Soldier's Lament

Ο κύριος Σάλλυ βρισκόταν ξύπνιος στο μικρό του δωμάτιο. Η λάμπα πάνω από το κρεβάτι του τρεμόπαιζε και μέσα στη ζαλάδα του προσπαθούσε να καταλάβει αν του στέλνει κάποιο μήνυμα με μυστικό κώδικα κι αν οι παύσεις στο φως είναι επαναλαμβανόμενες και ίδιες. Μετά από λίγα λεπτά συνειδητοποίησε πόσο χαζό είναι αυτό το παιχνίδι. Ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατά του και κράτησε το πρόσωπό του. Η ζέστη στις πέτρινες παλάμες του δεν βοηθούσε καθόλου τον πονοκέφαλό του. Έμπλεξε τα δάχτυλά του μεταξύ τους και αναστέναξε. Το μικρό παραθυράκι στα δεξιά του δωματίου σχεδόν του φώναξε πως έχει ξημερώσει εδώ και ώρα και πως δεν είναι στιγμή για χασομέρια.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και γύρισε το χαλασμένο πόμολο της πόρτας που για κάποιο λόγο άνοιξε πολύ πιο εύκολα απ'ότι συνήθως. Έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιό του και έφυγε αρπάζοντας το παλτό του από μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα. 

Το στρατόπεδο ήταν εντελώς ξύπνιο και επικρατούσε μια ήρεμη ανησυχία, όπως τα δευτερόλεπτα λίγο πριν γίνει σεισμός. Έβαλε το παλτό του και κατευθύνθηκε προς τον μπλε άντρα στη μέση του προαυλίου. Τα βήμματά του σήκωναν λίγη σκόνη, λες και έτρεχαν ανάμεσα στα πόδια του πολύ πολύ μικρά άλογα. Ο μπλε άνθρωπος τον παρακολουθούσε με το βλέμμα του χωρίς να κινείται προς το μέρος του.

Ο Σάλλυ κατάλαβε.

"Δεν κατάφεραν να γλιτώσουν. Ακύρωσαν όλες τις μεταφορές αλλά οι θέσεις είχαν ήδη εκτοξευθεί και μόνο ένας κατάφερε να αποδράσει. Τους κυνήγησαν μέχρι τις πράσινες τουαλέτες."

Ο Σάλλυ κοίταξε μέχρι τα τείχη. Οι πέτρινες πατούσες του είχαν αρχίσει να ανάβουν από τη ζέστη του χώματος. Ο αέρας ήταν αποπνικτικός.

"Έλα μέσα, θα τα διαβάσεις όλα", του είπε ο μπλε άνδρας. Ο Σάλλυ τον ακολούθησε μέσα σε μια ετοιμόρροπη παράγκα λίγο πιο μακριά απ'το προαύλιο. Πέρασε την πόρτα με πολύ μεγάλη δυσκολία, οι πέτρινοί του ώμοι είχαν τρομακτικό όγκο και η πόρτα μόλις τον είδε γούρλωσε τα μάτια της σκεφτόμενη "αποκλείεται να χωρέσει αυτό το πράμα εδώ μέσα". Φυσικά και χώρεσε.

Ο μπλε άνδρας του έδειξε με το δάχτυλό του ένα κακοφωτισμένο γραφείο με στίβες χαρτιών και τασάκια γεμάτα ροκανίδια και άμμο. Ο Σάλλυ πλησίασε το γραφείο και άρπαξε ένα φάκελο που ξεχώριζε εμφανώς απ'την υπόλοιπη χαρτούρα. 

Κάθισε σε μια μεγάλη πράσινη βελούδινη πολυθρόνα και διάβασε:

"Στην αρχή ήταν οχτώ. Ήμασταν σίγουροι πως ήταν οχτώ. Εμένα με πλησίασε ένας και μου είπε "είσαι γεννημένος" αλλά κατάλαβα πως πρόκειται για ενέδρα και τράβηξα το μοχλό. Η κάψουλα έκλεισε με τη μια και με τράβηξε προς τα πάνω τόσο απότομα που νόμιζα πως θα μου φύγει το κεφάλι προς τα πίσω. Στους άλλους είπαν πως το σκοτάδι θα μείνει έτσι και πως δεν έχουμε καμία ελπίδα. Δεν ξέρω τι απόγιναν, προσπάθησα να κλειδώσω αλλά έσπρωχναν τόσο δυνατά που η πόρτα άρχισε να λυγίζει.."

Ο Σάλλυ ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό αλλά συνέχισε να διαβάζει:

"..Τα νερά είχαν αρχίσει να μαζεύονται και είδαμε την καταπακτή. Ήταν μια ασημένια λάμψη και έβγαζε σπίθες όπως αυτά τα εντυπωσιακά κλαράκια που λάμπουν πάνω στις τούρτες. Μάλιστα έκανε και τον ίδιο θόρυβο. Οι περισσότεροι από μας είχαν καταφέρει να φύγουν νωρίτερα αλλά ήξερα πως πρέπει να ακυρώσω την παρτίδα, και έτσι έμεινα. Κράτησα μόνο δυο μοχλούς που τους τραβήξαμε αργότερα. Κανείς δεν κοιτούσε, κανείς δεν ήθελε να δει. Αυτή είναι η τελευταία αναμετάδοση γιατί δεν ξέρουμε πότε θα ξανασχηματιστεί έδαφος."

Ο μπλε άνδρας τον πλησίασε και του είπε σιγανά "Όταν τελειώσεις, πήγαινε δίπλα και δες τους καινούργιους. Δεν είναι ό,τι καλύτερο αλλά αυτά είναι ό,τι είχα." και βγήκε από το μισογκρεμισμένο σπίτι. 

Ο Σάλλυ ξαναδιάβασε το γράμμα δύο φορές. "Μερικοί τρέχουν για όλη τους τη ζωή", σκέφτηκε. Ύστερα άφησε το χαρτί πάνω στο γραφείο και μπήκε σε ένα μικρό δωματιάκι στα δεξιά της πολυθρόνας. 

Το δωμάτιο μύριζε σίδερο και σκόνη. Υπήρχε ένα μικρό φως στο ταβάνι που ήταν αρκετό για ένα τόσο μικρό χώρο. Ο Σάλλυ άρχισε να προχωράει. Μια χάρτινη κοπέλα βρισκόταν πάνω σε μια βάση. Το στόμα της ήταν ανοιχτό σαν να φώναζε για βοήθεια και τα νύχια της ήταν ιδιαιτέρως αιχμηρά. Είχε τέσσερα πόδια που σχημάτιζαν γάμμα και τα γόνατά της δίπλωναν προς τα έξω. Δίπλα ένας πιο μικρόσωμος ξύλινος άνδρας κοιτούσε με αγριεμένα μάτια. Η βάση του ήταν μισοτελειωμένη και τα πόδια του, αν και σχεδόν ασχημάτιστα, πιο πολύ έμοιαζαν με πέλματα ζώου παρά με ανθρώπου. Τα μπράτσα του ήταν λεπτά αλλά οι άκρες των βραχίονών του είχαν μυτερές άκρες σαν μικρά κεντριά. Δίπλα από τον ξύλινο άνθρωπο άλλη μια κοπέλα, γυάλινη, καθόταν σε μια μικρή βάση. Είχε μακριά δάχτυλα, αρκετά μακριά για να τυλίξει το λαιμό της δύο φορές. Δεν είχε στόμα και η μύτη της έμοιαζε με μικρό ράμφος. Τα πόδια της ήταν ενωμένα στους αστραγάλους και η πλάτη της ήταν κυρτή, αφήνοντας να φανεί μια πολύ λεπτή ραχοκοκκαλιά.

Ο Σάλλυ αναστέναξε. Άπλωσε το πέτρινό του δάχτυλο και ακούμπησε το ράμφος της γυάλινης κοπέλας, κι απότομα γύρισε και βγήκε απ'το δωμάτιο, κι έπειτα απ'το σπίτι.

Ο μπλε άνδρας καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα στη μέση του προαυλίου και κάπνιζε ένα μακρύ ματσούκι. Μόλις άκουσε τον Σάλλυ να τον πλησιάζει, σταμάτησε να ρουφάει απ'το ματσούκι του και ετοιμάστηκε να μιλήσει αλλά ο Σάλλυ τον πρόλαβε:

"Πότε θα είναι έτοιμοι;"

"Δεν ξέρω ακόμα. Ετοιμάζω ακόμα έναν αλλά θα βάλω το πρόσωπό του προς τα πίσω, γιατί θυμάσαι τι έπαθε ο τελευταίος.." είπε ο μπλε άνδρας.

Ο Σάλλυ κοίταξε τον ήλιο και του απάντησε "Δε θέλω άλλον σαν και μένα. Είμαι εντελώς ακατάλληλο υλικό για ζέστη και το πρωί έχω πονοκέφαλο και βλέπω ανύπαρκτα πράγματα. Μην το ξανακάνεις."

Ο μπλε άνθρωπος χαμογέλασε και του είπε "Μην ανησυχείς, θα έχεις χρόνο να αναπνέεις." και  άρχισε να καπνίζει ξανά ενώ ο Σάλλυ είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται.

"Το πίσω μέρος του μυαλού μας είναι ένα σκονισμένο δωμάτιο στο οποίο κατοικούν αναρίθμητες σκούπες", σκέφτηκε και ξεκίνησε την αποσυναρμολόγηση.

Ένας τίτλος

Δεν καπνίζω αλλά ας πούμε πως εδώ σ'αυτό το σημείο ανάβω ένα τσιγάρο γιατί έτσι κάνουν όλοι οι μποέμ τύποι που ετοιμάζονται να βουτήξουν χωρίς αναπνευστήρα στην θάλασσα της προσωπικής τους μαλακίας. Φυσικά και δεν είμαι μποέμ τύπος. Και φυσικά και η θάλασσα της μαλακίας μου είναι ένας ωκεανός που ενώνει τα νερά τεσσάρων ηπείρων. Αφήνω λοιπόν το τσιγάρο στην άκρη μη βραχεί.

Λοιπόν

ΣΠΛΑΤΣ!!!

Πόσο κυνικός μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος μέσα σε λίγους μήνες; Πολύ κυνικός ΘΑ ΕΛΕΓΑ.

Η διαδικασία του κυνισμού ξεκινάει πολύ διαφορετικά απ'ότι καταλήγει και επίσης πολύ συχνά δεν καταλαβαίνεις πως είσαι στη μέση της διαδικασίας και πως τα μέσα σου αλλάζουν. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Κανείς δεν βιώνει πλήρως το ατύχημά του όταν του συμβαίνει γιατί τα ατυχήματα σε πιάνουν απροετοίμαστο. Ακριβώς γι'αυτόν τον λόγο δεν πρέπει ποτέ να γνωρίζουμε τι θα μας συμβεί καθώς αν γνωρίζεις πως πχ στις 10 Δεκεμβρίου του 1997 θα σπάσεις το χέρι σου, θα περιμένεις μέρα με τη μέρα να συμβεί το κακό και το πρωί της δεκάτης Δεκέμβρη θα σε λούζει κρύος ιδρώτας και όταν τελικά σπάσεις το χέρι σου θα βιώσεις το ατύχημα με όλες σου τις αισθήσεις αλλά κυρίως με το μυαλό σου που είναι η πιο γαμημένη αίσθηση απ'όλες. Θα το βιώσεις τόσο πολύ που μέσα στο κεφάλι σου το σπάσιμο θα κρατήσει περίπου τέσσερα εγκεφαλοχρόνια, ακριβώς γιατί θα το περιμένεις. Οπότε καλύτερα να μη γνωρίζεις ποτέ τίποτα.

Αρχικά λοιπόν ο κυνισμός έρχεται σα μεγάλος αντίχειρας και σου βαθουλώνει το εύπλαστο ζυμαράκι που είναι η αξιοπρέπειά σου. Πρέπει κάπως να το αντέξεις αυτό το πρώτο χτύπημα γιατί θα ακολουθήσουν πολύ χειρότερα. Όλα όσα ξέρεις κι όλα όσα αγαπάς και θαυμάζεις, ΜΠΡΑΦ. Μόλις έχασαν τη σημαντικότητά τους. Λυπάμαι δεν έχεις επιλογή, τώρα έγινε. Μην κλαις ρε, τι να γίνει έτσι γίνονται αυτά. Μόλις μια έξοδος με τους φίλους σου έχασε τη γοητεία της. Μόλις η αγορά μιας πανάκριβης μαλακίας δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να ανακουφίσει την δίψα σου για αποσυμπίεση. Μόλις συνέβη αυτό το κάτι που όρισε έτσι αυθαίρετα πως από δω και πέρα δεν θα ευχαριστιέσαι τίποτα από τα άχρηστα πράγματα που σε ευχαριστούσαν.

Κοίτα που έβαλα τη λέξη "άχρηστα". Κανονικά θα έπρεπε να γράψω "τίποτα από τα πράγματα" καθώς έτσι θα αναγνώριζα την κάποια σημασία των πραγμάτων. Καταλαβαίνεις τι γίνεται εδώ έτσι; Τα επίθετα σφηνώνουν ανάμεσα στα ουσιαστικά χωρίς να το παίρνω χαμπάρι σα μικρές τρίχες σε φερμουάρ.

Θα σου το εξηγήσω με ένα παράδειγμα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το παραμύθι της Κοκκινσκουφίτσας που ρουφάει ντώνκευ μπωλλς ούτως ή άλλως. Πριν κάμποσο καιρό θα έγραφα:


    "Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ.

Σταματήστε όλοι, είστε άδικοι και ημιμαθείς και δεν έχετε ιδέα για τίποτα. Και επιτέλους ο λύκος δεν έφαγε την γιαγιά επειδή πεινούσε. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ποιός τρώει μια ζαβή γριά με κρεμασμένο δέρμα και ένα βουνό αρρώστιες; Όταν πας στο χασάπη του λες “Θέλω το πιο άρρωστο κρέας που έχεις και κοίτα, αν δεν είναι καφέ και σάπιο μην μπεις καν στον κόπο να το τυλίξεις”;;

ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ.

 Την αγαπούσε αυτή την καριόλα την Κοκκινοσκουφίτσα και δεν ήθελε να την έχει κανένας άλλος εκτός από αυτόν. Και έτσι έφαγε τη γιαγιά και τη μάνα της (φυσικά αυτό δεν το μαθαίνουμε ποτέ γιατί δε βολεύει  τον αφηγητή) και πιο πριν είχε φάει και τον πατέρα της καθώς ήταν το αρσενικό πρότυπο που θα είχε η Κοκκινοσκουφίτσα μεγαλώνοντας και ο συγκεκριμένος δεν ήταν και κανας σπουδαίος τύπος. Και φυσικά δεν θα ενέκρινε ποτέ τον Λύκο για.. ό,τι θα ήθελε να είναι.

Ο Λύκος ήταν ένας ζηλιάρης, οκ. Αλλά ήταν και ρομαντικός και γι’αυτή του την ιδιότητα του αφαιρώ έξι ολόκληρους πόντους φταιξίματος.
    
Ακόμα και την ύστατη στιγμή που εκείνη αναφώνησε ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ εκείνος πίστευε πως υπάρχει μια πιθανότητα να μείνει κοντά του και να του χαϊδεύει για πάντα τα μυτερά του αυτιά.

Και ύστερα κοίταξε τα παγωμένα της μάτια και τα κοκκινωπά της μάγουλα και τα απομεινάρια αγριοφράουλας που γυάλιζαν στις άκρες των χειλιών της και κατάλαβε πως δεν θα μπορέσουν ποτέ να έχουν ένα ζεστό και όμορφο πράγμα γιατί εκείνη θα ψάχνει μια ζωή για αγριοφράουλες κι εκείνος.. όχι.

Και τότε έσφιξε τις πατούσες του και έκλεισε τα μάτια του δυνατά  προσπαθώντας να καταπιεί αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που του προκάλεσε η συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης. Και ψέλισε “αφού δεν μπορώ να σε έχω εγώ, δεν θα σε έχει κανείς. Θα σε κουβαλάω για πάντα μέσα μου.”

Και την έφαγε.

Την έφαγε αργά και ήταν ένα γεύμα ατέλειωτο και δυσάρεστο με πολλά αλμυρά δάκρυα και παύσεις αναφιλητών. Ήταν μια διαδικασία ατέρμονη, επίπονη και πλήρως καταπιεστική για τον τρώγων.

Ήταν  το πιο πικρό γεύμα που έχει γευτεί ποτέ ουρανίσκος.

Δεν ήταν έγκλημα πάθους. Ήταν ένα μεσημεριανό απογοήτευσης.."




Ενώ τώρα θα γράψω: 


"Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ.

Τα ζώα όταν μένουν νηστικά πεινάνε."


και θα βγω έξω ελαφρύς και καθόλου απογοητευμένος, να τελειώσω το ανύπαρχτό μου τσιγάρο.

Ρηκπ.

Έλα να φτιάξουμε ένα τραγούδι.


(εισαγωγή)

ΓΚΟΥΝ ντα ντα ντα ντα

ΓΚΟΥΝ ντα ντα ντα ντα

(ίσως x2 αλλά θα επιστρέψουμε)



(κουπλέ)

Μπορώ να κάνω να χιονίσει πάνω στα πόδια σου. Μπορώ να σε κάνω να θέλεις να επανέλθεις στις καταστάσεις.

Περιβάλω ένα πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο για να κάνεις πειράματα αλλά δεν υπάρχει ρολόι για να μετράς την ώρα. Υπάρχει όμως ένα μικρό παράθυρο ύψους έντεκα δαχτύλων (χοντρών). Πρέπει να βλέπεις έξω τακτικά γιατί μόλις βγει το ουράνιο τόξο πρέπει να φύγεις. 

Όλα όσα έχεις μυρίσει είναι μέσα εδώ, δεν θα χρειαστεί να ψάξεις τίποτα.

(μια παύση με ίσια μαλλιά)



(ρεφραίν)

Μην ενθουσιάζεσαι γιατί είμαι ένα παραπλανημένο υβρίδιο που ζει στα κελιά σου.

Μέσα στο κεφάλι μου βράζουν βοτάνια και οι καπνοί γεμίζουν τα τζάμια των ματιών μου με μαύρες μουτζούρες. 



(γέφυρα για πολλή ώρα μέχρι όλοι να βαρεθούν και να φύγουν)