Και

άνοιξε ο τοίχος σα βαριά κουρτίνα και μπήκε μέσα μια σκούρα σκόνη, πράσινη και θαμπή. Κατακάθισε παντού και μένα δεν με ένοιαξε ούτε λίγο, τρομερό. Και μετά δυο άσπρα χέρια παραμέρισαν τον τοίχο που ανέμιζε ανατριχιαστικά σα σάρκα που κρέμεται, και βγήκε από μέσα ένας ψηλός τύπος που το κεφάλι του ήταν μέσα σε μια γυάλα και δεν μπορούσα να δω την έκφρασή του. Και βημάτιζε γυρίζωντας γύρω από τον εαυτό του, πολύ αργά, και όταν το ένα πόδι πατούσε κάτω, το άλλο βρισκόταν στον αέρα. Δεν πατούσαν ποτέ και τα δυο ταυτόχρονα στο πάτωμα. Και γω ήμουν μπροστά του πάνω στον καναπέ ξαπλωμένη με μισάνοιχτα μάτια, με το πάπλωμα να σκεπάζει το στόμα και τη μύτη μου και ένιωθα ένα μικρό ζεστό φόβο αλλά δεν το κουνούσα ρούπι.

Γύριζε αυτός γύρω γύρω και καθώς κουνούσε το κεφάλι του, έπεφτε νερό απ'τη γυάλα και φοβόμουν μην τελειώσει το νερό και δεν έχει πού να κολυμπήσει το ψάρι αν και ψάρι δεν είχα δει. Σκεφτόμουν συνέχεια το ψάρι και ήθελα να ξεσκεπάσω τη μούρη μου και να του πω "πρόσεχε λίγο πώς χορεύεις, θα σκοτώσεις το ψάρι" αλλά όλο το ανέβαλα και μάλλον καλύτερα γιατί δεν υπήρχε ψάρι, όχι δεν υπήρχε ψάρι, αυτή ήταν η λογική εξήγηση. Αλλά ήμουν σίγουρη πως θα υπήρχε ένα ψάρι εκεί μέσα γιατί οι γυάλες δεν πάνε ποτέ μόνες τους.

Και μετά αυτός ο ψηλός κύριος ακούμπησε τον αριστερό τοίχο και μόλις έβγαλε το χέρι του είδα ένα πύρινο αποτύπωμα στο σχήμα της παλάμης του και κατάλαβα πως τα χέρια του είναι ένα επικίνδυνο σημείο και τότε άρχισα να αγχώνομαι μην μου αγγίξει το πρόσωπο και έκανα πως δεν τον κοιτούσα μπας και δεν έχει προσέξει πως είμαι εκεί και περάσω απαρατήρητη. Τότε λοιπόν άρχισε με αυτό τον αργό χορό να έρχεται προς το μέρος μου με τις παλάμες να κοιτούν το πρόσωπό μου, σαν να ήταν τυφλός και να προσπαθούσε να ψυχανεμιστεί το μέρος με την αφή. 

Και προσπαθούσα να ακούσω αν ο αέρας που ακουμπάει τις παλάμες του κάνει φτσσς φτσσς γιατί αυτό θα σήμαινε πως είναι ακόμα πύρινες και καυτές και είχα τόσο άγχος που ένιωθα μέσα μου να γίνοται εκρήξεις και μέσα στην κοιλιά μου είχε ισοπεδωθεί μια μικρή πόλη και κινδύνευαν και τα τριγύρω χωριά. Ερχόταν προς το μέρος μου λοιπόν με τα μακριά του πόδια και ήθελα να με καταπιεί ο καναπές αλλά μετά εκείνος έστριψε ξαφνικά και πήγε κάπου πίσω μου και γω τώρα πια έβλεπα μόνο τον αέρινο τοίχο και τα αποτυπώματα από τις παλάμες του και την πράσινη σκόνη που είχε κατακάτσει πάνω στα ηχεία και ευχόμουν θεέ μου ας μη νιώσω χέρια στο πρόσωπό μου σε παρακαλώ ας μη με τσουρουφλίσει και τι συνέβη επιτέλους και σε κείνο το ψάρι αν και ψάρι δεν είχα δει.

Και τότε ένιωσα ένα μεγάλο σφίξιμο στο στομάχι και με μια πολύ αργή κίνηση μετακίνησα το πάπλωμα και είδα πως η κοιλιά μου είχε ανοίξει και έβγαινε νερό με ορμή, πολύ νερό, και δεν ήξερα τι ακριβώς να νιώσω γιατί δεν ένιωθα πόνο και ξαφνικά μέσα στο νερό εμφανίστηκε ένα ψάρι και φώναξα από μέσα μου ΤΟ ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΥΠΗΡΧΕ ΨΑΡΙ ΤΟ ΗΞΕΡΑ και το ψάρι σου ορκίζομαι με κοίταξε και άρχισα να σκέφτομαι πώς διάολο μπορείς να προσεγγίσεις συναισθηματικά ένα ψάρι. Με κοιτούσε για πολλά δευτερόλεπτα και κάποια στιγμή αποφάσισε να πηδήξει και όταν το έκανε ένα μεγάλο χέρι πετάχτηκε ξυστά δίπλα από το κεφάλι μου και το έπιασε στον αέρα και μου έκαψε και λίγο το αυτί καθώς περνούσε και άκουσα το ψάρι να καίγεται μέσα στην πύρινή του παλάμη και ένιωσα τα μάτια μου να παγώνουν και την κοιλιά μου να στερεύει από νερό. 

Και τότε είδα τον κύριο να χορεύει πάλι αργά προς τα πίσω έχοντας το ψάρι στην παλάμι του και εγώ ξεχείλιζα από οργή και λύπη μαζί και όταν έφτασε κοντά στον ανοιχτό τοίχο έκανε μια υπόκλιση και έπεσε πάρα πολύ νερό απ'τη γυάλα, πολύ περισσότερο απ'όσο έπρεπε να πέσει, και αφού σηκώθηκε όρθιος πέταξε το καμμένο ψάρι μέσα στη γυάλα και μπήκε πάλι μέσα στον τοίχο και όλη η σκόνη σηκώθηκε στον αέρα και άρχισε να στροβιλίζει και με έπιασε βήχας.

Και κάπου εκεί ξύπνησα. 

Και συνειδητοποίησα πως με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, και το ποτήρι που κρατούσα έπεσε στην κοιλιά μου και μούσκεψε όλη μου τη μπλούζα και γύρισα την ταινία πίσω να δω πόσο έχασα και είχαν περάσει μόλις 12 λεπτά. Πρόλαβα να καταστραφώ σε 12 λεπτά. Αφού άλλαξα πήγα στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ σαν άνθρωπος αλλά σκεφτόμουν μόνο το ψάρι και δεν με έπαιρνε ύπνος και τελικά δεν κοιμήθηκα καθόλου. Περίμενα να πάει οχτώ και μόλις αυτό συνέβη, σηκώθηκα επιτόπου και σκούπισα όλο το σαλόνι για να είμαι σίγουρη πως δεν έχει σκόνη. Και ναι αυτή τη στιγμή νιώθω να καταρρέω απ'την κούραση και πραγματικά αναρωτιέμαι ρε Μυρτώ πώς φτάσαμε ως εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: