The Revelator

Υπάρχει ένα μεγάλο κτίριο με σπασμένα τζάμια που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο νεκροταφεία αυτοκινήτων. Η πρόσοψη του κτιρίου είναι μουτζουρωμένη και μοιάζει να γέρνει προς τα πίσω, με τον τρόπο που ένας μποξέρ αποφεύγει ένα χτύπημα στο σαγόνι. Μυρίζει λάστιχο και δέρμα. Στην πόρτα του κτιρίου υπάρχουν γρατζουνιές τεσσάρων δαχτύλων.

Μέσα στο κτίριο στεγάζεται ένας μεγάλος άνθρωπος, καρφωμένος στον κεντρικό τοίχο του κτιρίου. Εντελώς καρφωμένος και αμετακίνητος. Έχει μεγάλα χοντρά καρφιά στους ώμους, τους καρπούς, την κοιλιά, τη λεκάνη, τους μηρούς και τους αστραγάλους. Έφερε αντιρρήσεις στην αρχή αλλά τώρα πια το έχει αποδεχτεί. Δεν έχει κάνει τίποτα το σημαντικό ή το επικίνδυνο για να το αξίζει αυτό. Απλά είναι ένας πελώριος άνθρωπος καρφωμένος στον τοίχο. Δεν είναι κανένας πολεμιστής, αρχαιοκάπηλος, Μεσσίας, αναρχικός και δεν αποτελεί απειλή για τον οποιονδήποτε. οκ;

Περνάει κόσμος από κει. Μερικοί πετάνε πέτρες, άλλοι δεν μπαίνουν στο κτίριο. Συνήθως το απόγευμα μαζεύονται παρέες και κάθονται στις γωνιές του κυρίως δωματίου και καπνίζουν χαζεύοντας τον μεγάλο άνθρωπο. Και ύστερα φεύγουν. Ο άνθρωπος φοράει μια μπορντώ μπλούζα και ένα σκούρο γκρι παντελόνι και τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα και πενταβρώμικα. Κανείς δεν σχολιάζει το πόσο άσχημα μυρίζει. Κανείς δεν έχει πλησιάσει αρκετά για να το προσέξει.

Ας πούμε πως μεταξύ δυο σημείων υπάρχει μόνο μια ευθεία. Μόνο μια πιθανή ευθεία και καμία άλλη. Ναι το ξέρω πως ισχύει ούτως ή άλλως, αλλά ας πούμε. Μεταξύ του μεγάλου ανθρώπου και της παρέας που κάθεται στη δεξιά γωνία και ξεφλουδίζει τον τοίχο ενώ μιλάει, υπάρχει μια ευθεία. Μεταξύ του μεγάλου ανθρώπου και της κεντρικής πόρτας υπάρχει μόνο μια ευθεία. Μεταξύ του κτιρίου και του σπιτιού μου υπάρχει μόνο μια ευθεία. Και τα λοιπά.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο έκατσε ένας σκύλος. Ο άνθρωπος γύρισε και τον κοίταξε για δυο δευτερόλεπτα, όχι παραπάνω. Ο σκύλος έφυγε.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο κάποιος άναψε ένα τσιγάρο και κάπνισε για λίγο κοιτάζωντάς τον. Έφυγε μετά από δεκατρία λεπτά πατώντας τη γόπα του κάτω.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο μάλωσε ένα ζευγάρι. Η κοπέλα προσπαθούσε να πείσει και το αγόρι προσπαθούσε να πειστεί. Πιθανώς δεν τα κατάφεραν. Έφυγαν μετά από εικοσιέξι λεπτά, οχτώ δύσπιστα βλέμματα και τέσσερα βασικά σημεία στη συζήτηση που δεν μπόρεσαν να εντωπίσουν.

Και έτσι περνάει ο καιρός μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο. Είναι πλέον κάτι σαν συντριβάνι. Σαν μια μικρή πλατεία. Σαν ένα άγαλμα σε μια γωνία της πόλης. Δεν θυμάται κανείς πως είναι ζωντανός και ακούει τα πάντα.

Προσοχή: στην μεγάλη πόρτα υπάρχουν γρατζουνιές τεσσάρων δαχτύλων.

Ο μεγάλος άνθρωπος μιλάει. Το κτίριο είναι άδειο και δεν υπάρχει κανείς να τον ακούσει.

"Αυτή είναι μια ιστορία. 


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας κύριος που ζούσε σε ένα μικρό σπίτι. Δεν είχε ούτε ένα φίλο και δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνει. Καθόταν με τις ώρες μέσα στο σπίτι του και το φρόντιζε σαν να ήταν μικρό παιδί. Και το σπίτι χαιρόταν και έλαμπε. Από μέσα. Γιατί από έξω ήταν ένα μικρό γκρι κουτί με χαλασμένα παράθυρα. Από μέσα όμως ήταν ένα πλήρως τακτοποιημένο μέρος, με κουτάκια στα ράφια και διπλωμένες κουβέρτες στους καναπέδες.
Ο κύριος ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του. Δεν ήξερε κανέναν άλλον εκτός από το σπίτι του. Χάιδευε τους τοίχους και περπατούσε μαλακά στο πάτωμα, για να μην το τρομάζει. Όταν ξάπλωνε το βράδυ, χαμογελούσε στο ταβάνι και χτύπαγε φιλικά το πλάι του κρεβατιού του. 


Υπήρχαν μέρες που το σπίτι του ήταν άρρωστο. Εκείνες τις μέρες ο κύριος ήταν ανήσυχος σα γάτα. Έπαιρνε συνέχεια τη θερμοκρασία του καναπέ και αναστέναζε βαριά. Το σπίτι εμφάνιζε υγρασία στους τοίχους και στο ταβάνι του μπάνιου. Οι βρύσες έσταζαν και οι πόρτες έτριζαν. Ο κύριος ανησυχούσε πάντα το ίδιο υπερβολικά. Αλλά δεν το έδειχνε ποτέ. Ξενυχτούσε μέσα στο σπίτι μήπως και χρειαστεί κάτι. Το σπίτι γινόταν καλά μετά από λίγες μέρες. Πάντα έτσι γινόταν. Μετά από λίγες μέρες όλα έστρωναν. Οι βρύσες σταματούσαν να τρέχουν, ο καναπές γινόταν χλιαρός και το ταβάνι του μπάνιου στέγνωνε σαν αυγουστιάτικη πετσέτα. Και η ζωή κυλούσε έτσι.


Η ζωή κυλούσε έτσι. Αυτό σκεφτόταν ο κύριος. Ώσπου μια μέρα πήρε ένα μπιτόνι βενζίνη και έλουσε τα πάντα, μαζί και τον εαυτό του. Και έπειτα κάθισε στον καναπέ και άναψε ένα σπίρτο. Το σπίτι ούρλιαζε και έτρεμε αλλά ο κύριος το καθησύχαζε κρατώντας σταθερό τον καναπέ.


Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας κύριος που ζούσε σε ένα μικρό σπίτι. Και μια μέρα αποφάσισε πως δεν πάει άλλο και εξαφάνισε τα πάντα."

Ο μεγάλος άνθρωπος ξέρει πολλές ιστορίες που δεν ακούει κανείς. Μια φορά είπε την ιστορία για το πώς έδωσε τους αντίχειρές του σε ένα σκύλο που ήθελε απελπιστικά να κρατήσει επιτέλους ένα ποτήρι μπύρας. Αλλά ούτε αυτή την άκουσε κανείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: