα που δε σχετίζεσαι με κανέναν και τίποτα; Κι οι καθρέφτες σου σε μισούν; Πώς νιώθεις τώρα που τα κόκκαλά σου είναι αδύναμα κι εύθραστα σα κιμωλίες; Μήπως σου λείπω λιγάκι; Πώς κοιμάσαι;

Τώρα που είσαι γέρος και αποσυνδεδεμένος κι η ζωή σου είναι απόλυτα προστατευμένη, πεινάς; Τρως; Μήπως καμιά φορά σου μολύνω το κεφάλι με σκέψεις; Όχι; Ναι;

Θυμάμαι κάθε λέξη και κάθε πρόταση. Έπρεπε να με είχες καταβροχθίσει εκείνη τη μέρα. Μόνο αυτό ήθελα.

Corydalis Arctica

Αγαπημένη μου,

Για αρκετό καιρό έπεφτες. Και έπεφτες μαλακά, αργά, σαν να μη σε επηρεάζει η βαρύτητα. Έπεφτες απαλά σαν ένα ευγενικό χαρτί που δεν κόβει τα δάχτυλα. Και δε σκέφτηκα να σε πιάσω γιατί υπέθεσα ότι θα ξυπνούσες. Και πέρασαν μέρες και νύχτες και μήνες που εσύ έπεφτες. Με βροχή, με ήλιο, η κίνησή σου δεν άλλαζε. Οι φάλαινες πρόλαβαν να κάνουν πολλά παιδιά κατά τη διάρκεια της πτώσης σου. Τα δέντρα διπλασιάστηκαν σε ύψος. Τα μαλλιά των φίλων σου άρχισαν να ασπρίζουν. Τόσο καιρό έπεφτες.

Και ένα απόγευμα, λίγο πριν σκοτεινιάσει τελείως, στράφηκες στη σκοτεινή πλευρά και βυθίστηκες στο νερό. Και αντί να μείνεις στην επιφάνεια, συνέχισες να βυθίζεσαι στον πάτο μέχρι που τα νερά μαύρισαν και δεν υπήρχε κανένα μικρό φως να φωτίζει την πτώση σου. Μακριά από μας, κι από μένα, έκανες ένα μεγάλο ταξίδι κατά τη διάρκεια του οποίου δεν ξέρω αν σκέφτηκες πού θες να φτάσεις. Γιατί πέρασαν μέρες, βδομάδες και μήνες. Μπορεί να πέρασαν και χρόνια.

Πέρασε καιρός. Έκανα υπομονή μαζί σου. Και μετά ξεχάστηκα και δεν έκανα τίποτα. Δεν έδειχνες να περνάς άσχημα, και σε χάζευα. Βρίσκεσαι στον πάτο της θάλασσας και μέσα σου κρύβονται τα μικρά ψάρια. Καμιά φορά δίπλα σου κολυμπούν καρχαρίες αλλά είσαι πολύ ήρεμη για να σε προσέξουν. Μοιάζεις με ανθρώπινο ναυάγιο που δεν έχει πνιγεί ακόμα.

Μερικοί ρωτούν τι να απέγινες αλλά αποφεύγω να απαντήσω γιατί νομίζω ότι έτσι σε διατηρώ ασφαλή. Αλλά πια δεν ξέρω.

Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Θα σε σηκώσω εγώ. Θα σε ξυπνήσω εγώ, γιατί, αν και δείχνεις πολύ όμορφη με τα κοράλια γύρω από τους καρπούς σου, ξέρω ότι δεν είναι αυτή η ζωή σου. Συγνώμη που ξέχασα πώς να σε φροντίζω. Που σταμάτησα να σε ταΐζω. Που σε έβαζα για ύπνο στη σκέψη μου. Τώρα ξέρω γιατί συγκινείσαι όταν οι άνθρωποι βιώνουν το δικό τους προσωπικό μεγαλείο. Ξέρω γιατί στα πάρτυ κρύβεσαι σε κάποιο δωμάτιο και κοιμάσαι. Ξέρω γιατί ανακατασκευάζεις τον κόσμο σου όταν δουλεύεις και προσπαθείς να βάζεις τις στιγμές σου σε φωτογραφίες. Κατάλαβα πως κάθε άνθρωπος, πριν γεράσει, πρέπει να σταματήσει να πέφτει, κι αν δε μπορεί να το κάνει μόνος του, πρέπει κάποιος να το κάνει για λογαριασμό του. Μπορώ να αναγνωρίσω το φόβο σου. Έχει μπει στα ρουθούνια μου και τα καίει. Ξέρω ακριβώς τι χρειάζεσαι. Μπορείς να στηριχτείς πάνω μου τώρα.

Θα σε τραβήξω από το βυθό, θα σε πλύνω και θα σε ντύσω. Θα σου χτενίσω τα μαλλιά και θα σου ανοίξω τα μάτια που έχουν γεμίσει αλάτι. Και μετά θα κλείσω τα φώτα και θα σε αφήσω να φωτίσεις μόνη σου το χώρο. Και ξέρω ότι θα το κάνεις όσο καλά φαντάζομαι.

Συγχώρεσέ με που κοιτούσα τόσο καιρό. Νιώθω μια απαρηγόρητη μετάνοια.

Οι άνθρωποι φεύγουν αν δεν τους κάνεις τίποτα.


Reckoner

Μέσα στα μάτια μας ζούνε μικροί νάνοι με απαλά δέρματα και καθαρές κάλτσες. Κοιτάνε έξω από τα μάτια μας και παρακολουθούν τις επιλογές που κάνουμε. Κολλάνε τα στόματά τους στο εσωτερικό του ματιού και γυαλίζουν με μια ανάσα ΧΑαα και μετά όλα είναι πιο καθαρά. Ύστερα φέρνουν την πολυθρόνα τους κοντά, αγκαλιάζουν ένα μεγάλο μπωλ με σταφίδες και φρούτα και τσιμπολογάνε κοιτώντας έξω από τα μάτια μας, όσο εμείς κάνουμε πράματα. Είναι σα να βλέπουν τηλεόραση.
Όταν κοιμόμαστε, πιάνουν δουλειά. Αρχίζουν και καταγράφουν όλα όσα είδαν, σε κάτι παχιά βιβλία που αποτελούνται από εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες, τα οποία όταν τελειώσουν και γεμίσουν, στιβάζονται προσεχτικά σε μια μικρή βιβλιοθήκη στο βάθος το ματιών μας, και τακτοποιούνται κατά έτος, μήνα, μέρα και ώρα.

Υπάρχει όμως ένα κακό νανάκι που δεν κάνει τίποτα από αυτά. Δεν καταγράφει τίποτα, όλη μέρα τεμπελιάζει και ζει εις βάρος των άλλων. Είναι βρώμικο, ατσούμπαλο και κακότροπο και δεν προσφέρει τίποτα στην μικρή κοινωνία των νάνων που υπάρχει μέσα στα μάτια μας. Όταν βαριέται πολύ, κάνει φασαρία ή χοροπηδάει δυνατά πάνω-κάτω και εμείς έχουμε πονοκεφάλους και ζαλάδες.

Αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο.

Υπάρχουν κάτι στιγμές που όταν οι υπόλοιποι νάνοι γράφουν ή παρατηρούν, το κακό νανάκι κλέβει κάποιο από τα στιβαγμένα βιβλία που έχουν τελειώσει και βγαίνει από την πίσω πόρτα του ματιού μας, περνάει τα οπτικά νεύρα και ταξιδεύει μέχρι να φτάσει βαθιά στο κεφάλι μας. Όταν βρει το μυαλό μας, κάθεται σε μια άκρη κάπου αναπαυτικά και ξεφυλλίζει το βιβλίο προσπαθώντας να βρει κάτι περασμένο και παλιό.

Κι όταν το βρει, μας το διαβάζει δυνατά με όλη του τη δύναμη, και το ακούμε μέσα στο κεφάλι μας χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτα που να μας προετοιμάσει. Και καμιά φορά όταν γίνεται αυτό, τα μάτια θολώνουν και οι υπόλοιποι νάνοι είτε δε μπορούν καλά και όλο καθαρίζουν, είτε κοιμούνται και δεν παίρνουν μυρωδιά τίποτα.

Και το κακό νανάκι επιστρέφει το βιβλίο στη θέση του και κανείς δεν μαθαίνει για την κακή του πράξη ποτέ.

Γι'αυτό καμιά φορά έχεις κάτι αλλά δεν ξέρεις τι, και νιώθεις άσχημα χωρίς να υπάρχει λόγος, και θυμάσαι πράγματα που θα ήθελες να ξεχάσεις για πάντα.

Κι αν σε ρωτήσουν, είναι πιο εύκολο να τους λες όλη αυτή την ιστορία,  παρά την αλήθεια.