Moved

Έπαθα αυτό που παθαίνουν οι κεραίες των σαλιγκαριών όταν τις αγγίζουν με την άκρη του δαχτύλου. Αυτό που μαζεύονται κάπως απότομα στην αρχή αλλά αργά στη συνέχεια, και χάνονται τελείως για κάμποσα δευτερόλεπτα.

Πάντα έτσι θα 'ναι;

Βίντεοτεηπ.

Όλες οι μέρες είναι ίδιες και όλες οι ώρες είναι ίδιες και είναι κρίμα που δεν μπορώ να δω τη νύχτα γιατί τότε είναι που τα πράγματα επιλέγουν να φανούν αν το επιθυμούν. Αυτό θεωρώ πως είναι ανεκτίμητο. Και αυτός είναι ο τρόπος μου να σου πω αντίο, γιατί δεν μπορώ να το κάνω πρόσωπομεπρόσωπο. Συνήθως βάζω τα πόδια μου πάνω στο γούφερ και οι κραδασμοί φτάνουν μέχρι και την τελευταία τρίχα του κεφαλιού μου. Μετά μάλλον θα ψηλαφίσω το χώρο να βρω την κούπα μου. Και θα κάνω πως κοιτάω έξω από το παράθυρο. Είμαι πιο ήρεμος όταν περπατώ από τοίχο σε τοίχο και αποφεύγω τις επικίνδυνες γωνίες των πραγμάτων που βρίσκονται εδώ μέσα. Και υπάρχουν πολλοί φιλόσοφοι που κάθονται μέσα στα ράφια μου και διαβάζουν, κι αν τελειώσει κανείς το διάβασμα κάνουμε μια κάποια παρέα ας πούμε. Τις μέρες που φυσάει είναι όλα άβολα γιατί το μόνο που ακούω είναι μια σούπα από βουητά και τριξίματα και απλώστρες που πέφτουν και είναι δύσκολο να απομονώσω αυτά που με ενδιαφέρουν. Και αυτός είναι ο τρόπος μου να σ~ όχι αυτό το είπα ήδη ε; Τα τετράδιά μου έχουν μόνο τεθλασμένες γραμμές μέσα. Τα τετράδιά μου τα έχω γεμίσει όλα. Τις σημαντικές σημειώσεις μου τις κρατώ σε πιο άυλα μέρη, γιατί φοβάμαι μήπως τις βροντοφωνάξει κανείς διαβάζοντάς τες. Χρησιμοποιώ πάντα γράμματα και οι καλύτεροί μου φίλοι είναι κι αυτοί γράμματα και λέξεις και αυτό είναι κάπως άτολμο, το ξέρω, αλλά είναι πολύ επικίνδυνο να βγω παραέξω. Όταν καταλάβω πως στέκομαι μπροστά σε καθρέφτη, προσπαθώ να φανταστώ πώς είναι τα μαλλιά μου και πώς θα ήμουν τσατισμένος. Τα φρύδια πρέπει να είναι ψηλά, το θυμάμαι αυτό, αλλά δεν ξέρω πού είναι τα φρύδια και πώς πρέπει να τα βάλω ψηλά. Το βλέμμα μου είναι σαν αδρανές ηφαίστειο παγωμένο στο χρόνο και δεν ξέρω αν θα μπορέσει ποτέ να εκραγεί για να με φοβούνται όλοι. Η έκρηξη είναι καλό πράγμα. Παράγει θερμότητα και φως, πέρα από όλα τα άλλα. Αν είσαι μακριά από την έκρηξη, δεν έχεις πρόβλημα αφανισμού ή σκόνης οπότε μπορείς απλά να απολαύσεις το θέαμα. Αλλά δεν νομίζω να εκραγώ ποτέ. Και αυτός είναι ο τρόπος μου να σου πω αντ~ ναι συγνώμη ξεχάστηκα και επαναλαμβάνομαι. Είμαι έτοιμος. Μπορείς να με ανοίξεις και να δεις τι έχω μαζέψει μέχρι τώρα. Πώς καταλαβαίνεις πως ήρθε η στιγμή; Με βλέμματα ε; Πώς να το κάνω εγώ αυτό; Νομίζω τελικά πως η μεγαλύτερη δυστυχία ενός τυφλού είναι πως δεν μπορεί να χαμογελάσει με τα μάτια.

Α_ _ _ _ _ _' είναι

  


 Να διαβάζεις ένα βιβλίο τη μέρα και την επόμενη να μην θυμάσαι τον τίτλο.

Να γράφεις τυχαίες λέξεις που σου αρέσουν πάνω σε σκόρπια χαρτιά, με μολύβια που δεν έχουν μυτερές άκρες.

Να μην πετάς ύστερα τα τυχαία χαρτιά.

Να ταξινομείς τους φακέλους μέσα στους οποίους φυλάς τα χαρτιά αυτά ανά ύψος.

Να λες συνέχεια πως εξελίσσεσαι ενώ δε γίνεται τίποτα.

Να έχεις μια απροσδιόριστη επιθυμία να αποφύγεις το μπάνιο και μόλις τελικά μπεις στη μπανιέρα, να συνειδητοποιείς πως δεν έχει ζεστό νερό.

Να μην μπορείς να σταματήσεις να χρωματίζεις μέσα στο πλαίσιο ενώ θες τόσο πολύ να βγεις απ'τις γραμμές.

Να μετράς ανάποδα αρχίζοντας πάντα από τον ίδιο αριθμό.

5

4

3

2

1

5

4

3

2

1

5

4

3

2

1

Να νομίζεις πως είσαι πάντα στην ώρα σου, σύμφωνα με το δικό σου ρολόι.

Να αργείς πάντα.

Να βρίσκεις τον πιο δύσκολο τρόπο για να κάνεις ακόμα και το πιο μικρό πράγμα.

Να μην σου αρέσει τίποτα ουσιαστικά.

Να κάνεις συνέχεια ρηφρές σε μια σελίδα.

Να την κλείνεις και αμέσως να την ξανανοίγεις.

Να ρωτάς πράγματα που δεν σε ενδιαφέρει η απάντησή τους.

Να χαμογελάς επειδή είσαι στο κρεβάτι σου.

Να διπλώνεις ένα χαρτί πολλές φορές μέχρι να τσακίσουν συμμετρικά οι άκρες.

Να φαντάζεσαι πως το χαλί σου μπορεί να κινείται όταν εσύ δε βλέπεις.

Να ανακατεύεσαι στην ιδέα του πρωινού ξυπνήματος αλλά να μην πηγαίνεις για ύπνο νωρίς για κανένα λόγο.

Να προσπαθείς να βρίσκεις συνώνυμα λέξεων που δεν χρησιμοποιείς συχνά, όπως δυσανάλογος και ακολουθία.

Να θες να γράψεις σε ένα τοίχο "πού είμαι;" αλλά να μην έχεις μαρκαδόρο.

Να μην μπορείς να σταματήσεις να βλέπεις διαφημίσεις στην τηλεόραση.

Να φαντάζεσαι τον εαυτό σου να φοράει αστεία καπέλα.

Να φαντάζεσαι τον εαυτό σου.

Να επινοείς τον εαυτό σου ξανά και ξανά.

Να δίνεις καλές συμβουλές αλλά να τα κάνεις σκατά όταν πρέπει να εφαρμόσεις αυτά που έλεγες επάνω σου.

Να αρνείσαι να βοηθήσεις στα παζλ για να μην παραδεχτείς πως όλα τα κομμάτια σου φαίνονται ίδια.

Να έχεις παντα πλάνο για την εβδομάδα που έρχεται και να εύχεσαι να γίνει κάτι για να αλλάξει.

Να φαντάζεσαι πως αιωρείσαι.

Να προσπαθείς να κάνεις πράγματα ταυτόχρονα και να αποτυγχάνεις παταγωδώς.

Να πέφτεις για ύπνο βαρύς και να ξυπνάς ασήκωτος.

Να απειλείς πως θα τους αφήσεις απ'έξω.

Να μην τους αφήνεις απ'έξω ενώ το αξίζουν.

Να μην μπορείς να αποφασίσεις.

Να μην ξεκινάς ποτέ για τίποτα.

Να νιώθεις κενός και να μη σε νοιάζει.

Να μετράς τις μέρες που έχεις ζήσει μέχρι τώρα.

Να μιλάς για συμπτώσεις και θαύματα.

Να βαριέσαι να γελάσεις δυνατά.

Να εύχεσαι να θυμάσαι.

Να ελπίζεις πως δεν θα σε ξεχάσουν.

Να μην σε θυμούνται και να το ξεχνάς.

Να θες να κλέψεις κάτι έστω και μια φορά.

Να ελπίζεις να χάσεις τα κλειδιά σου για να μη γυρίσεις σπίτι.

Να πίνεις με το ζόρι.

Να κοιμάσαι με το ζόρι.

Να κάνεις λίστες.

Να κάνεις λίστες.










Να κάνεις λίστες.

Δε φτάνει αυτό.

Άκου.


Είμαι ένας πύρινος άνθρωπος. Έχω πάρει φωτιά ολόκληρη, και τρέχω σε ένα φαρδύ δρόμο. Τρέχω τόσο γρήγορα που οι φωτιές πάνω μου είναι σχεδόν έτοιμες να πέσουν. Κρατιούνται με δυσκολία. Έχουν μπήξει τα δάχτυλά τους βαθιά μέσα στο δέρμα μου και προσπαθούν να μείνουν επάνω μου.

Δεν ωφελεί όταν μου πετάνε νερό από το πλάι γιατί η φωτιά είναι τόσο δυνατή που το νερό σταματά στις μυτερές της άκρες, και δεν τολμά να πάει πιο πέρα. 

Δεν έχει νόημα το να με κοπανάνε με χαλιά και πετσέτες για να κοπάσω. Το μόνο που συμβαίνει τότε είναι να αγριεύει η φωτιά και να φουντώνει προς τα πάνω γρυλλίζοντας, όπως μια αρκούδα στέκεται στα πίσω της πόδια και ουρλιάζει όταν θυμώσει. 

Δε μίλησα ποτέ για τίποτα. Δεν περιέγραψα ποτέ κανένα μέρος σε κανένα. Δεν κατηγόρησα το παραμικρό. Απλά έτσι έγινε. Είμαι πολύ μακριά από οτιδήποτε πλέον. Δεν θέλω να κάνω καμιά ζημιά πουθενά. Τρέχω εδώ και μέρες.

Έμαθα και κάτι μέσα σε όλο αυτό. Έμαθα πως κάποιος που τρέχει καθώς καίγεται, σκέφτεται συνέχεια πως δε μπορεί, κάποια στιγμή η φωτιά θα υποχωρήσει και δεν θα χρειάζεται πια να τρέχει για να την εξαντλήσει. Πόσο καιρό μπορεί να καίγεται ένας άνθρωπος; Δεν μπορεί να καίγεται για πάντα. 

Οπότε ακόμα κι αν ξέρετε τι θα συμβεί, αφήστε με να τρέχω. Έτσι θα έχω την εντύπωση πως κάποια στιγμή θα σβήσω. Απλά να κάνετε στην άκρη όταν με δείτε, από ευγένεια.


Δε θέλω άλλο.

Αλήθεια. Δε θέλω άλλο.

Ε ποτέητο'ζ ντάηαρυ.

Είμαι μια πατάτα. Είμαι μέσα στη γη και κανείς δεν με βλέπει, δε φαίνομαι. Αλλά απ'έξω έχω άνθη και καμουφλάρομαι όμορφα. Κανείς δεν ξέρει πως είμαι πατάτα.

Έρχονται πολλοί και μου μιλάνε. Αλλά πάντα φεύγουν ή τους διώχνω εγώ. Κάθονται εκεί δίπλα μου, πάνω στο χορτάρι, και μου λένε ό,τι κατεβάσει η κούτρα τους. Σύντομα βαριόμαστε και οι δύο. Και σε λίγο φεύγουν. Κανείς δεν έχει κάτσει να δει τι συμβαίνει μετά τη βαρεμάρα. Τι υπάρχει μετά. Καλύτερα, γιατί ούτε και γω δεν ξέρω. Είμαι η πιο βαρετή πατάτα που έχει φυτρώσει ποτέ. Δεν απαντάω ποτέ σε τίποτα.

Επίσης δεν θυμάμαι τίποτα απ'όσα έχω ακούσει μέχρι τώρα. Γιατί αυτό; Δεν είναι πως δεν άκουγα καλά. 

Μια μέρα λοιπόν ήρθε ένας κύριος. Έκατσε εκεί δίπλα μου με τα χέρια τεντωμένα πίσω από το σώμα του, να στηρίζουν το βάρος του. Φορούσε σκούρα γυαλιά. Ξεκίνησε να μου μιλάει. Δεν είχα πολλή όρεξη εκείνη τη μέρα και του φώναξα αμέσως ΤΣΑΚΙΣΟΥ ΑΠΟ ΔΩ, ΜΙΛΑΣ ΤΟΣΟ ΣΙΓΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΒΑΡΙΕΜΑΙ. Και αυτός μου είπε "Δε μιλάω εγώ σιγά, εσύ δεν ακούς δυνατά". 

Και τότε το βούλωσα και τον κοίταξα μέσα από το χώμα. Δεν με έβλεπε που τον κοιτούσα αλλά το βλέμμα μου ήταν τόσο επίμονο που θα ντρεπόταν. Δεν είπα λέξη για όλη την υπόλοιπη ώρα που έκατσε. Θυμάμαι τα πάντα που είπε. Καθόμουν εκεί σιωπηλή και τον άκουγα χωρίς να τον διακόψω ποτέ.

Όταν έφυγε ήμουν η πιο λυπημένη πατάτα στην ιστορία της Πατάτας. Σε όλους τους τόμους.

Και μια μέρα ο κύριος ξανάρθε. Εγώ όμως τότε δεν είχα άνθη από πάνω μου και ήμουν απλά μια άθλια πατάτα ζουπηγμένη μέσα στη γη. Νόμιζα πως δεν θα με αναγνωρίσει και θα φύγει. Αλλά με είδε. Έκατσε πάλι δίπλα μου και άρχισε να μου μιλάει. Κάποια στιγμή που σταμάτησε, του είπα πως "λυπάμαι τόσο για την εμφάνισή μου, μοιάζω λασπερή και αδέξια". Και αυτός γύρισε και με κοίταξε, και μου είπε "Μέχρι να το πεις εσύ, εγώ δεν το είχα προσέξει".

Η αλήθεια είναι πως μερικές φορές εύχομαι να μπορούσα να τον ρουφήξω μέσα στο χώμα για να μην ξαναφύγει ποτέ. Θα τον κρατούσα σφιχτά και θα βυθιζόμασταν πολλά μέτρα μέσα στη γη και γω δεν θα χρειαζόταν να ακούω πια τον κάθε άδειο άνθρωπο που τυχαίνει να κάθεται δίπλα μου. 

Αλλά είμαι μια πατάτα. Αυτός ένας κανονικός άνθρωπος με πνεύμονες και αίμα. Έχουμε μια πλατωνική σχέση. 

Αυτή η ιστορία είναι αληθινή. Δεν κρύβει κανένα κρυφό μήνυμα από πίσω και η ρηχότητά της πλησιάζει το άπειρο.

Συγνώμη που δεν μπορώ να σας εφοδιάσω με τρεις χιλιάδες διαφορετικές ερμνηνείες αλλά είμαι όντως μια πατάτα. Δεν υπάρχει τίποτα πριν και μετά από την αναμφίβολη λαχανικότητά μου.

Ο κύριος έρχεται ακόμα και μου μιλάει, και μερικές φορές φέρνει και τα παιδιά του μαζί. Εκτός από τις μέρες που βρέχει. Τότε δεν έρχεται κανείς και βρίσκω ευκαιρία να κοιμηθώ.

Επίσης μου είπε πως το αγαπημένο του λαχανικό είναι οι μελιτζάνες. Δεν ξέρω πώς να το πάρω αυτό.

Embed

Υπάρχει αυτή η κατάσταση που λέγεται κλάριτυ. Ε μόμεντ οβ κλάριτυ. Είναι η στιγμή που ξέρεις ότι θα μπορούσες να αναστενάξεις αλλά δεν το κάνεις, γιατί το ίδιο θα ήταν. Αναστενάζεις μέσα στο κεφάλι σου και αυτό φτάνει. Τα μάτια σου αποκτούν μια τρομερή σταθερότητα και τα φρύδια σου γίνονται μια ίσια γραμμή.

Και όλα μπαίνουν στη θέση τους. Κάθε μικρό πράγμα που έχεις κάνει, που έχεις ρίξει, που έχει στραπατσαριστεί, κάθε πράγμα που είναι θολό, μισοτελειωμένο, σακατεμένο, ασύνταχτο και ασαφές, κάθε πράγμα που έχει τρύπες, κενά, απουσίες, ερωτηματικά και αποχωρήσεις, κάθε μετανιωμένο, άγουρο, ανακατεμένο και δειλό πράγμα. Κάθε πράγμα μπαίνει στη θέση του και είναι όλα τακτοποιημένα μέσα στο κεφάλι σου και ξέρεις ποιός είσαι, τι έχεις επάνω σου και τι δεν έχεις, πού στέκεσαι, πού ήσουν και πού πηγαίνεις. Κι αν δεν το ξέρεις το υποψιάζεσαι, το κρυφακούς. Γιατί εκείνη την ώρα το κεφάλι σου είναι γεμάτο φωνές που είναι όλες δικιές σου και δεν νιώθεις άσχημα αν τις κρυφακούς. Σου ανήκουν όλες.

Και τότε λειτουργείς σαν σιωπηλή έκρηξη. Σαν ένα μεμονωμένο πυρηνικό μανιτάρι. Γίνεσαι πελώριος και αχανής και μεγαλώνεις και απλώνεσαι παντού στον χώρο λες και τα κύτταρά σου αφήνουν τα χέρια μεταξύ τους και μπερδεύονται με το φως και τα μόρια του αέρα και κάποιων πιθανών τοίχων. Ανακατεύεστε όλοι μαζί και δεν μπορείς να το ξεκάνεις, όπως όταν αναμειγνύεις μουστάρδα με κέτσαπ. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την ουσία σου. Δεν είσαι εσύ όπως σε ξέρεις αλλά ταυτόχρονα είσαι, με μια πιο ολοκληρωμένη έννοια. Είσαι εσύ και περικλείεις μέσα στην ύπαρξή σου πολλές άλλες υπάρξεις, αφηρημένες έννοιες, ιδέες και εμπνεύσεις. Είσαι ένα μικρό σύμπαν που δεν βγάζει κιχ. Είσαι τα πάντα γύρω σου και φυσάει από παντού και νιώθεις πως όπου να 'ναι θα σκορπίσεις προς όλες τις κατευθύνσεις και δεν θα σε ξαναβρεί ποτέ κανείς σε μια ενιαία μορφή. Αλλά, την ίδια στιγμή, είσαι πιο συμπαγής από ποτέ. Είσαι πιο ολοκληρωμένος από κάθε άλλη φορά. Είσαι όλα τα πράγματα που μπορείς να σκεφτείς και κινείσαι με τρομερή ταχύτητα πάνω σε μια πλατμόρφμα που δομείται από τα δισεκατομμύρια των σκέψεων που κάνουν τα χιλιάδες μυαλά σου. Είσαι το παντού και το πάντα και τα χέρια σου τελειώνουν εκεί που δεν μπορεί να δει ανθρώπινο μάτι.

Και όλα αυτά που ξέρεις γίνονται μια άμορφη μάζα στην οποία μπορείς επάνω να κάτσεις και να βλέπεις από μακριά όλα τα πράγματα που επιστρέφουν.

Γιατί τα πράγματα τείνουν να επιστρέφουν.

The Revelator

Υπάρχει ένα μεγάλο κτίριο με σπασμένα τζάμια που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο νεκροταφεία αυτοκινήτων. Η πρόσοψη του κτιρίου είναι μουτζουρωμένη και μοιάζει να γέρνει προς τα πίσω, με τον τρόπο που ένας μποξέρ αποφεύγει ένα χτύπημα στο σαγόνι. Μυρίζει λάστιχο και δέρμα. Στην πόρτα του κτιρίου υπάρχουν γρατζουνιές τεσσάρων δαχτύλων.

Μέσα στο κτίριο στεγάζεται ένας μεγάλος άνθρωπος, καρφωμένος στον κεντρικό τοίχο του κτιρίου. Εντελώς καρφωμένος και αμετακίνητος. Έχει μεγάλα χοντρά καρφιά στους ώμους, τους καρπούς, την κοιλιά, τη λεκάνη, τους μηρούς και τους αστραγάλους. Έφερε αντιρρήσεις στην αρχή αλλά τώρα πια το έχει αποδεχτεί. Δεν έχει κάνει τίποτα το σημαντικό ή το επικίνδυνο για να το αξίζει αυτό. Απλά είναι ένας πελώριος άνθρωπος καρφωμένος στον τοίχο. Δεν είναι κανένας πολεμιστής, αρχαιοκάπηλος, Μεσσίας, αναρχικός και δεν αποτελεί απειλή για τον οποιονδήποτε. οκ;

Περνάει κόσμος από κει. Μερικοί πετάνε πέτρες, άλλοι δεν μπαίνουν στο κτίριο. Συνήθως το απόγευμα μαζεύονται παρέες και κάθονται στις γωνιές του κυρίως δωματίου και καπνίζουν χαζεύοντας τον μεγάλο άνθρωπο. Και ύστερα φεύγουν. Ο άνθρωπος φοράει μια μπορντώ μπλούζα και ένα σκούρο γκρι παντελόνι και τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα και πενταβρώμικα. Κανείς δεν σχολιάζει το πόσο άσχημα μυρίζει. Κανείς δεν έχει πλησιάσει αρκετά για να το προσέξει.

Ας πούμε πως μεταξύ δυο σημείων υπάρχει μόνο μια ευθεία. Μόνο μια πιθανή ευθεία και καμία άλλη. Ναι το ξέρω πως ισχύει ούτως ή άλλως, αλλά ας πούμε. Μεταξύ του μεγάλου ανθρώπου και της παρέας που κάθεται στη δεξιά γωνία και ξεφλουδίζει τον τοίχο ενώ μιλάει, υπάρχει μια ευθεία. Μεταξύ του μεγάλου ανθρώπου και της κεντρικής πόρτας υπάρχει μόνο μια ευθεία. Μεταξύ του κτιρίου και του σπιτιού μου υπάρχει μόνο μια ευθεία. Και τα λοιπά.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο έκατσε ένας σκύλος. Ο άνθρωπος γύρισε και τον κοίταξε για δυο δευτερόλεπτα, όχι παραπάνω. Ο σκύλος έφυγε.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο κάποιος άναψε ένα τσιγάρο και κάπνισε για λίγο κοιτάζωντάς τον. Έφυγε μετά από δεκατρία λεπτά πατώντας τη γόπα του κάτω.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο μάλωσε ένα ζευγάρι. Η κοπέλα προσπαθούσε να πείσει και το αγόρι προσπαθούσε να πειστεί. Πιθανώς δεν τα κατάφεραν. Έφυγαν μετά από εικοσιέξι λεπτά, οχτώ δύσπιστα βλέμματα και τέσσερα βασικά σημεία στη συζήτηση που δεν μπόρεσαν να εντωπίσουν.

Και έτσι περνάει ο καιρός μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο. Είναι πλέον κάτι σαν συντριβάνι. Σαν μια μικρή πλατεία. Σαν ένα άγαλμα σε μια γωνία της πόλης. Δεν θυμάται κανείς πως είναι ζωντανός και ακούει τα πάντα.

Προσοχή: στην μεγάλη πόρτα υπάρχουν γρατζουνιές τεσσάρων δαχτύλων.

Ο μεγάλος άνθρωπος μιλάει. Το κτίριο είναι άδειο και δεν υπάρχει κανείς να τον ακούσει.

"Αυτή είναι μια ιστορία. 


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας κύριος που ζούσε σε ένα μικρό σπίτι. Δεν είχε ούτε ένα φίλο και δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνει. Καθόταν με τις ώρες μέσα στο σπίτι του και το φρόντιζε σαν να ήταν μικρό παιδί. Και το σπίτι χαιρόταν και έλαμπε. Από μέσα. Γιατί από έξω ήταν ένα μικρό γκρι κουτί με χαλασμένα παράθυρα. Από μέσα όμως ήταν ένα πλήρως τακτοποιημένο μέρος, με κουτάκια στα ράφια και διπλωμένες κουβέρτες στους καναπέδες.
Ο κύριος ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του. Δεν ήξερε κανέναν άλλον εκτός από το σπίτι του. Χάιδευε τους τοίχους και περπατούσε μαλακά στο πάτωμα, για να μην το τρομάζει. Όταν ξάπλωνε το βράδυ, χαμογελούσε στο ταβάνι και χτύπαγε φιλικά το πλάι του κρεβατιού του. 


Υπήρχαν μέρες που το σπίτι του ήταν άρρωστο. Εκείνες τις μέρες ο κύριος ήταν ανήσυχος σα γάτα. Έπαιρνε συνέχεια τη θερμοκρασία του καναπέ και αναστέναζε βαριά. Το σπίτι εμφάνιζε υγρασία στους τοίχους και στο ταβάνι του μπάνιου. Οι βρύσες έσταζαν και οι πόρτες έτριζαν. Ο κύριος ανησυχούσε πάντα το ίδιο υπερβολικά. Αλλά δεν το έδειχνε ποτέ. Ξενυχτούσε μέσα στο σπίτι μήπως και χρειαστεί κάτι. Το σπίτι γινόταν καλά μετά από λίγες μέρες. Πάντα έτσι γινόταν. Μετά από λίγες μέρες όλα έστρωναν. Οι βρύσες σταματούσαν να τρέχουν, ο καναπές γινόταν χλιαρός και το ταβάνι του μπάνιου στέγνωνε σαν αυγουστιάτικη πετσέτα. Και η ζωή κυλούσε έτσι.


Η ζωή κυλούσε έτσι. Αυτό σκεφτόταν ο κύριος. Ώσπου μια μέρα πήρε ένα μπιτόνι βενζίνη και έλουσε τα πάντα, μαζί και τον εαυτό του. Και έπειτα κάθισε στον καναπέ και άναψε ένα σπίρτο. Το σπίτι ούρλιαζε και έτρεμε αλλά ο κύριος το καθησύχαζε κρατώντας σταθερό τον καναπέ.


Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας κύριος που ζούσε σε ένα μικρό σπίτι. Και μια μέρα αποφάσισε πως δεν πάει άλλο και εξαφάνισε τα πάντα."

Ο μεγάλος άνθρωπος ξέρει πολλές ιστορίες που δεν ακούει κανείς. Μια φορά είπε την ιστορία για το πώς έδωσε τους αντίχειρές του σε ένα σκύλο που ήθελε απελπιστικά να κρατήσει επιτέλους ένα ποτήρι μπύρας. Αλλά ούτε αυτή την άκουσε κανείς.

Ιτς ωλλ γκουντ.

Αυτή θα είναι μια χαρούμενη ανάρτηση. Αλήθεια θα είναι. Μόνο που δεν ξέρω από πού να αρχίσω να γράφω. Άρα θα ξεκινήσω από κάπου, οπουδήποτε. Ένα τυχαίο σημείο.

Δεν πειράζει που περνάω άπειρες ώρες στο ίντερνετ. Δεν πειράζει που θέλω να τα μάθω όλα και δεν έχω φροντίσει για το πού θα τα βάλω. Δεν πειράζει που θέλω να χάνω τον ύπνο μου ενώ ξέρω πως τον έχω ανάγκη. Δεν πειράζει που δεν ξέρω τι άλλο έχω ανάγκη και καταλήγω να κάνω άσχετα πράματα. Δεν πειράζει που με πιάνουν τρομερές θλίψεις πολύ συχνά γιατί ξέρω πως δεν προσέχω αρκετά. Δεν πειράζει που δεν προσέχω αρκετά. Δεν πειράζει που κλαίω όταν εκνευρίζομαι και όλοι νομίζουν πως κλαίω από αδυναμία και μανιαμουνίαση. Δεν πειράζει που ασχολούμαι με μικροπράγματα όπως το να τακτοποιώ τα μπουκάλια με τα σαμπουάν ή το να καθαρίζω τα κάγκελα του μπαλκονιού λίγο πριν βρέξει. Δεν πειράζει που κάθομαι αντί να στέκομαι. Δεν πειράζει που μαραζώνω. Δεν πειράζει που αν και ξέρω τι με πειράζει, δεν κάνω τίποτα γι'αυτό. Δεν πειράζει που δεν διαβάζω ποτέ το μπλογκ μου γιατί με θλίβει. Δεν πειράζει που δεν θα δω ποτέ την Ανταρκτική. Δεν πειράζει που δεν θα κολυμπήσω ποτέ δίπλα σε μια φάλαινα. Δεν πειράζει που παθαίνω κρίσεις άγχους για πράγματα που ποιός χέστηκε. Δεν πειράζει που μερικές φορές θέλω να παραιτηθώ και απλά να τρέξω αργά πάνω στο κρεβάτι σα λάβα. Δεν πειράζει που δεν θα βρω ποτέ το κουράγιο να μάθω πιάνο έτσι όπως το φαντάζομαι. Δεν πειράζει που αφήνω ανθρώπους να με στεναχωρούν γιατί ξέρω πως δεν θα τους έχω για πάντα. Δεν πειράζει που δεν το ξέρουν. Δεν πειράζει που σκέφτομαι συνέχεια πώς να κλείσω τους δικούς μου σε ένα κουτί που θα τους κρατήσει για πάντα, κάπου, μακριά από όλα τα άσχημα που μπορεί να σκεφτεί ένα ανθρώπινο μυαλό. Δεν πειράζει που τρελαίνομαι επειδή δεν μπορώ να το κάνω. Δεν πειράζει που ξέρω πως δεν θα πετάξω ποτέ με ολόδικά μου φτερά, που να αποτελούν κομμάτι του σκελετού μου. Δεν πειράζει που κανείς δεν θα καταλάβει ποτέ πώς νιώθω όταν βλέπω ένα σκύλο. Δεν πειράζει που πρέπει να κάνω επιλογές για κάτι που είναι απλό. Δεν πειράζει που πρέπει να προσπαθώ για πράματα που δεν θα έπρεπε. Δεν πειράζει που δεν μπορώ να αποτυπώσω αρκετά γρήγορα όλες τις σκέψεις μου. Δεν πειράζει που κάθε λεπτό χάνομαι όλο και πιο πολύ μέσα σε ένα πράγμα που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Δεν πειράζει που αυτό συμβαίνει εδώ και δεν θυμάμαι πόσο. Δεν πειράζει που σκέφτομαι και σκέφτομαι χωρίς να γίνεται τίποτα καλύτερο. Δεν πειράζει που δεν μπορώ να το πω σε κανένα. Δεν πειράζει που έχω αυτό που χρειάζομαι αλλά όχι αυτό που θέλω. Δεν πειράζει που συχνά δεν θέλω τίποτα. Δεν πειράζει που αυτό δεν με πειράζει. Δεν πειράζει αν δεν με θέλει κανένας, αν δεν με θελήσει κανείς ποτέ, αν σταματήσω να με θέλω εγώ κάποια στιγμή, αν αφεθώ κι αν πάψω να υπάρχω και χαθώ εντελώς πριν ακόμα πεθάνω με ένα κανονικό θάνατο.

Δεν πειράζει τίποτα από αυτά.

Είναι τρομερό το να είσαι ζωντανός. Έχουν μιλήσει όλοι άπειρα γι'αυτό. Έχουν δίκιο. Είναι τρομερό και ταυτόχρονα είναι τόσο συνηθισμένο που δεν μπορώ να το συλλάβω πλήρως. Δεν το εκτιμάω όσο θα έπρεπε. Δεν του φέρομαι σωστά. Δεν ξέρω σε τι ηλικία θα πεθάνω αλλά το σκέφτομαι συνέχεια. Κάποια στιγμή θα πεθάνω τελείως. Εντελώς και αμετακλήτως. Θα είναι ένας θάνατος που δεν θα μπορώ να ελέγξω. Δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα γι αυτό. Μπορεί να πεθάνω μέσα σε φτιχτούς πόνους, μπορεί ήσυχα στον ύπνο μου, μπορεί απλά να παγώσει το βλέμμα μου μια μέρα που θα βλέπω τηλεόραση. Μπορεί να γίνει στιγμιαία μέσα σε ένα αμάξι. Μπορεί να πεθάνω από χαρά. Δεν ξέρω πώς θα γίνει. Δεν έχω ιδέα αν έπεσα μέσα σε τίποτα μέχρι στιγμής. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν θα είμαι εδώ για πάντα. Θα πεθάνω και τα πάντα θα συνεχίσουν να γίνονται όπως τα ξέρω.  Σε κάποια χρόνια είναι σίγουρο πως δεν θα υπάρχω καθόλου. Όλα τα κομματάκια μου θα έχουν χαθεί. Ίσως υπάρχει κάποια με το όνομά μου. Μπορεί να μην έχουμε καμία συγγένεια.Ίσως το σπίτι μου να ανήκει σε κάποιον δικό μου. Ίσως να μην υπάρχει καν το σπίτι μου. Το σπίτι μου. Το σπίτι στο οποίο περπατάω εδώ και 21 χρόνια αλλά βασικά δεν έχω ιδέα πού το πάω αυτή τη στιγμή. Είναι 6:23 το πρωί και νιώθω αυτή τη γλυκιά ζέστη που έχει ένα πρόσωπο που έχει κλάψει για ώρες. Μισό λεπτό, δεν έκλαιγα ε; Απλά νιώθω αυτή τη ζέστη και το πρήξιμο και απέκτησα την ικανότητα να ακούω τους τοίχους. Μου φαίνονται όλα ήρεμα και ξεκάθαρα και ήσυχα και δεν με πειράζει τίποτα αυτή τη στιγμή. Δεν πειράζει, αράχτε. Άραξε. Το αφήνω στην τύχη του, οκ; Εντελώς. Το παρατάω όλο να πέσει κι ας γίνει ό,τι είναι να γίνει. Το αφήνω μόνο του και πάω πιο κει να κάνω κάτι άλλο. Μπορεί και να μην κάνω τίποτα. Αλλά δεν ασχολούμαι περισσότερο με τίποτα. Με τίποτα, στο ορκίζομαι.

Αφού σου το είπα. Αυτή εδώ θα είναι μια χαρούμενη ανάρτηση. Έβαλα τα δυνατά μου δηλαδή.

85 (eighty-five) is the natural number following 84 and preceding 86



Είμαι ο κυριότερος ταξιδευτής. 

Ένας ανεξάρτητος παρατηρητής.

Ένας γλυκόπικρος αποσπάστης προσοχής. 

Είμαι ένα αφοσιωμένο λογιστικό κομπιούτερ. 

Ένα τεράστιο ηλιακό ρολόι.

Ένα συμπαγές κουτί 99 φόβων.

Είμαι ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο παρατημένων μαθηματικών ιδεών. 

Μια ασήκωτη ισοπεδωμένη γειτονική πόλη.

Ένα παγωμένο σουπερνόβα.

Δεν μπορείς να με πάρεις μαζί σου.  



question~

Ε, ψιτ, να σου πω.

Μήπως τελικά μιλούσες στον εαυτό σου εκείνη τη μέρα; 

Sonar

Πλήρης άγνοια της κατάστασης και εισχώρηση σε νέα πεδία. Αναγνώριση ενδεικτικών συντελεστών προσέγγισης. Περισσότερη προσοχή και εστίαση. Σύγκλιση και ταύτιση, δημιουργία άρρηκτων δεσμών μεταξύ άγνωστων μονάδων επεξεργασίας. Απουσία γνώσης για περαιτέρω τεχνικά ζητήματα. Ανάπτυξη επιστημονικού ενδιαφέροντος, πρόσληψη μεγαλύτερου εργατικού δυναμικού. Σύνδεση, έντονη προσγείωση.

Πρώτη προσέγγιση επιτυχής με κάποιες αναταράξεις. Επόμενες προσπάθειες πιο διασκορπισμένες. Απομάκρυνση και διατήρηση ασφαλούς απόστασης. Προσπάθεια διατήρησης λεπτών πτυχώσεων εύθραυστων συσχετίσεων και ελιγμοί εξισορρόπησης του κλίματος. Επίμονη συστολή υλικών και συμμετεχόντων. Προβολή θετικών στοιχείων αυτοεξορισμού και επικέντρωση σε αναπόσπαστα κομμάτια ουτοπικών εξεγέρσεων με στόχο την ανασύνταξη των στρατευμάτων. Κατόπιν, επιστροφή στα μητρικά κουβάρια και διαπίστωση μονιμότητας της κατάστασης. Δημιουργία κανόνων και ορισμών, επανάληψη και αποστήθιση, και έπειτα απόλυτη λήθη. Aπομάκρυνση από το στόχο για άλλη μια φορά.

Επιλογή αντικειμένων, ρύθμιση εισόδων, επεξεργασία ανάρμοστων κατευθύνσεων με στόχο την προσάραξη μόνο σε ευχάριστες τοποθεσίες, επανεκκίνηση μηχανισμών και παύση συνειρμικών διαδικασιών που λειτουργούν αρνητικά στην απομάκρυνση από περίφημα παραδείγματα-φορείς. Συγκάλυψη με τη βοήθεια φιλικών οπερέητορς, καταβύθιση σε υπόγειες κατοικίες υπό την παρουσία πολλών ατίθασων συντελεστών, ανταλλαγή προθέσεων και συγκρατημένη χρήση μηχανισμών συναγερμού μετά την αναγνώριση οικείων εσωτερικών αναταράξεων. Πλήρης καταγραφή όλων των παρελθόντων και ανάλυση εις βάθος με κύριο σκοπό τον αποκλεισμό των όποιων παρεξηγήσεων. Εξακρίβωση στοιχείων ξενικών αφίξεων και παρουσιάση στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας όλων των συμβάντων.

Σιωπηλή υποχώρηση. Υπομονή μέχρι την επόμενη απογείωση.

I'm an ocean in your bedroom

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, λίγο πιο βαρύς απ'ότι συνήθως. Είχε μόλις πλύνει τα δόντια του και μπορούσε με τη γλώσσα να νιώσει κάτι απομεινάρια οδοντόκρεμας στον ουρανίσκο του. "Η οδοντόκρεμα είναι το πιο ουδέτερο είδος σαπουνιού που υπάρχει. Το σαπούνι περιέχει λάδι. Κάποιες φορές όμως χρησιμοποιούμε σαπούνι για να ξεπλύνουμε το λάδι. Τι να σημαίνουν όλα αυτά και τι ώρα να είναι;" Αποφάσισε να σταματήσει τους συνειρμούς. Το ξυπνητήρι ήταν ήδη ρυθμισμένο για τις 7, αλλά το τσέκαρε ούτως ή άλλως. Είναι από αυτά που κάνεις παρ'ότι είσαι σίγουρος πως τα έχεις κάνει ήδη. Ξέρεις. Είσαι εκεί; Μα φυσικά και είσαι. Απλά τσέκαρα.

Κοίταξε λίγο τριγύρω. Το παράθυρο ήταν εντελώς κλειστό, το κρεβάτι ατσαλάκωτο, η πόρτα κλειστή επίσης, οι παντόφλες του στη θέση τους. ΟΥΦ. Ένας μικρός αναστεναγμός. Ώρα για ύπνο. Άνοιξε το πάπλωμα και χώθηκε από κάτω. Το κρεβάτι ήταν πολύ κρύο αλλά τι πείραζε; Έχει ξαναγίνει. Κοίταξε το ταβάνι για τελευταία φορά και έκλεισε τα μάτια. "Ποιός κοιμάται ανάσκελα διάολε;"

Πέρασε μια ώρα. Είχε πάει 3. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ρολόι. Σιγά μην τον είχε πάρει ο ύπνος τόσο εύκολα. Γύρισε στο πλάι. Κούνησε λίγο τα πόδια του που τώρα πια είχαν ζεσταθεί. "Πάμε πάλι, άλλη μια φορά."

Άλλη μια ώρα. Ούτε καν κοίταξε το ρολόι αυτή τη φορά. Ρουθούνισε δυνατά και έκλεισε με δύναμη τα μάτια. Τι αηδία να μην σε παίρνει ο ύπνος όταν πρέπει. "Ας ξαναπροσπαθήσουμε, έλα, κάποια στιγμή θα γίνει." Η επιμονή του να κοιμηθεί ήταν αξιοθαύμαστη. Σχεδόν έφτανε τη δική μου.

Μέσα σε λίγα λεπτά άκουσε κάτι να στάζει. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω. Όλα ήταν στεγνά. Γύρισε απ'το άλλο πλευρό και κοίταξε την πόρτα μέχρι που τα βλέφαρά του έπεσαν ΠΑΦ κάτω.

Πέρασε κάμποσο. Πάλι νερό. Ήταν σίγουρος πως άκουσε νερό. Άνοιξε τα μάτια. Εστίασε κάτω στην πόρτα, στο άνοιγμα από το πάτωμα, μια μικρή κηλίδα νερού ερχόταν σιγά στο δωμάτιο. Τώρα τα μάτια ήταν διάπλατα ανοιχτά. Δεν σηκώθηκε καν να δει από πού έρχεται. Απλά καθόταν εκεί, ξαπλωτός μέσα στο πάπλωμα, και κοιτούσε.

Η κηλίδα άρχισε να μεγαλώνει επικίνδυνα. Είχε φτάσει τα πόδια του κρεβατιού. Άρχισε να τρέχει νερό απ'την κλειδαρότρυπα. Και λίγο μετά απ'τα πλάγια της πόρτας. Το χαλί είχε γίνει μούσκεμα. Ένα τρίξιμο. Η πόρτα έτριζε. Το νερό μαζευόταν στο πάτωμα, είχε ξεπεράσει το χαλί. Τι ώρα να ήταν; Ποιός νοιάζεται για την ώρα, εδώ μπαίνουν νερά χωρίς λόγο.

Το τρίξιμο δυνάμωσε, τα νερά άρχισαν να μπαίνουν με πίεση απ'τα πλάγια, η πόρτα άρχισε να κυρτώνει. Κάτι κυρτώνει την ξύλινη πόρτα. Προσπαθεί να την παραβιάσει.Τα μάτια του γυάλισαν και στρογγύλεψαν και σταμάτησε να αναπνέει για να ακούσει πιο προσεκτικά. Τα πόδια του έκαιγαν μέσα στο πάπλωμα. Ένα πολύ δυνατό τρίξιμο της πόρτας και έπειτα μια παύση.

Παύση. Και μια γρήγορη σκέψη: "Τι ώρα να είναι;"

Και τότε η πόρτα υποχώρησε, και εισέβαλε ένας τεράστιος όγκος νερού που δεν υπολόγιζε τίποτα, γέμιζε το δωμάτιο και παρέσυρε τις καλοτακτοποιημένες παντόφλες του και το κομοδίνο με το συνεπέστατο ξυπνητήρι. Ένας σπαρταριστός ήχος που θα μπορούσε να είναι το πιο εκκωφαντικό πράγμα που έχει ακούσει ποτέ. Δεν σταματούσε να μπαίνει νερό. Πλημμύριζε το δωμάτιο. Με τι ταχύτητα να πλημμύριζε το δωμάτιο; Και τι ώρα να είχε πάει; Λύσσα κακιά με την ώρα.

Δεν ήταν φόβος. Ένιωθε ένα άλλο πράγμα, που έμοιαζε με ανυπομονησία, ενδιαφέρον, λαχτάρα. Το νερό σκέπαζε τα πάντα, το πάπλωμα άρχισε να επιπλέει, τα πόδια του κινούνταν χαλαρά. Δεν κολυμπούσε, απλά υπήρχε. Κοιτούσε με δέος το νερό που δεν έπαυε λεπτό να επιτίθεται στα πάντα. Κοιτούσε και κοιτούσε και δεν χόρταινε.
Και τότε άκουσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του.



"Είμαι ένας ωκεανός μέσα στο δωμάτιό σου.

Θα σε τυλίξω και θα σε παρασύρω. 

Θα σε κάνω να τα ξεχάσεις όλα και δεν θα λυπηθώ τίποτα. 

Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος. 

Εγώ θα σου δείξω τα πάντα. 

Μόνο πες μου πού θες να πας."



Δεν περίμενε να ακούσει άλλα. Απλά έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε μέσα στο κεφάλι του. Όσοι δεν ξέρουν ποτέ τι ώρα είναι, είναι ευτυχισμένοι.

PSR B1257+12

Ήταν φοβερό το θέαμα. Εμείς βέβαια ήμασταν πολύ μακριά αλλά εγώ προσπαθούσα να συμπληρώσω τις λεπτομέρειες. Ήταν δύσκολο γιατί γυάλιζε το παράθυρο και αναγκαζόμουν να κρύβω το τζάμι με τις χούφτες μου. Άνοιγε τις θάλασσες πολύ φουριόζα γιατί έπρεπε να προλάβει μάλλον. Γρήγορα. Δεν σκεφτόταν καθόλου. Και ανέβαινε τα σκαλιά με δυο χιλιάδες πόδια και υπέθεσα πως μετρούσε τα σκαλοπάτια ανάλογα με το πόσες φορές έβλεπε τα γόνατά της να λυγίζουν. Έσπρωχνε και σκουντούσε χωρίς να δίνει παραπάνω εξηγήσεις και συγνώμες γιατί είπαμε, υπάρχουν και όρια, και τώρα δεν ήταν ώρα για άσκηση κοινωνικών δεξιοτήτων. Αγένεια και σπρώξιμο για να προλάβει, έτσι σκεφτόμουν. Οι άλλοι δεν πολυσυμμετείχαν γιατί είχαν έρθει και τα φαγητά.

Ο βράχος φαινόταν πιο μεγάλος από μακριά. Ακόμα και σε μένα φαινόταν μεγάλος από μακριά. Ήταν και βράδυ, είχε πιάσει και ένας αέρας, είχε και άγχος, δεν γινόταν να υπολογίσει ακριβώς. Αλλά τώρα που τον έβλεπε από κοντά, ο βράχος ήταν μικρότερος. Τουλάχιστον έτσι πίστευα. Παραμέρισε δυο μίλια θάλασσα για να φτάσει σε αυτόν τον βράχο. Ανέβηκε πάνω, στάθηκε ακριβώς στη μέση, έκλεισε τα μάτια και πήρε μιααααανάαασαα, αυτό το είδα ξεκάθαρα.

Και τότε άρχισε να αναβοσβήνει. Μέσα στο βαθύ μπλε, ένα κόκκινο αναβόσβηνε με σταθερές παύσεις χωρίς ποτέ να αργεί ή να σταματά. Δεν σταμάτησε να αναβοσβήνει ούτε στιγμή. Την κοιτούσα για ώρες. Κάθε φορά που έσβηνε ευχόμουν να μην μείνει σβηστή. Ήταν ένα πολύ περίεργο συναίσθημα.

Με πήρε ο ύπνος πάνω στο τζάμι. Ντροπή μου που το λέω αλλά ήμουν άυπνη. Ξύπνησα μέσα σε πολύ φως και όλοι γύρω παραήταν φαγωμένοι και πιωμένοι για να μου πουν τι έγινε. Δεν νομίζω πως τους ένοιαξε και πολύ. Τους μισώ όλους. Αηδιαστικοί μεθυσμένοι κόπροι. Πότε σταμάτησε να αναβοσβήνει ρε; Έσωσε κανέναν τελικά; Μήπως μετατράπηκε σε πάλσαρ; Ίσως να την πήρε το κύμμα;

Αναβόσβηνε όλο το βράδυ. Δεν ξέρω τι απέγινε. Δεν ξέρω.


Ήθελα να 'ξερα, δεν είστε ευτυχισμένοι;

Θα έρθει η στιγμή που κάποιος θα σταματήσει να περιγράφει. Και τότε η ασημένια γάτα θα χωνέψει το ποντίκι που κάθεται αναποδογυρισμένο στην κοιλιά της και μόλις το κάνει αυτό θα νιώσει πολύ μόνη και αυτό το αίσθημα θα της προκαλέσει μια τρομερή ευτυχία.  Και τα φυτά θα σπάσουν τις γλάστρες και θα ριζώσουν στο μάρμαρο και θα καμπουριάσουν κάτω απ΄το ταβάνι για να χωράνε, και τα πλήκτρα του πιάνου θα ανοίξουν την πόρτα στον πρώτο και θα αρχίσουν πηδώντας να ανεβαίνουν τα σκαλιά για να φτάσουν στον δεύτερο και να χτυπήσουν την πόρτα μου να μπουν μέσα, και μόλις μπουν θα τακτοποιηθούν στη σωστή θέση και θα κουρδιστούν μόνα τους. Και η κουζίνα θα μυρίζει όμορφα και τα μυρμήγκια δεν θα σουλατσάρουν πάνω στους πάγκους. Θα μένουν κύριοι στη φωλιά τους.

Θα έρθει η στιγμή που δεν θα πονάνε πια τα χέρια μου όταν ξυπνάω και θα έχω ήρεμο κεφάλι που δεν θα είναι γεμάτο δηλητήριο. Θα πάρω όλες τις φωτογραφίες που έχω ερωτευτεί και θα τις κολλήσω με σάλιο τη μια δίπλα στην άλλη και θα φτιάξω μια φωλιά να πηγαίνω να κοιμάμαι τα απογεύματα. Και όλα τα γράμματα που έχω γράψει θα παραδοθούν εκεί που πρέπει και θα διαβαστούν από τα σωστά μάτια και δεν θα κάθονται μέσα στην οθόνη μου να πιάνουν χώρο.  Και θα αποχωριστώ όλα τα πράγματα που με έχουν αφήσει πίσω τους χωρίς να το ξέρω αλλά δεν θα έχει σημασία γιατί κανείς δεν θα περιγράφει πια.

Και εκεί που θα περπατάω στην Ομόνοια θα νιώσω ένα μικρό χεράκι να πιάνει το χέρι μου και θα γυρίσω να κοιτάξω κάτω και θα είναι η μικρή Μυρτώ με τις αστείες αφέλειές της και τα κόκκινά της παπούτσια. Θα την κρατώ γερά και θα περπατώ λίγο πιο σιγά για να με προλαβαίνει και ίσως να βουρκώσω από ευτυχία γιατί κανείς ποτέ δεν καταλαβαίνει το λόγο που ουρλιάζω όταν κάποιος επιστρέφει από το παρελθόν. Δεν θα πω τίποτα όμως για να μην την τρομάξω. Θα προσέχω όταν περνάμε το δρόμο και θα χαμογελώ μέσα στο κεφάλι μου όταν την ακούω να σιγομουρμουρά λέξεις. Και θα νιώθω ήσυχη και ασφαλής καθώς θα περπατάμε χέρι-χέρι μπροστά από τη Σταδίου χωρίς να κοιτιόμαστε.

Μερικές φορές η ζωή μου πέφτει πολύ βαριά, μικρή Μυρτώ. Συγνώμη αν σε απογοητεύω.

Και

άνοιξε ο τοίχος σα βαριά κουρτίνα και μπήκε μέσα μια σκούρα σκόνη, πράσινη και θαμπή. Κατακάθισε παντού και μένα δεν με ένοιαξε ούτε λίγο, τρομερό. Και μετά δυο άσπρα χέρια παραμέρισαν τον τοίχο που ανέμιζε ανατριχιαστικά σα σάρκα που κρέμεται, και βγήκε από μέσα ένας ψηλός τύπος που το κεφάλι του ήταν μέσα σε μια γυάλα και δεν μπορούσα να δω την έκφρασή του. Και βημάτιζε γυρίζωντας γύρω από τον εαυτό του, πολύ αργά, και όταν το ένα πόδι πατούσε κάτω, το άλλο βρισκόταν στον αέρα. Δεν πατούσαν ποτέ και τα δυο ταυτόχρονα στο πάτωμα. Και γω ήμουν μπροστά του πάνω στον καναπέ ξαπλωμένη με μισάνοιχτα μάτια, με το πάπλωμα να σκεπάζει το στόμα και τη μύτη μου και ένιωθα ένα μικρό ζεστό φόβο αλλά δεν το κουνούσα ρούπι.

Γύριζε αυτός γύρω γύρω και καθώς κουνούσε το κεφάλι του, έπεφτε νερό απ'τη γυάλα και φοβόμουν μην τελειώσει το νερό και δεν έχει πού να κολυμπήσει το ψάρι αν και ψάρι δεν είχα δει. Σκεφτόμουν συνέχεια το ψάρι και ήθελα να ξεσκεπάσω τη μούρη μου και να του πω "πρόσεχε λίγο πώς χορεύεις, θα σκοτώσεις το ψάρι" αλλά όλο το ανέβαλα και μάλλον καλύτερα γιατί δεν υπήρχε ψάρι, όχι δεν υπήρχε ψάρι, αυτή ήταν η λογική εξήγηση. Αλλά ήμουν σίγουρη πως θα υπήρχε ένα ψάρι εκεί μέσα γιατί οι γυάλες δεν πάνε ποτέ μόνες τους.

Και μετά αυτός ο ψηλός κύριος ακούμπησε τον αριστερό τοίχο και μόλις έβγαλε το χέρι του είδα ένα πύρινο αποτύπωμα στο σχήμα της παλάμης του και κατάλαβα πως τα χέρια του είναι ένα επικίνδυνο σημείο και τότε άρχισα να αγχώνομαι μην μου αγγίξει το πρόσωπο και έκανα πως δεν τον κοιτούσα μπας και δεν έχει προσέξει πως είμαι εκεί και περάσω απαρατήρητη. Τότε λοιπόν άρχισε με αυτό τον αργό χορό να έρχεται προς το μέρος μου με τις παλάμες να κοιτούν το πρόσωπό μου, σαν να ήταν τυφλός και να προσπαθούσε να ψυχανεμιστεί το μέρος με την αφή. 

Και προσπαθούσα να ακούσω αν ο αέρας που ακουμπάει τις παλάμες του κάνει φτσσς φτσσς γιατί αυτό θα σήμαινε πως είναι ακόμα πύρινες και καυτές και είχα τόσο άγχος που ένιωθα μέσα μου να γίνοται εκρήξεις και μέσα στην κοιλιά μου είχε ισοπεδωθεί μια μικρή πόλη και κινδύνευαν και τα τριγύρω χωριά. Ερχόταν προς το μέρος μου λοιπόν με τα μακριά του πόδια και ήθελα να με καταπιεί ο καναπές αλλά μετά εκείνος έστριψε ξαφνικά και πήγε κάπου πίσω μου και γω τώρα πια έβλεπα μόνο τον αέρινο τοίχο και τα αποτυπώματα από τις παλάμες του και την πράσινη σκόνη που είχε κατακάτσει πάνω στα ηχεία και ευχόμουν θεέ μου ας μη νιώσω χέρια στο πρόσωπό μου σε παρακαλώ ας μη με τσουρουφλίσει και τι συνέβη επιτέλους και σε κείνο το ψάρι αν και ψάρι δεν είχα δει.

Και τότε ένιωσα ένα μεγάλο σφίξιμο στο στομάχι και με μια πολύ αργή κίνηση μετακίνησα το πάπλωμα και είδα πως η κοιλιά μου είχε ανοίξει και έβγαινε νερό με ορμή, πολύ νερό, και δεν ήξερα τι ακριβώς να νιώσω γιατί δεν ένιωθα πόνο και ξαφνικά μέσα στο νερό εμφανίστηκε ένα ψάρι και φώναξα από μέσα μου ΤΟ ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΥΠΗΡΧΕ ΨΑΡΙ ΤΟ ΗΞΕΡΑ και το ψάρι σου ορκίζομαι με κοίταξε και άρχισα να σκέφτομαι πώς διάολο μπορείς να προσεγγίσεις συναισθηματικά ένα ψάρι. Με κοιτούσε για πολλά δευτερόλεπτα και κάποια στιγμή αποφάσισε να πηδήξει και όταν το έκανε ένα μεγάλο χέρι πετάχτηκε ξυστά δίπλα από το κεφάλι μου και το έπιασε στον αέρα και μου έκαψε και λίγο το αυτί καθώς περνούσε και άκουσα το ψάρι να καίγεται μέσα στην πύρινή του παλάμη και ένιωσα τα μάτια μου να παγώνουν και την κοιλιά μου να στερεύει από νερό. 

Και τότε είδα τον κύριο να χορεύει πάλι αργά προς τα πίσω έχοντας το ψάρι στην παλάμι του και εγώ ξεχείλιζα από οργή και λύπη μαζί και όταν έφτασε κοντά στον ανοιχτό τοίχο έκανε μια υπόκλιση και έπεσε πάρα πολύ νερό απ'τη γυάλα, πολύ περισσότερο απ'όσο έπρεπε να πέσει, και αφού σηκώθηκε όρθιος πέταξε το καμμένο ψάρι μέσα στη γυάλα και μπήκε πάλι μέσα στον τοίχο και όλη η σκόνη σηκώθηκε στον αέρα και άρχισε να στροβιλίζει και με έπιασε βήχας.

Και κάπου εκεί ξύπνησα. 

Και συνειδητοποίησα πως με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, και το ποτήρι που κρατούσα έπεσε στην κοιλιά μου και μούσκεψε όλη μου τη μπλούζα και γύρισα την ταινία πίσω να δω πόσο έχασα και είχαν περάσει μόλις 12 λεπτά. Πρόλαβα να καταστραφώ σε 12 λεπτά. Αφού άλλαξα πήγα στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ σαν άνθρωπος αλλά σκεφτόμουν μόνο το ψάρι και δεν με έπαιρνε ύπνος και τελικά δεν κοιμήθηκα καθόλου. Περίμενα να πάει οχτώ και μόλις αυτό συνέβη, σηκώθηκα επιτόπου και σκούπισα όλο το σαλόνι για να είμαι σίγουρη πως δεν έχει σκόνη. Και ναι αυτή τη στιγμή νιώθω να καταρρέω απ'την κούραση και πραγματικά αναρωτιέμαι ρε Μυρτώ πώς φτάσαμε ως εδώ.

control & shift

Είναι ή πολύ νωρίς ή πολύ αργά. Δεν μπορώ να αποφασίσω. Ό,τι και να ΄ναι, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ ούτε λίγο.


Δεν μου αρέσει καθόλου να μιλάω στα κεφαλαία. Αλλά καμιά φορά πρέπει. Ίσως το προσπαθήσω αργότερα, τα κεφαλαία με τρομάζουν κάπως και ούτως ή άλλως δεν έχω ιδέα πού να δώσω έμφαση εδώ μέσα. Μάλλον θα έρθει από μόνο του.


Κάποιες μέρες γίνομαι η άγκυρα του εαυτού μου και με κρατώ δυνατά και σταθερά στην ίδια θέση. Θέλω να τα έχω όλα υπό έλεγχο και να υπάρχει μια τάξη. Όχι πως με ενοχλεί το χάος, το αντίθετο. Ακόμα και στο χάος υπάρχει τάξη αλλά δεν θα το αναλύσω ΚΑΙ αυτό τώρα. Α! Να, μίλησα στα κεφαλαία. Δεν φωνάζω ρε, για έμφαση μόνο. Αυτή λοιπόν η εμμονή μου να έχω μια σταθερότητα και μια ασφαλή τάξη, με κάνει να αποζητώ το κοντρόλ. Καταρχήν το πλήκτρο και ύστερα βλέπουμε. 


Το κοντρόλ λοιπόν είναι ένα πλήκτρο που υπάρχει στο πληκτρολόγιό σου, κοιτάξέ το, είναι πολύ κάτω αλλά δεν το νοιάζει και πολύ γιατί ξέρει τι του γίνεται και τα έχει καλά με τον εαυτό του. Κάθεται εκεί ήσυχο-ήσυχο και επιβλέπει τα πάντα με μια σοφία. Είναι εντελώς ακούνητο και τα ελέγχει όλα με μια αξιοπρέπεια. Είναι ένας φάρος ελέγχου των παρορμήσεων. Μια μεγάλη πινακίδα που στη μέση της λαμποκοπά ένα ΠΡΟΣΟΧΗ! Να κι άλλα κεφαλαία. Πάλι για έμφαση, όχι για εκφοβισμό, σου ορκίζομαι.


Το κοντρόλ λοιπόν είναι ένα πολύ καλό πλήκτρο. Προτιμώ το ντο δίεση αλλά αυτό είναι μια άλλη πικρή ιστορία. Ο έλεγχος είναι ένα πολύ καλό "κουμπί" λοιπόν. Ναι τώρα μάλλον δεν μιλάω για το πλήκτρο. Ένα σωστό εργαλείο. Αποζητώ να έχω τον έλεγχο στα πάντα πάνω μου, στα πάντα που με αφορούν και με τα οποία επηρεάζω τον εαυτό μου και αυτός επηρεάζει τους άλλους και οι άλλοι με τη σειρά τους επηρεάζουν εμένα. Θέλω να ξέρω πως μπορώ να βασιστώ επάνω μου ανά πάσα στιγμή, γιατί πρέπει να είμαι όσο πιο ανώδυνη γίνεται για τους άλλους. Σκέψου ένα διάφανο άνθρωπο, σαν καλογυαλισμένο τζάμι. Να φαίνομαι μόνο αν μου αφήσει κάποιος δαχτυλιές. Δεν θέλω να έχω ούτε λίγο ίμπακτ πουθενά γιατί μου αρέσει απλά να υπάρχω. Μερικές φορές δεν τα καταφέρνω αλλά όποτε το πάρω χαμπάρι, κοιτάζω το κοντρόλ και ανακουφίζομαι γιατί νομίζω πως επιστρέφω στην όμορφη ελεγχόμενη κατάσταση που έχω φτιάξει στο μυαλό μου μισό λεπτό να δω πού το πήγαινα α ναι


Λοιπόν το κοντρόλ έχει αυτό το καλό. Είναι εκεί σταθερό, με μια υπομονή γίγαντα, με ένα βλέμμα σιγουριάς σαν του Σον Κόννερυ στα γεράματα, και έχει τα πάντα υπό την προστασία του. Μπορεί να έχει μονόκλ και θεληματικό πηγούνι. Το κοντρόλ πίνει μπράντυ τα κρύα βράδια του χειμώνα και σκεπάζει τα πόδια του με καρώ κουβέρτες. Κατεβάζει πάντα το καπάκι της τουαλέτας όταν τακτοποιήσει τις υποθέσεις του, κι ας ξέρει πως μένει μόνο του στο σπίτι και δεν περιμένει κανένα επισκέπτη. Το κοντρόλ είναι πάντα εκεί, στην ίδια θέση, στο ίδιο σημείο, εκεί χαμηλά, δεν το πειράζει, ελέγχει και επιβλέπει να είναι όλα μετρημένα και όπως τους αρμόζουν. Και εδώ έρχεται και τρυπώνει το σιφτ.


Το σιφτ είναι μεγάλος διάολος. Είναι πανέξυπνο πλήκτρο, τρομακτικά τετραπέρατο. Αν το κοντρόλ είναι έχει το βλέμμα του Σον Κόννερυ, το σιφτ έχει την τσαχπινιά του Μπιλλ Μπέηλυ. Σου χαμογελάει σαν κωλόπαιδο εκεί που δεν το περιμένεις, και ξαφνικά όλα παίρνουν άλλο νόημα και πιάνεις τον εαυτό σου να χαχανίζει με απρέπειες. Το σιφτ δεν πιστεύει σε τίποτα. Κυκλοφορεί με ξεχειλωμένες ζακέτες και κάνει συνέχεια τράκα πράγματα που δεν χρησιμοποιεί ποτέ. Κάνει τράκα τσιγάρα, και αυτό είναι εντελώς παράλογο, γιατί δεν καπνίζει. Θέλει απλά να σε βάλει στη διαδικασία. Να είσαι σε εγρήγορση. Πάει επίτηδες σε θλιμμένους ανθρώπους και τους σιγομουρμουράει αστεία δίστιχα για να τους τσιγγλίσει. Και μετά φεύγει. Πάει πιο πέρα. Πιο πάνω. Κοίτα το, όλο προς τα πάνω δείχνει. Θέλει να κινείται συνεχώς. Γιατί γνωρίζει πως όσο χρήσιμο κι αν είναι το κοντρόλ, είναι ταυτόχρονα και εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί σε αναγκάζει να είσαι στάσιμος και ακούνητος στο ίδιο σημείο και έτσι γίνεσαι εύκολη λεία. Γιατί αν είσαι το μόνο ακούνητο πράγμα μέσα σε ένα κινούμενο ποταμό ενέργειας, τότε κάποιος θα σε κάνει σποτ ον και τότε ποιός χέζει και τον έλεγχο και την αυτοσυγκράτηση. 


Το σιφτ, η μετατόπιση, σώζει ζωές. Για αρχή το σιφτ ως πλήκτρο. Παρατήρησε το πώς μου επιτρέπει να βάζω τόνους και κεφαλαία.. Και μετά πάλι μικρά. Σώζει συγγραφικές ζωές και αφηγηματικά σπίτια. Είναι ένα θαύμα, δεν βρίσκεις; Δεν είναι ποτέ ακίνητο, υπάρχει μια συνεχής μετατόπιση. Το σιφτ ως μετατόπιση. Το σιφτ ως ιδέα. Και έπειτα ως κάτι άλλο. Πρέπει να μετατοπίζομαι συνέχεια γιατί νιώθω πως με σημαδεύουν και είναι πιο δύσκολο να σημαδέψεις κάτι εν κινήσει παρά όταν είναι ακούνητο. Σαν τα ελάφια που βλέπουν τις κάννες κυνηγών να τα κοιτούν στα μάτια. 


Οπότε εγώ τώρα κάνω μια επαναλαμβανόμενη κίνηση απ'το κοντρόλ στο σιφτ και πάλι πίσω, και δεν μπορώ να αποφασίσω ποιό είναι πιο ωφέλιμο, να τα έχω όλα υπό έλεγχο αλλά να είμαι εύκολος στόχος ή να μετατοπίζομαι συνεχώς μη έχωντας κανένα απολύτως έλεγχο στα πράματα που με αφορούν, παραμένωντας όμως ολόκληρη όπως με ξέρω και χωρίς ζημιές; Ένα ατέλειωτο πέρα-δώθε από το κοντρόλ στο σιφτ και από το σιφτ στο κοντρόλ. Ως πλήκτρα είναι αρκετά κοντά, περίπου ένας όροφος μακριά. Αρκεί το κοντρόλ να κοιτάξει λίγο πάνω και ωπ ναι να το σιφτ όπως το περίμενε. Αλλά ως πράξεις είναι λιγάκι απροσδιόριστα μακριά το ένα από το άλλο. Και αν αυτό το πέρα-δώθε σου γίνει συνήθεια, κάποια στιγμή σαλτάρεις και αρχίζεις και μιλάς μόνος σου (γκουχου) και νομίζεις πως πρέπει να τα κάνεις όλα εσύ και να σκορπάς την τάξη για να είναι όλα ήσυχα, αλλά και πως πρέπει ταυτόχρονα να τρέχεις γιατί η μετατόπιση είναι η μόνη σωτήρια λύση. 


Έλα σοβαρά τώρα, πώς μπορείς να βάλεις κάτι σε τάξη αν κινείσαι συνέχεια; Είναι σαν να τρέχεις γρήγορα γύρω από ένα πυργάκι Τζένγκα και να έχεις τη απαίτηση μόλις έρθει η σειρά σου να τραβήξεις το κυβάκι σου χωρίς να τα κάνεις όλα πουτάνα. Συγνώμη δε βρίζω, είναι που δεν μπορώ να βάλω άλλα κεφαλαία γιατί μου τελείωσε η έμφαση και πρέπει κάπως να εκτονώσω την κατάσταση γιατί έχει πάει και αργά (ή νωρίς; ακόμα δεν μπορώ να αποφασίσω) και έχουμε και ένα κρεβάτι που μας περιμένει.

Sídhε out~



Τα πάντα εδώ μέσα αντιπροσωπεύουν κάτι, ακόμα και η πιο μικρή λεξούλα αντικατοπτρίζει μια μικρή ψυχολογική αστάθεια. Αισθητικά, το αποτέλεσμα είναι λίγο ανισόρροπο και χαοτικό, δηλαδή οκ δεν βγάζω νόημα, και όντως μερικές φορές τα πράματα γίνονται λίγο πιο γκλούμυ από όσο νόμιζα και περίμενα πως θα βγουν, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν διαβάζω ποτέ αυτά που γράφω, αφού τα γράψω. Δεν έχει νόημα και δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Δεν με ενδιαφέρει να φτιάχνω όμορφα και περίτεχνα κείμενα. Κανένα κείμενο στο παρόν μπλογκ δεν έχει δεχτεί επεξεργασία προηγουμένως, και δεν έχω κάνει ποτέ προσχέδιο για τίποτα. Μάλλον αυτό φαίνεται βέβαια.. Όταν δεν ξέρω πού το πάω, απλά σταματάω να γράφω και πάω να φάω τίποτα ή να κάνω μπάνιο. Η σκέψη του ότι εδώ μέσα υπάρχουν συντακτικά λάθη, γραμματικά εγκλήματα και νοηματικές ασυνέχειες, είναι κάτι που με τρομάζει και με ταλανίζει αλλά ζω με αυτή γιατί είναι κάτι που αποφάσισα χωρίς να αποφασίσω όταν συνειδητοποίησα πως η συνειρμική γραφή με ανακουφίζει. Και μερικές φορές η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω γιατί τα γράφω εδώ αυτά που γράφω, καθώς δεν είναι καθόλου ιντεράκτιβ και ούτε επιθυμώ να είναι. Επίσης έχω μια υποψία πως τώρα τελευταία υπάρχουν πάνω από 4 άτομα που διαβάζουν τις απαράδεκτες σκέψεις μου και αυτό όπως και να το δεις είναι μια τρομακτική διαπίστωση. Από την άλλη το τετράδιο που κάποτε χρησιμοποιούσα για να γράφω, χάθηκε. Υπό μυστήριες συνθήκες και με ένα θολό φως να τρεμοπαίζει. Να κάτι χειρότερο από τα συντακτικά λάθη: να μην ξέρεις σε τι χέρια θα καταλήξουν οι σκέψεις σου. Οπότε νομίζω πως ένα μπλογκ είναι μια ασφαλής επιλογή για ένα άτομο που δεν θυμάται πού έχει ακουμπήσει το κεφάλι του-α το φοράει ήδη, τι καλά-.

Η γκλουμίλα που με έχει κυριεύσει οφείλεται κυρίως στο ότι έχω χάσει τον όποιο σεβασμό είχα στην σταθερότητα της καθημερινότητάς μου. Έχω βγει από την ρουτίνα μου και δεν πρόκειται να ξαναμπώ γιατί συμβαίνουν ανακατατάξεις. Αυτό είναι λιγάκι καλό, και λιγάκι όχι. Αυτή τη στιγμή δεν είναι τίποτα βέβαιο και δεν έχω ιδέα πού θα βρίσκομαι και τι θα κάνω σε ένα μήνα από τώρα. Και επίσης η μυρωδιά του νοσοκομείου μου προκαλεί απανωτές αναγούλες και εγκεφαλικές κλωτσιές. Μια αισθητηριακή απέχθεια. Και η θέα του αξονικού τομογράφου και του υπερηχογραφήματος είναι κάτι που δεν θέλω να αντικρύσω ποτέ ξανά για αρκετά χρόνια. Θέλω να πω πως ποτέ δεν ξέρεις. Γιου νέβερ νόου, γιου νόου; Και επειδή αυτό το πράγμα είναι αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος, πρέπει να βγω από τη λούπα και να πάω να βρω μια νέα ρουτίνα γιατί έχω φτάσει στο συμπέρασμα πως αν κάνεις συνέχεια πράγματα και ξαφνικά σταματήσεις και μένεις άπραγος, μπορεί να γίνεις ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στη γη. Μπορεί να διαλυθείς από την βαρεμάρα. Σε τρων τα χέρια σου. Θες να κάνεις πράματα και σε πιάνει μίρλα και γκρίνια. Και επίσης δεν έχω συνηθίσει να μην προσπαθώ για κάτι και να παραδίνομαι στην μιζέρια, η οποία παρεπιπτόντως είναι και αυτή αυτοτροφοδοτούμενη.

Η κυρία Αστάρτε που ζει σε ένα μικρό μέρος του κεφαλιού μου και έχει φτιάξει μια μικρή πόλη που λειτουργεί με άψογη λογική και συνέπεια, θα ερχόταν έξαλλη κάποιο απόγευμα και θα μου έλεγε κάτι σαν

"..Ξέρεις τι θα γίνει αν δεν προσέχεις; Θα σου πω εγώ τι θα γίνει.

Στέκεσαι και κοιτάς προς τη λάθος κατεύθυνση γιατί πίσω σου βρίσκεται ένας τεράστιος θαλάσσιος τυφώνας με μπλε σκούρα επένδυση που πολύ σύντομα θα σε τινάξει ψηλά και θα βρεθείς να παλεύεις μέσα σε ένα αέρινο κόμπο. Σε παρακαλώ γύρνα και κοίτα. Κοίτα προς την σωστή μεριά, όσο προλαβαίνεις. Μην αγνοείς τις στάλες που βρέχουν τη μύτη σου και τη γαργαλάνε, δεν είναι κανονική βροχή, γιατί άσχετα με το τι λένε όλοι, το φθινόπωρο δεν είναι εποχή, είναι κατάσταση και ανήκει αποκλειστικά σε σένα γιατί το έχεις κερδίσει με το σπαθί σου. Δεν είναι φθινοπωρινές στάλες αυτό που σε βρέχει, είναι υδάτινος χαμός και έρχεται κατα πάνω σου.

Σταμάτα να κοιτάς αλλού, για όνομα του θεού. Ο τυφώνας είναι ακριβώς πίσω σου, ευθεία πίσω, σηκώνει θάλασσες και νερά και παρασύρει φάλαινες και βράχους και καταβροχθίζει ψυχές και διαθέσεις και προθέσεις και όλα αυτά που σε κάνουν να νιώθεις ανάλαφρη και πρέπει να φύγεις γρήγορα γιατί έχει γίνει πελώριος και δεν θα σταματήσει μέχρι να μεγαλώσει πιο πολύ κι από τη συνείδησή σου που είναι και αυτή πια σαν ψόφιος γεροδεμένος τιτάνας που τον έχεις δέσει στον καρπό σου με ένα σπάγγο και προσπαθείς να τον σύρεις μαζί σου χωρίς να το πάρει χαμπάρι κανείς, αλλά λυπάμαι, δεν μπορείς να κρύψεις γίγαντες με ένα σεντόνι και ξέρω πως συμφωνήσαμε να μη μιλάμε γι'αυτό εδώ πέρα αλλά σε ικετεύω βιάσου γιατί ο τυφώνας είναι στα 20 μέτρα και θα σε πάρει μαζί του.
Τρέχα σου λέω, τσακίσου.

Και αφού δεν ακούς ορίστε τι κατάλαβες; Σε πρόλαβε και τώρα τα πόδια σου σηκώνονται στον αέρα και δεν ακουμπάς πια στην προβλήτα που μπορεί και να μοιάζει με το Μπρονοέ αλλά τώρα πια δεν έχει σημασία γιατί βρίσκεσαι σε μια έκρηξη μπλε αποχρώσεων και αρμύρας και απορώ γιατί χαμογελάς τόσο πλατιά με κλειστά μάτια, τόσο πολύ σου αρέσουν οι τυφώνες; Χορεύεις μέσα του και τα μαλλιά σου τρέχουν προς πάσα κατεύθυνση και το μπλε ορκίζομαι πως θα εκραγεί σε λίγο και θα γίνει χίλια κομμάτια και θα σου κόψει τα μάγουλα και τις παλάμες.

Φτάνεις σχεδόν στον πυρήνα του. Ακόμα χαμογελάς; Γιατί τους αγαπάς τόσο; Γιατί πρέπει να σε παρασέρνουν πάντα χωρίς λίγη ευγένεια ή κάποια δικαιολογία; Δεν καταλαβαίνεις ποτέ πόσο τρομακτικά θρασείς είναι; Πάντα τους δικαιολογείς και θες να τους προσέχεις αλλά είναι χαοτικοί και μυστήριοι και τόσο αφόρητα ερωτικοί που σε ξεσηκώνουν και μάλλον γι'αυτό κάνεις πάντα την ανήξερη όταν σου φωνάζω να φύγεις, πάντα κοιτάς επίτηδες προς τη λάθος μεριά, και με σιγουριά μπορώ να πω πως ξέρεις ακριβώς πόσο μακριά ή κοντά είναι, γιατί όταν πλησιάζουν, τα δάχτυλα των ποδιών σου σφίγγονται και τα μαλλιά σου σταματούν να κινούνται και κρατάς την αναπνοή σου για να ακούσεις τον πάταγο που κάνει η ύπαρξή σου όταν την καταπίνουν αμάσητη οι αχόρταγοι οργισμένοι τυφώνες που σε περιτριγυρίζουν κάθε που φθινοπωριάζεις.

Γιατί φθινοπωριάζεις τόσο συχνά; Είναι το σύνθημα για να έρθουν; Ρε μήπως είσαι εθισμένη στους τυφώνες;  Σε βοηθούν να σηκώσεις την συνείδησή σου μήπως; Ακόμα κι έτσι να είναι, μην ξεχνάς πως ο σπάγγος είναι πάντα στο χέρι σου και ο σιωπηλός άπνοος τιτάνας που κουβαλάς θα είναι μαζί σου σε κάθε τυφώνα που σε παρασέρνει, κι ας μη νιώθεις πια το βάρος του. Μπορεί να φαίνεται πιο εύκολος στο κουβάλημα λόγω της έλειψης βαρύτητας, αλλά είναι πάντα συνδεδεμένος με τον καρπό σου. Πάντα. Είστε ένα, όχι δύο. Είστε δύο μισά. Είσαι το μισό ενός ολόκληρου και δεν πρόκειται ποτέ ποτέ ποτέ να βγάλεις τον σπάγγο από το χέρι σου και να αφήσεις τον τιτάνα μέσα σε κάποιο τυφώνα να στριφογυρίζει επ'άπειρον μέσα στην υγρασία, γιατί δεν σου πάει καρδιά.

Δε φαίνεται να σε νοιάζει όμως γιατί χαμογελάς ενοχλητικά πολύ εδώ και πολλή ώρα και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν ενοχλείσαι μέσα στην χαοτική φρίκη που θρέφουν μέσα τους. Γιατί είσαι αβάσταχτα ευτυχισμένη εκεί μέσα; Χαίρεσαι να σε σηκώνουν βίαια ψηλά και να σε εξαφανίζουν, ή μήπως χάνεσαι εθελοντικά;

Όπως και να 'χει, δεν μπορώ να σε βλέπω μέσα στον τυφώνα, δεν το αντέχω.."

Εγώ δεν θα προλάβαινα να πω κουβέντα και ΓΚΛΟΥΠ θα ξεροκατάπινα γιατί θα έφερνε τους ειδικούς και τότε θα με έπιανε τρέμουλο, μέχρι που θα έφτανε το ιατρικό πόρισμα και θα άκουγα παγωμένη τα συμπεράσματά τους και ο λόγος τους δεν θα απευθυνόταν φυσικά σε μένα απευθείας, αλλά επειδή θα γνώριζαν πως είμαι εκεί γύρω, θα πακέταραν τη διάγνωση με κάποια ασάφεια και άτσαλα σχήματα λόγου:

"..Η αγαπητή Sídhε μπαίνει σε κώμα. Θα μείνει ακίνητη εκεί που είναι και όλα θα ησυχάσουν αρκετά έως λιγουλάκι. Πώς να σας το πω κυρία μου.. Κάποια πράγματα όταν δεν φαίνονται σωστά πια, τα καδράρουμε στον τοίχο, να συνεχίσουν να είναι γλυκόπικρα αλλά μακριά απ΄τα πόδια μας. Δεν μπερδευόμαστε με γλυκόπικρα πράγματα πλέον, αυτό πρέπει να το ξέρουμε. Δεν είναι καν χειμώνας και μεις σκεφτόμαστε θλίψεις. Αυτό είναι λάθος. Δεν είναι καθόλου σωστό. Η παγωμάρα δεν είναι η συνήθης τακτική μας, αλλά δεν ξέρουμε τι άλλο να κάνουμε πια. Είμαστε έξω απ'τα νερά μας.
Η αγαπητή Sídhε μπαίνει σε κώμα. Βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο πριν την αποσύνθεση και δε θέλουμε καθόλου να γίνουμε μάρτυρες μιας τέτοιας τραγωδίας..."

Οπότε και γω θα έριχνα τα μούτρα μου και θα ερχόμουν εδώ να κλαψουρίσω νευριασμένα όπως κάνω πάντα, και να εξηγήσω γιατί θα απέχω για λίγο. Φυσικά δεν θα ήξερα πώς να το πλασάρω οπότε οι σκέψεις θα χοροπηδούσαν στο κεφάλι μου και πολύ πιθανόν να έλεγα κάτι άχαρο και άνευρο όπως

"..Επιλογή κειμένου: σύντομο/αναλυτικό. Καλύτερα σύντομο. Συμπέρασμα να βάλω; Ίσως, προς το τέλος. Χωρίς την παραμικρή προοικονομία όμως. Σχήματα λόγου: απροσδιόριστα. Η απροσδιοριστία είναι ευχή. Δεν χρειάζεται να τονίσεις τίποτα. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το "θα δούμε", πιάνει πάντα. Ανησυχώ. Με τι θα μοιάζω; Με άνθρωπο που περπατάει σαν άνθρωπος και μιλάει σαν άνθρωπος και λειτουργεί σαν άνθρωπος, αλλά στην ουσία θα είσαι σε κώμα. Δεν πονάει. Είναι καλό. Δεν ξέρω πώς να το γράψω αυτό, δεν ξέρω. Δεν έχω πρόβλημα στο να γράφω πράγματα. Αλλά αυτό δεν ξέρω πώς να το γράψω. Τι λέξεις να του βάλω; "Αντίο"; "Τα λέμε"; Φοβάμαι πως αν το γράψω θα το πω κιόλας. Μπορεί κατά λάθος να το διαβάσω δυνατά. Μπορεί κάποια στιγμή να το σιγομουρμουρίσω χωρίς να το καταλάβω. Μπορεί να το αποστηθίσω και να το λέω και σε κόσμο. Μπορεί να το συμβουλέψω σε κάποιον. Ακόμα χειρότερα, φοβάμαι μη μου βγαίνει και στις πράξεις μου. Να μου γίνει βίωμα. Μπορεί στο τέλος να το κάνω. Δεν θέλω να το γράψω, γιατί φοβάμαι μην το κάνω. Μπορώ να ξαναδιαλέξω παρακαλώ; Επιλογή κειμένου: Σύντομο. Πολύ σύντομο.."

Έπειτα θα ερχόταν το πέπλο της αβολότητας και θα μας τύλιγε όλους εδώ πέρα και ίσως να κλαίγανε και τα αφρόντιστα κείμενά μου γιατί είναι προτιμότερο το να μη σε ποτίζουν αλλά να ακούς γέλια από μέσα, από το να  σε ποτίζουν και να φεύγουν για πάντα. Πρέπει να φύγω λοιπόν.


ΝΑΙ ΕΡΧΟΜΑΙ ΜΙΣΟ ΛΕΠΤΟ

Και μόλις είχα ένα μικρό και ντροπαλό ρεβελέησον. Αυτό εδώ το μέρος μου κάνει καλό και ταυτόχρονα δεν μου κάνει. Λειτουργεί σαν κάθαρση, αλλά δυστυχώς και ευτυχώς τα γραπτά μένουν. Και μένει και αυτό το αίσθημα που με πνίγει όταν κάτι γίνεται λέξεις. Ξέρεις. Νομίζω μίλησα γι'αυτό πριν λίγο. Όταν κάτι γίνεται λέξεις, γίνεται βίωμα και μπορεί αργότερα να συμβεί πραγματικά.

ΕΡΧΟΜΑΙ ΤΩΡΑ ΣΟΥ ΛΕΩ

Φυσικά δεν λέω αντίο γιατί έχω πολύ μεγάλη ανάγκη να γράφω, κι αν δεν είναι εδώ θα είναι κάπου αλλού. Απλά θα συμμαζευτώ λιγάκι. Θα με βάλω σε τάξη και θα με κάνω καλύτερο άνθρωπο. ΧΑ! Αααχχααχαχαχα! Χαχαχα.. χφφ αχμ.

ΟΠΟΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ήρθε αυτή η στιγμή που θα υποθέσουμε ότι έρχεται η καλή Αστάρτε και πατάει πόδι πια και επειδή όλοι με περιμένουν και αρχίζω να αργώ ανησυχητικά, με πιάνει από τον καρπό και με τραβάει. Και γω αντιστέκομαι αλλά μόνο για την τιμή των όπλων γιατί έχει νεύρα και έχει ένα δίκιο εδώ που τα λέμε. Κάποιος έπρεπε να επέμβει. Δεν φταίω εγώ, με τραβάνε! Με τραβάνε.. Υπόσχομαι πως θα είμαι πολύ ουδέτερη όσο υπάρχω σε φυτική κατάσταση.

ΕΡΧΟΜΑΙ ΛΕΜΕ ΔΙΑΟΛΕ

Θα με πάρει να φύγουμε τώρα, για λίγο ή αρκετό καιρό. Θα είμαι εδώ γύρω.

Αtaraxia

Θέλω να περιμένω λίγο μπας και σταματήσουν οι πυροβολισμοί, για


Η σκλαβιά κυκλοφορεί μεταμφιεσμένη


Οι μονίμως χαρούμενοι άνθρωποι με τρομάζουν,


Κουβαλάω μια σακούλα με τρεις χιλιάδες μάτια,  και όλοι θα αρχίσουν να τρέχουν όταν


Τα ψάρια είναι τα πιο διψασμένα πλάσματα στον κόσμο γιατί 


Οι πλανήτες έρχονται στις σωστές θέσεις κάθε φορά που κάνουμε πως κοιτάμε αλλού,


Αγαπητό μου μαξιλάρι, φεύγω, γιατί μόλις ανακάλυψα πως 





να συγκεντρωθώ και να καταλάβω τι ώρα είναι κι αν ήρθε η στιγμή


και ευτυχώς που ξέρω από ενδυμασίες,


με δουν να την αδειάζω μπροστά τους γελώντας, και τα μάτια θα ξεχύνονται παντού


γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από τους ανθρώπους που δεν νιώθουν ποτέ απόγνωση, και δεν γνωρίζουν 


και μόλις στρίψουμε το κεφάλι μας, αυτοί επανέρχονται στις αρχικές χαοτικές τους θέσεις, για να βεβαιωθούν


δεν μπορούν να εκτιμήσουν το νερό.


δεν μπορώ να ταξιδέψω πάνω στο κρεβάτι μου, και είμαι 


να στρίψω τον μοχλό που θα


πως πρέπει κάποιες φορές να σταματούμε τα γέλια, και να παρηγορούμε 


στους δρόμους, γιατί τα κουβαλάω πολύ καιρό και τελικά δεν μου χρησίμευσαν σε τίποτα,


κάνει τις μηχανές του πολέμου να παγώσουν και να σκουριάσουν για πάντα,


σίγουρη πως το ήξερες και δεν μου είπες τίποτα, γιατί είμαι


πως δεν θα ξέρουμε ποτέ πότε είναι η σωστή στιγμή για κάτι.


τον εαυτό μας, για να μην νιώθει μόνος του.


και έτσι μπορώ εύκολα να διακρίνω αυτούς που ταυτίζονται δυναμικά με τη μάσκα τους, από


η καλύτερή σου πελάτισσα.


γιατί θέλω να τα δω και να τα μάθω όλα, και για
  

αυτούς που τη φοβούνται και υποτάσσονται σε αυτήν.


να το κάνεις αυτό δεν χρειάζεσαι μάτια,


γιατί αλλιώς εγώ πίσω σε εμπόλεμη ζώνη δεν γυρίζω.


αλλά την επιθυμία να παγιδεύεσαι εθελοντικά.








Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένα "αυτοί" που ζούσε καλύτερα από το "εμείς".

Σε πτέμβρυος

Νιώθω ότι αχρηστεύω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα που να μου αρέσει. Ό,τι κάνω μου βγαίνει στραβό και λάθος και το βάζω σε ένα μικρό ραφάκι στο σαλόνι και τώρα έχουν μαζευτεί πολλά στραβά και με κοιτάνε οργισμένα και συνομωτούν εναντίον μου. Δεν ξέρω αν έχεις το δικαίωμα να πετάξεις κάτι εφόσον είσαι ο δημιουργός του, αλλά εγώ δεν έχω τη δύναμη να το κάνω, και όταν κάνεις συνέχεια πράματα και δεν πετάς τίποτα, κάπου μαζεύονται και σε πνίγουν. Δηλαδή αν έμπαινες σε ένα δωμάτιο γεμάτο μουτζούρες στους τοίχους που υπό διαφορετικές συνθήκες θα ανήκαν στα σκουπίδια, με τι καρδιά θα ξεκινούσες να ζωγραφίσεις; Δεν θα είχες τα κότσια να ξεκινήσεις το οτιδήποτε, ακόμη κι αν ήσουν σίγουρος πως δεν έχεις κάνει εσύ όλες αυτές τις μουτζούρες. Είμαι σίγουρη πως η επόμενη μουτζούρα μου θα είναι η ωραιότερη απ'όλες, γι'αυτό και αργώ να την κάνω, δίνω χρόνο σε όλους να προετοιμαστούν γι'αυτή γιατί θα τα ανατρέψει όλα. Και μπορώ να πω πολλές τέτοιες μπούρδες προκειμένου να μην κάνω τίποτα που θα με εκθέσει. Έχω αχρηστεύσει, ναι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα σωστά.

Και θα περίμενε κανείς να τραβήξω τη γραμμή που θα χωρίζει εμένα από το καλοκαίρι μου, αλλά η αλήθεια είναι πως θέλω ακόμα να μυρίζω θάλασσα όταν πέφτω για ύπνο και να κοιμάμαι σε άβολα κρεβάτια γιατί όταν γκρινιάζω για το πόσο άσχημα περνάω, τότε είναι που περνάω και γαμώ. Και μου φαίνεται άδικο να μη με χωράει ο τόπος γιατί έχω πολλά τετραγωνικά για την πάρτη μου και γω το μόνο που σκέφτομαι είναι να πάω σε μια παραλία κατά τις 8 το απόγευμα που σουρουπώνει και σιροπιάζει ο τόπος, και είναι όλα ήσυχα και όπως πρέπει να είναι. Όπως πρέπει να είναι διάολε. Μα γιατί δεν είναι έτσι όλα; Αυτό είναι άδικο. Είναι άδικο να στέκομαι εδώ που στέκομαι ενώ θα μπορούσα να κάθομαι ήσυχη πάνω στην άμμο και απλά να κοιτάζω. Όλο το καλοκαίρι αυτό έκανα. Κοιτούσα. Είμαι πολύ καλή στο να παρατηρώ. Παρατηρούσα τα πάντα και κοιτούσα ότι μπορεί να κοιταχτεί και κατέγραφα και γέμιζα το ντεπόζιτο των εικόνων μου γιατί είχε αδειάσει εδώ και καιρό. Φυσικά κάθε φορά που γυρίζω σπίτι το νιώθω μισοάδειο και είναι η κατάρα μου να φεύγω από το σπίτι γιατί μετά γυρνάω και να ορίστε τι συμβαίνει. 

Νιώθω ένα τόσο μεγάλο βάρος στους ώμους και στο λαιμό μου και δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό είναι σωστό μιας και ο χειμώνας μόλις τώρα ξεκινάει να ΄ρχεται και αν νιώθω βαριά από τώρα, τι θα κάνω μέσα Δεκέμβρη πχ; Τι θα κάνω φέτος; Πώς θα τη βγάλω; Δε θέλω να έρθει το φέτος γιατί το φοβάμαι όπως φοβόμουν και το πέρσι και μάλλον καλά έκανα και το φοβόμουν γιατί όλα έρχονται μισά και κουτσουρεμένα. Αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία για να μην κάνω τίποτα. Θέλω μια κλωτσιά για να ξεκουνήσω, ας μου δώσει κάποιος μια κλωτσιά στον εγκέφαλο για να ξεκουνήσω και να βρω τον ρυθμό μου. Δεν έχω όρεξη. Δεν έχω ούτε λίγη όρεξη. 

Και προσπάθησα πολύ να φύγω από αυτό το μέρος (ναι αυτό εδώ το μέρος) και έφτιαξα ένα άλλο καλύτερο και πιο χαρωπό αλλά την επόμενη μέρα μου φάνηκε πολύ γελοία προσπάθεια και λάθος και τέλος πάντων από ποιόν κρύβομαι; Έλα τώρα που θέλω και αλλαγές. Είναι αστείο και ταυτόχρονα δεν είναι. Ισχύουν και οι δύο αυτές καταστάσεις. Σαν μια τεράστια σιδερένια μπάλα που έχω εθελοντικά δέσει στον αστράγαλό μου και ευτυχώς πάει με όλες μου τις διαθέσεις και δεν φοβάμαι ποτέ για το αν θα είναι όλα ασορτί. Μερικές φορές δε φαίνεται καθόλου και όλοι αναρωτιούνται γιατί γκρινιάζω. ΓΙΑΤΙ ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΚΙΛΑ ΚΑΚΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ.

Δεν έχω νεύρα, δεν είμαι επιθετική. Νιώθω στενάχωρα και αποπνικτικά και δεν έχω ούτε ένα μικρό πραγματάκι που να με κάνει να νιώθω καλά. Όλα πάνε ή μέτρια ή άσχημα. Είμαι εντελώς μετέωρη και όταν φυσάει μπορεί να βρεθώ στου διαόλου. Είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουν πια; Υποχωρώ. Δεν μπορώ άλλο. Δεν θέλω να κάνω τίποτα για τίποτα. Βαρέθηκα και κουράστηκα και έχω πολύ χειμώνα συμπυκνωμένο μέσα μου και τρεις μήνες δεν μπορούν να το πάρουν πίσω αυτό. Δε γίνεται. Και μαθηματικώς να το δεις, δεν μπορεί να συμβεί. Γιατί ο χειμώνας δεν είναι εποχή, είναι κατάσταση και μάλλον με συμπαθεί πολύ. Νιώθω σαν ανθρώπινη σπατάλη. Να με αφήσετε έξω γιατί αυτό που συμβαίνει δεν είναι αυτό που κάνω συνήθως, και δεν έχω καμιά δικαιολογία.

Σατανά μου, τι να κάνω που ήρθε ο Σεπτέμβρης και γω δεν νιώθω καθόλου ανάλαφρη και χαρούμενη και ορεξάτη; Γιατί να το κρύψουμε άλλωστε, αφού κάνει μπαμ. Μέχρι και τα κλειδιά αφήνω πάνω στην πόρτα, μπας και μπει κανείς και με ενοχλήσει. Είμαι έτοιμη να γαβγίσω στον πρώτο που θα αποπειραθεί να μπει στο σπίτι μου και να κάνει σχόλια για το πόσο ατακτοποίητο είναι, και για το πόσα καλοκαιρινά πράγματα έχω αφήσει από δω κι από κει, και για τις βαλίτσες μου που είναι ακόμα δίπλα στην πόρτα. Ας μου πει κάποιος το οτιδήποτε και θα τρέξω να τον ξεσκίσω. Ναι καλά. Σιγά μην τρέξω. Μέχρι να φτάσω στην πόρτα θα το έχω μετανιώσει γιατί δε νιώθω καθόλου φορτσάτη και το πιθανότερο είναι να φτάσω λαχανιασμένη και κλαμμένη και να του πω πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και γω θα αράξω εκεί, να, στο χαλί δίπλα στον καναπέ και δεν θα τον ενοχλήσω καθόλου όσο κάνει σχόλια για το πόσο δεν την παλεύω. Εγώ θα βουτήξω τη μούρη μου στον καναπέ και θα αναπνέω με δυσκολία γιατί αυτό με ηρεμεί κάπως. Τώρα όλα αυτά θα γίνουν στο σενάριο όπου κάποιος θα ορμήσει να μπει στο σπίτι μου, έτσι; Γιατί αυτό δεν πρόκειται να συμβεί καθώς τους αποθαρρύνω όλους και κανείς δεν τολμάει να μου το προτείνει. Θέλω να κουλουριαστώ σαν έμβρυο και να περάσει ο χειμώνας χωρίς να το καταλάβω κι ας λείψω σε μερικούς, ούτως ή άλλως μου έχουν ήδη κάνει παράπονα για το ότι με βλέπουν σπάνια πια. Τι να κάνω όμως που δε μπορώ καθόλου; Δε μπορώ καθόλου σου λέω. 

Δε μπορώ τίποτα. Δεν μπορώ τίποτα. Ας το χωνέψουν όλοι για να τελειώνουμε. Θέλω τόσο πολύ να γίνει κάτι για να ξεκουνήσω αλλά μόνο που με σκέφτομαι να ξεκουνάω μου έρχεται σκοτοδίνη. Κάτι το οποίο να μην προκαλέσω εγώ. Δεν μπορώ να προσπαθώ εγώ να με κάνω καλά πάντα, ας προσπαθήσει κανείς άλλος. Εγώ παραιτούμαι. Πρέπει να γίνει μια έκρηξη ή κάτι τέτοιο για να καταλάβω επιτέλους τι πρέπει να κάνω γιατί δεν μπορώ άλλο, αλήθεια δεν μπορώ, και όπως μου είχε πει και ένας καλός κύριος κάποτε, όταν κάνεις τόσα πολλά μπάνια καθημερινά, αρχίζεις και πλένεις άλλα πράγματα πέρα από τον εαυτό σου.

I am such a coward, I could win an award.

Σήμερα έφτιαξα ένα καράβι από βαρύ ασήμι. Στην πλώρη του είχε ένα μεγάλο κακομούτσουνο άγαλμα, μια γυναικεία φιγούρα μπλεγμένη με έναν ήλιο με μυτερές αχτίδες. Το έφτιαχνα λέει πολύ καιρό. Και το είχα ακουμπισμένο στο πιο μικρό νησάκι του κόσμου, πάνω σε γκρι άμμο. Μια νύχτα που φυσούσε πολύ και ο ουρανός ήταν μαύρος σα πετρέλαιο, αποφάσισα να ρίξω το τεράστιο καράβι μου στη θάλασσα. Σαν να το έσπρωξε ένα γιγάντιο χέρι με φόρα, και το καράβι βρέθηκε στο νερό. Εγώ είχα γατζωθεί επάνω στον ασημένιο ήλιο της πλώρης και κοιτούσα με μεγάλα μάτια προς τα πάνω. Όλα έγιναν πολύ ξαφνικά. Το καράβι άρχισε να βυθίζεται με το που ακούμπησε το νερό. Μαζί και γω. Εγώ ούρλιαζα αλλά δεν γινόταν τίποτα. Το βαρύ ασήμι παραήταν βαρύ μάλλον. Μέσα σε δευτερόλεπτα το μόνο που φαινόταν ήταν κάποιες από τις μυτερές αχτίδες. Και η θάλασσα ήταν ασυνήθιστα σκούρα. Τέλος πάντων.

Α ναι. Ερωτεύτηκα παράφορα ένα μέρος. Κάθε φορά που πήγαινα σκεφτόμουν διάφορες κατασκευές και πώς θα μπορούσα να τις στηρίξω. Σκεφτόμουν το πόσο πολύ θέλω να πάρω πηλό και να μην βγω για μέρες από το σπίτι μου μέχρι να φτάξω όλα αυτά που θέλω. Ήταν γαλήνια σε αυτό το μέρος, και για κάποιο λόγο ήταν όλοι ήσυχοι και κάθονταν ήρεμα στις θέσεις τους. Βέβαια εγώ το χαβά μου. Συνήθως κατέληγα να σκέφτομαι πως πέφτω από μεγάλο ύψος και εκεί είναι που τα πόδια μου μούδιαζαν και πάθαινα εγκεφαλικές κράμπες γιατί τρέμω τα ύψη. Σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν έπαυα να υπάρχω και τι θα γίνει όταν πάψω όντως να υπάρχω. Μπορεί να είναι όπως όταν είσαι στη θάλασσα και παίρνεις μια βαθιά ανάσα, και έπειτα μένεις κάτω από το νερό και ακούς κάτι μπουκωμένα πλαταγίσματα και βλέπεις σκιερές μορφές και χαμογελάς με τον κίνδυνο να μπει  νερό στο στόμα σου. Απλά λίγο χειρότερα. Το μέρος όμως ήταν πολύ ήρεμο και σίγουρα δεν ευθυνόταν αυτό για τους ανόητους συλλογισμούς μου.

Θα σταματήσω να γράφω τώρα γιατί πρέπει.

Code red

Βρίσκομαι μέσα σε μια πολύ όμορφη και γυαλιστερή πανοπλία που την γυάλιζα όλο το βράδυ και μου πήρε λίγη ώρα εκεί στα μανίκια γιατί είναι πολύ άτιμες οι σιδερένιες ζάρες αλλά τελικά τα κατάφερα. Και γυαλίζει που λες όμορφα στον ήλιο και καθρεφτίζεται πάνω της και η κοτσίδα μου και σου ορκίζομαι πως πιο όμορφη κοτσίδα δεν έχω ξανακάνει. Η αντανάκλασή της στην πανοπλία είναι παραμορφωμένη λόγω καμπυλότητας και κάνει την κοτσίδα μου να φαίνεται μακρύτερη και νιώθω λίγο πιο γενναία που έχω μακριά μαλλιά αλλά στην πραγματικότητα το μήκος δεν έχει αλλάξει εδώ και μήνες και αυτό αποτελεί πόρισμα γιατί η πλάτη μου δεν μου έχει πει ποτέ ψέμματα.

Όλα είναι έτοιμα λοιπόν και οι άνδρες μου είναι δίπλα μου έτοιμοι κι αυτοί και λίγο τρέμει η καρδιά μου γιατί όπως και να το κάνεις οι πόλεμοι τελειώνουν άσχημα και για τις δύο πλευρές, κι αν μια πλευρά μείνει ευχαριστημένη τότε μάλλον πολεμά μπροστά σε καθρέφτη, και οι απώλειές της δεν είναι παρά μεγενθυμένες αντανακλάσεις, όπως η κοτσίδα μου. Ελπίζω να βλέπεις την κοτσίδα μου από εκεί που είσαι, είμαι πολύ περήφανη γι'αυτή.

Κάθομαι εδώ και κρατώ το σπαθί μου που είναι βαρύ για τα μέτρα μου αλλά τώρα δεν είναι ώρα για παράπονα γιατί τους βλέπω να έρχονται και δεν μπορώ να κάνω τίποτα παρά να σφίξω τη λαβή και να ευχηθώ για το καλύτερο ντάματζ που έχει δει ανθρώπινο μάτι. Γιατί θα λυπηθώ πολύ αν σε απογοητεύσω.

Κάθεσαι εκεί πάνω στον Πύργο σου και κοιτάς εμάς κάτω πόσο έτοιμοι είμαστε και ξέρω πως δε σε νοιάζει και πολύ το αν γυαλίζουν οι πανοπλίες μας αλλά εγώ ξέρω πως το θέαμα είναι καλύτερο έτσι, και σου είπα πόσο περήφανη είμαι για την ωραία μου κοτσίδα; Είσαι ασφαλής στον ψηλό σου Πύργο και μπορείς να δίνεις διαταγές με ένα μόνο νεύμα και όλοι τότε θα ακολουθήσουν τις διαταγές σου αλλά θα ακούνε και μένα γιατί είμαι επικεφαλής και αυτό δεν είναι τυχαίο.

Πλησιάζουν λοιπόν και τα πόδια μου τρέμουν και κοιτάω μια το σπαθί μου και μια εσένα και περιμένω διαταγές γιατί μόνη μου δεν κάνω βήμα. Σε κοιτώ που είσαι εκεί ψηλά και κουνάς το κεφάλι καταφατικά και τότε εγώ καταλαβαίνω και φωνάζω ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΑΣ και ελπίζω να μην άκουσε κανείς αυτό το τρέμουλο στη φωνή μου γιατί αν φοβάται ο επικεφαλής τότε γάμησέ τα αγάπη μου.

Τους βλέπω στα δέκα μέτρα και φωνάζω πάλι -αυτή τη φορά πιο δυνατά για να κρύψω το τρέμουλο- ΕΤΟΙΜΟΙ και κοιτώ εσένα που ακόμα γνέφεις καταφατικά και δεν περνάει ένα λεπτό μέχρι που το σπαθί μου βρίσκεται μέσα στα σπλάχνα του πρώτου εχθρικού κυρίου. Το ίδιο και τα σπαθιά των ανδρών μου. Έκπληκτη κοιτάω και δεν πιστεύω αυτό που έκανα μόλις και ελπίζω να συγχωρέσω κάποτε τον εαυτό μου γι'αυτό.

Σε ξανακοιτάω και γνέφεις ακόμα καταφατικά και ξέρω πως κάνω το σωστό και συνεχίζω να μπήγω το κρύο ατσάλι μου στα ζεστά σπλάχνα των κακών εχθρών, και τα πράγματα γίνονται λίγο πιο εύκολα γιατί οι άνδρες μου κάνουν φασαρία και γω βρίσκω ευκαιρία να σκεφτώ άλλα πράματα όπως το ότι σε λίγο θα φάμε.

Το κεφάλι σου που κουνιέται καταφατικά με κάνει να πιστεύω πως όλα καλά θα πάνε, και το σπαθί μου παίρνει θάρρος και ψάχνει απεγνωσμένο για θερμή σάρκα και σχεδόν δεν μπορώ να το συμμαζέψω, ακριβώς όπως σε τραβολογάει λυσσασμένα ένα σκυλί σε λουρί όταν το πας βόλτα μετά από πολύ καιρό. Θέλει να μυρίσει τα πάντα ταυτόχρονα και συ λίγο παιδεύεσαι που σε τρέχει έτσι αλλά διασκεδάζεις κιόλας με το πάθος του. Έτσι με τραβολογάει το σπαθί μου. Γιατί σε ξανακοίταξα μόλις και συ ακόμα γνέφεις καταφατικά και γω σκέφτομαι 'τι διάολο, μα δε βλέπει που κάνουμε ό,τι λέει;' αλλά δεν τολμώ να σταματήσω γιατί είναι ή  εγώ ή αυτοί.

Τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά όμως. Οι άντρες μου πέφτουν νεκροί τριγύρω μου και γω φωνάζω ΜΗΝ ΑΠΟΣΠΑΣΤΕ και εννοώ φυσικά ΝΑΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΛΑΨΕΤΕ ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ  ΑΠΟΛΥΤΑ αλλά δεν το κάνω γιατί οι επικεφαλείς είναι λιονταρόκαρδοι συνήθως αλλιώς είναι πούστηδες. Οι άντρες μου λοιπόν χάνονται και εξαφανίζονται και λιγοστεύουν ανυπόφορα και γω σε κοιτάζω που το κεφάλι έχει κολλήσει και γνέφει ακόμα καταφατικά και προσπαθώ ακόμα να με πείσω πως όλα πάνε όπως πρέπει και πως είναι φυσιολογικό που εδώ και δύο γαμημένες ώρες γνέφεις καταφατικά, ναι είναι απόλυτα φυσιολογικό, είναι δείγμα πως είσαι ευχαριστημένος, ναι αυτό είναι και τίποτα παραπάνω.

Δυστυχώς έχουμε μείνει πολύ λίγοι πια, δεν έχουμε καμία ελπίδα και γω σε κοιτάω απελπισμένη που ακόμα γνέφεις και τώρα πια ξέρω πως κάτι τρέχει αλλά δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ΧΡΑΚ κάποιος μου κόβει την κοτσίδα. Την πιο ωραία κοτσίδα που έχω κάνει ποτέ, σου ορκίζομαι. Γυρνάω να δω ποιός άκαρδος μαλακισμένος τόλμησε τέτοιο πράγμα και στη μισή περιστροφή του κεφαλιού νιώθω κάτι ασφυχτικά παγωμένο μέσα στο στομάχι μου και έπειτα δεν μπορώ να σταθώ και πέφτω κάτω και ακούω τον θόρυβο που κάνω καθώς σκάω με επιτάχυνση στο έδαφος και θυμάμαι πως αυτός είναι ο ήχος που κάνουν και οι άνδρες μου όταν πέφτουν νεκροί και αυτό με φοβίζει πιο πολύ από την ανεξήγητη παγωμάρα στο στομάχι.

Είμαι κάτω και δεν έχω πολλή ώρα ακόμα γιατί το ατσάλι-δεμένος σκύλος ενός κακού κυρίου επέλεξε να μυρίσει εμένα και γω σε κοιτάω βουρκωμένη από το έδαφος που γνέφεις ακόμα καταφατικά και ακούω τον επικεφαλή των άλλων να φωνάζει ΑΥΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ και δεν καταλαβαίνω γιατί γνέφεις ακόμα αφού χάσαμε και έχασες και συ άρα, και εύχομαι ρε γαμώτο να μην ακούς ρέγγε ή κάτι άλλο που μπιστάει τόση ώρα και κουνάς ρυθμικά το κεφάλι σου γιατί εγώ έβαλα τα δυνατά μου για να μη σε απογοτεύσω και γυάλιζα με μανία την πανοπλία μου όλο το βράδυ και έφτιαξα την πιο όμορφη κοτσίδα για να με βλέπεις και να χαίρεσαι και τελικά έχασα όλους τους άνδρες μου και έχασα και μένα και θα ναι κρίμα να έπαιρνα θάρρος τόση ώρα επειδή εσύ απλά γούσταρες με ένα κομμάτι.