I'm going in II

Είναι εκείνη η ώρα που ο ήλιος προσπαθεί να αποφύγει τη δύση του και βγάζει το πιο γλυκό του φως μπας και τον λυπηθεί κανείς και τον κρατήσει ψηλά για λίγο ακόμα. Και είναι τόσο κρίμα γιατί όλοι μαγεύονται με το πορτοκαλί φως και ξεχνάνε τον ήλιο που φωνάζει απελπισμένος και όταν τελικά τον θυμηθούν, εκείνος έχει ήδη πάει για ύπνο και στη θέση του βρίσκεται ένα φεγγάρι που λάμπει σα μικρή παγωμένη πέτρα. Ο ήλιος παγιδεύεται μέσα στο ίδιο του το σχέδιο.

Και είναι εκείνη η μέρα που είναι σαν όλες τις άλλες, και μοιάζει να είναι ατέλειωτη και σε κάνει να σκέφτεσαι αν όλες οι μέρες κρατάνε τόσο και πώς αντέχεις να περιμένεις τόσο πολύ κάθε φορά. Εικοσιτέσσερις ώρες κάνουν πολλούς απογόνους και εγγόνια και πολλαπλασιάζονται τρομαχτικά μέσα στη χούφτα σου, και έτσι η μέρα μπορεί να κρατήσει έως και 2 μήνες και μερικές φορές αυτό είναι επιθυμητό και ωραίο αλλά σήμερα δεν είναι μια απ'αυτές τις φορές.

Η τελευταία ανάμνηση κάθεται οκλαδόν σε ένα μικρό δωμάτιο και χτυπάει με τη μπουνιά της το ξύλινο πάτωμα και δεν μπορείς να σταματήσεις να ακούς το σταθερό ποκ ποκ ποκ όπως μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να σταματήσουν να σκέφτονται,  γι'αυτό και μένουν ξάγρυπνοι για χρόνια και νιώθουν πάντα τόσο κουρασμένοι γιατί έχουν σκεφτεί τόμους σκέψης τους οποίους δεν θα διαβάσει ποτέ κανείς.

Αυτό το ποκ ποκ ποκ σε συνοδεύει σε όποιο δωμάτιο κι αν πας και μερικές φορές είναι τόσο έντονο που θες να φωνάξεις αλλά είπαμε τι ώρα είναι, όλοι κάθονται μαγεμένοι σα χαζά σκυλιά και παρακολουθούν τα πάντα να γίνονται πορτοκαλί και ζεστά και κανείς δεν θα σου δώσει σημασία όσο δυνατή κι αν είναι η φωνή σου.

Οπότε κάθεσαι εκεί ήσυχα και αποφασίζεις να γράψεις ένα γράμμα πριν θάψεις για τελευταία φορά (για σήμερα) τον εαυτό σου και για να έχεις να θυμάσαι κάτι αύριο τέτοια ώρα, σε δυο περίπου μήνες δηλαδή.

Φέρνεις την καρέκλα κοντά στο γραφείο και κάθεσαι. Κάθεσαι κοντά αλλά αρκετά μακριά για να μπορείς να φύγεις γρήγορα αν ξαφνικά διαβάσεις αυτά που έγραψες και σε τρομάξουν. Εντάξει δεν χρειάζεται να τρέμεις, εσύ κάνεις όλους τους κανόνες εδώ και θα είναι όλα εύκολα και επιτέλους πρέπει να σταματήσεις να κοιτάς τις λέξεις στα μάτια, μερικές φορές οι λέξεις θεριεύουν και σε δελεάζουν με τελειότητα αλλά εσύ πρέπει να τους λες πως έχεις άλλα πράγματα να κάνεις. Κατάλαβες;

Γράφεις λέξεις.


"..Η ευθύνη ενός ανθρώπου."


Ποιά ευθύνη; Θα δούμε.


"..Υπάρχουν στιγμές που βιώνεις μια εξωσωματική εμπειρία, συμβαίνει εκεί που κάθεσαι βαρετός και απαθής και σκεπάζεις το στόμα σου με τα δάχτυλά σου και περιμένεις να γίνει κάτι, ας πούμε πως δεν περιμένεις, ο άνθρωπος περιμένει. 
Και ακούγεται αυτή η μικρή φωνίτσα που μερικοί την ονομάζουν αυτοσαρκασμό αλλά αργά το βράδυ αφήνει την αστεία μούρη της στο σπίτι  και έρχεται σε σένα πολύ σοβαρή και ετοιμοπόλεμη και τότε πρέπει να τη φωνάζεις αυτογνωσία. Μάλλον, ο άνθρωπος μπορεί να τη φωνάζει αυτογνωσία. Αυτή η φωνίτσα κάθεται εκεί πίσω απ’το αυτί σου και παίζει με τα μαλλιά σου σιγορμουρμουρώντας φράσεις. Βλέπεις τον εαυτό σου χωρίς να βάζεις κανένα λέηερ εξιδανίκευσης ανάμεσα. Βλέπεις τον εαυτό σου όπως είναι κι όχι όπως νομίζεις πως τον βλέπεις.

Βλέπεις τον εαυτό σου ως ένα έξυπνο άνθρωπο, ετοιμόλογο, συλλέκτη πληροφοριών τις οποίες μπορεί να ανασύρει ανά πάσα στιγμή και να κουμαντάρει με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του σαν να είναι ταυτόχρονα και ο μαθητής και ο δάσκαλος. Ένας άνθρωπος που μπορεί να μην έχει διαβάσει πολύ αλλά μπορεί να δημιουργεί τις γνώσεις στο μυαλό του σαν να ήταν μια μισοσβησμένη συνταγή που πρέπει πάσει θυσία να λειτουργήσει γιατί έχει αρχίσει ήδη να έρχεται πεινασμένος κόσμος που ζητάει να σερβιτιστεί. Πάει ψάχνοντας γιατί δεν ξέρει ακριβώς αλλά υποψιάζεται, και αυτό είναι το μεγαλύτερό του όπλο. 
Και μετά περιποιείται λίγο τον εαυτό του και με αυτά τα λίγα εφόδια που έχει αυγατίσει στο κεφάλι του, βγαίνει έξω να αντιμετωπίσει ό,τι του τύχει. Τι του τυχαίνει; Αυτός ο άνθρωπος κυνηγάει τα πάντα. Κυνηγάει ό,τι μπορεί να αμυνθεί για τον εαυτό του. Τι νόημα έχει να κατακτάς κάτι στο οποίο δεν πρόκειται ποτέ να κατοικήσεις πάνω; Να το κάνεις τι;

Κάθεται λοιπόν ο άνθρωπος που προσπαθεί αυτά που συλλέγει να τα συνεχίζει ακόμα κι αν είναι λειψά και θολά. Φτιάχνει ένα μικρό κόσμο μέσα στο κεφάλι του και μια σειρά από κανόνες για το πώς πρέπει να λειτουργούν τα πράγματα. Ναι σαφέστατα έτσι θα γίνουν, είναι τόσο υπομονετικός άνθρωπος που σίγουρα τα πράγματα θα πάνε καλά. Ο άνθρωπος είναι πολύ αισιόδοξος μέσα στη βλακεία του.
Και ξαφνικά εμφανίζεται ίσως κάποιος με καλύτερα όπλα, υπερπανοπλία, δόντια των εχθρών του να κρέμονται στο κούτελο και τέσσερις γλώσσες να ξεπροβάλλουν από ένα βρωμερό στόμα. Μπορεί αυτός να μην τον εντοπίσει αλλά ο έξυπνος άνθρωπος το καταλαβαίνει πως υστερεί. Και τότε είναι που πάνε όλα λάθος.

Και ο άνθρωπος σπάει και κλαίει:

""..Αχ αυτογνωσία, ψιθύρισέ μου τι έκανα λάθος και πώς θα έπρεπε να είμαι. Είμαι ένα    χάρτινο φρούριο, ένα περιτύλιγμα από σοκολατάκι που μέσα έχει ένα σκουπίδι. Ποιούς έχω κοροϊδέψει εκτός απ’τον εαυτό μου; Δεν το κατάλαβα, συγχωρέστε με όλοι. Τώρα με βλέπω πως είμαι ένας μικρός άνθρωπος, λίγο σιωπηλά πονηρός, και δεν μπορώ να σας αντιμετωπίσω γιατί δεν ξέρω αρκετά και δεν έχω τίποτα να σας διδάξω, αν και σχηματίζω εντυπώσεις για το αντίθετο. Απλά έχω μια ευχέρεια στο λόγο και μπορώ να καταστρώσω επιχειρήματα αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι λέω και πάω ψάχνοντας. Το κυριότερο είναι πως φοβάμαι..""

Ο άνθρωπος φοβάται και τρέμει σα μικρή φλόγα. 

""..Τι είμαι και άραγε οι άλλοι το ξέρουν; Γιατί νιώθω πως ξεχειλίζω από ψυχή ενώ αυτή τη στιγμή μπορώ να με δω καθαρά σαν ένα άδειο κέλυφος, ένα άνθρωπο-αστείο, μια οφθαλμαπάτη, μια απάτη του νου προς τον εαυτό του, ένα μικρό κυκλάκι που προσπαθεί να το παίξει τετράγωνο..
Γιατί η ενοχή είναι ένα αίσθημα που σε γκρεμίζει αν δεν το αρπάξεις να το βάλεις εκεί που του αρμόζει. Και φυσικά ο άνθρωπος είναι ικανός για πράγματα που ξεπερνούν τα όρια της φαντασίας και του κοινωνικά και λογικά αποδεκτού. Μπορεί να κάνει πράγματα που δεν ξέρει να κατονομάσει ακριβώς γιατί βιώνει τη διαφορετικότητα με ένα τρόπο απροσδιόριστο και αποσυντονιστικό. Δεν γίνεται να το αντιμετωπίσει όλο αυτό μόνος του, είναι πολύ μεγάλο.
Κι όσα παραμύθια για νεκρούς μάγους και σκοτεινά δάση  κι αν έχει διαβάσει, ο μόνος τρόπος να παγιδεύσει τελικά κάποιον είναι να το κάνει τυχαία. Γιατί σε κανέναν δεν αξίζει να κατατάσσεται στα παρελθόντα και να τον παίρνει παραμάζωμα η λούπα, Χριστέ μου πόσο μεγάλος νόμιζα πως είμαι;; Πόσος νόμιζα πως είμαι; Γιατί πίστευα τόσο φριχτά πως μπορώ να γεμίσω οποιοδήποτε δοχείο με περιβάλει; Γιατί θεωρώ πως είμαι τόσο ξεχωριστός από αυτά που απορρίπτω; Ίσως αυτό να μου αξίζει.""

Άλλη μια συγνώμη γιατί τώρα ο άνθρωπος βλέπει πως σιγά σιγά τρελαίνεται γιατί μόλις γνώρισε μια εντελώς διαφορετική ανθρώπινη υπόσταση που θεωρούσε βέβαιο πως είχε αποβάλει τότε που τακτοποιούσε προσεχτικά της πληροφορίες στο κεφάλι του.

""Και ναι δεν με νοιάζει η λογική επεξεργασία των δεδομένων όσο το συναίσθημα και το πλέξιμο του λόγου γιατί μόνο έτσι θα βγει η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο μυαλό μου και πνίγει τα χρόνια μου. Τους κρατάει κάτω το κεφάλι, δεν βγαζουν πια μπουρμπουλήθρες, γιατί δεν κάνω κάτι;; Πρέπει να σταματήσω να νομίζω πως είμαι ένας μεγάλος άνθρωπος γιατί αυτό δεν θα με οδηγήσει πουθενά Χριστέ μου νιώθω τόσο μόνος, γιατί έπρεπε τώρα να δω πώς πραγματικά είμαι;
Γιατί πρέπει να βρω εγώ τον τρόπο να κάνω τα πράγματα να προχωρήσουν και να κουνηθούν και ίσως να διαλυθούν για να τα πείσω αργότερα πως αυτό είχε ως σκοπό τη δημιουργία νέας υπόθεσης, νέων ισορροπιών και πάει λέγοντας.; Πόσο κουρασμένος είμαι, και πόσο φριχτά πιστεύω πως θα τελειώσω αυτό το κείμενο σε λάθος σημείο.""

Οκ ο άνθρωπος δεν αγχώνεται, ας τα πάρουμε πάλι όλα απ΄την αρχή, τι έγινε πρώτο, τι δεύτερο, πού ήταν το λάθος; Έλα θα πάρει λίγη ώρα αλλά αξίζει τον κόπο γιατί ορίστε, οι ανομοιομορφίες στην ψυχή βγαίνουν σαν μεγάλες χαρακιές στη γλώσσα και σε εμποδίζουν να λες τα πράματα σωστά, όλοι νομίζουν πως λες ψέμματα αλλά τι να σου κάνει μια γλώσσα κομμένη στα τέσσερα; Στα εφτά;; Στα εννιά.
Τι ξόδεψες μέχρι τώρα, κάτσε, άνθρωπε, να τα υπολογίσουμε. Τι χρωστάς και πόσα σου χρωστάνε; Ο άνθρωπος κάθεται και μετράει και ξαναμετράει τα ίδια πράγματα, γιατί μας κάνουν χάρες; Γιατί να μην είναι όλα ξεκάθαρα ΩΠ ο άνθρωπος ξέχασε πως αυτό φταίει, που δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις αλλά στο κάτω κάτω κανείς δεν μπορεί να πει πως ο άνθρωπος ήταν αυτός που ζήτησε πρώτος αλλά ναι αν το πάμε έτσι κανείς δεν ζητάει ποτέ πρώτος.

""Αυτό που πρόκειται να συμβεί απέχει δύο διαστήματα και τρία σύμπαντα απ’το πραγματικό και το ξέρω πως είμαι ένας εν δυνάμει μάγος που θα οδηγηθεί στην πυρά αλλά ορκίζομαι πως δεν ήξερα τι κακό κάνουν τα ξόρκια μου.
 Τα ατημέλητά μου παράπονα όλα θα τα βγάλω εδώ να τα χτενίσω μπροστά σας γιατί μισό λεπτό, ο άνθρωπος τα λέει όλα έτσι άσχημα σερβιρισμένα αλλά κβιντ προ κβο, γιατί δε μου είπαν την αλήθεια; Γιατί δε μου λένε τι συμβαίνει, τι νομίζουν πως είμαι, ένα πηγάδι πληροφοριών χωρίς πάτο; Σε σένα μιλάω, πρόσεχε τι ρίχνεις γιατί αν δε μου αρέσει θα στο φτύσω στη μούρη ΣΥΓΧΩΡΕΣΤΕ ΜΕ δεν ξέρω τι λέω είμαι ένας άνθρωπος μέσα σε ένα σαλόνι μεγάλο όσο η συνείδησή του που μόλις αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν ξέρει από πού να φύγει. Πόσους ανθρώπους έχω διαμελήσει μέχρι τώρα και γιατί δε μπορούσες απλά να με μασουλήσεις; Αν με είχες μασουλήσει τώρα θα κοιμόμουν ήσυχος, ναι αρσενικός ήσυχος γιατί είμαι άνθρωπος ο άνθρωπος ουσιαστικό αρσενικό, αρσενικότατο, μα και βέβαια αλήθεια είναι.
Ω καταραμένη αυτογνωσία, σε μισώ γιατί έρχεσαι τις χειρότερες ώρες όταν όλοι λείπουν και κανείς δε μπορεί να ησυχάσει τα σκυλιά που με σέρνουν πάνω σε πέτρες. Μήπως τελικά δεν είμαι τόσο αστείος άνθρωπος; Μήπως είμαι καλός και ό,τι λέω τα λέω για να προστατεύσω το μοναδικό καρύδι που έχω φυλάξει για το χειμώνα; Τι αστεία δικαιολογία.""

Κοιτάει ο άνθρωπος τα χέρια του να σιγουρευτεί πως έχει χρόνο να διορθώσει τα πράγματα αλλά βασικά  φταίνε όλα τα δυνατά συναισθήματα όπως η περηφάνεια, η αυτοσυγκράτηση, η απέχθεια που μας κάνει να τρώμε τα παιδιά μας, έτσι έλεγαν κάποτε πως κάνουν οι σωστοί ανθρωποφάγοι, σκοτώνουν αυτά που θεωρούν πολυτιμότερα.

""Έτσι θα κάνω και γω, τα πολυτιμότερα και τα πιο σημαντικά θα τα στήσω εκεί απέναντι και θα τα πετροβολήσω μέχρι να μην μείνει τίποτα όρθιο, κι αν τολμήσει κάτι και ανατσουτσουρέψει και ξαναβλάστήσει τότε θα ξέρω πως αυτό αξίζει και θα το πάρω και θα το φυτέψω πάνω στο κεφάλι μου και θα το περιφέρω περήφανος ΕΓΩ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ να το βλέπουν όλοι το παιδί μου τι άξιο ύπαρξης είναι.

Ξεμακραίνω πολύ από αυτό που θα ήθελα να είμαι ή που περιγράφω ότι είμαι, γιατί μη με πιστεύεις, τις φλογίτσες τις ντύνουν με δυνατά φώτα για να νομίζουν πως είναι πυρκαγιές και να μην τις πλησιάζει κανείς, αλλά εσύ δες εμένα, τον άνθρωπο (αρσενικό) και κάνε κάτι γιατί φυσάει και θα σβήσω και το σκοινί στο λαιμό δεν είναι πάντα αυτό το μακρύ πράγμα που σε στραγγαλίζει και σου κόβει την αιμάτωση του εγκεφάλου, είναι κι αυτό που σε αφήνει παράλυτο γέρο στην καρέκλα σου να μη νιώθεις και να μη μπορείς να κοινωνήσεις τις αισθήσεις σου με κανένα τρόπο γι’αυτό σου λέω μη με αφήσεις να γεράσω δεν είμαι τόσο μεγάλος ψεύτης απλά έτυχε να μη διαβάζω και να είμαι πολύ καλός βιβλιοθηκονόμος και να με τρώει μια τρομερή απάθεια γύρω απ΄όλα αυτά που δεν είναι όπως τα φαντάζομαι. Γιατί να μην είμαι εσείς για να τα κάνω όλα σωστά και τώρα ο άνθρωπος να μην αναρωτιέται τι πήγε λάθος αλλά ναι μετά ποιός θα έπαιζε το δικό μου το ρόλο;

Θα φύγω από αυτό το κείμενο και δεν θα θυμάμαι τι λέει, ο άνθρωπος δεν θα θυμάται τι λέει γιατί αρχίζει και χάνεται η αυτογνωσία και ξεμακραίνει και ο άνθρωπος αρχίζει και νυστάζει αλλά τα θηρία του ψέμματος δεν μπορείς να τα ξεγελάσεις με ζαχαρόψωμα, θέλουν ψυχή και θυσίες και πολλές ώρες προσωπικής κούρασης προς όφελος των ανθρώπων που εξαπάτησες κι ας μην τους κρατήσεις ποτέ όπως ονειρεύεσαι, τι να γίνει, κάποιοι άνθρωποι ζούνε και πεθαίνουν με ένα παράπονο μεγάλο σα πειρατικό πλοίο που είναι δεμένο στα βλέφαρα και τη γλώσσα τους και κάθε φορά που έχει φουρτούνα οι άνθρωποι αναγκάζονται να κλαίνε με ανοιχτά τα μάτια χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη.""

Στην ουσία αυτό που ο άνθρωπος θέλει να αποφύγει είναι μια σιωπηλή δυστυχία, ας γίνει έκρηξη, δεν τον νοιάζει, ας δούνε τη φλογίτσα όμως επιτέλους, κι ας την κάνουν κάτι, οτιδήποτε ""ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΣΟΥ ΛΕΩ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΑΣ ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΝ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΟΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΔΕ ΛΕΕΙ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ Η ΚΑΡΙΟΛΑ Η ΦΛΟΓΑ συγνώμη φλόγα το ξέρω πως εσύ φέρνεις ψωμί στο τραπέζι.""

Και τι επίμονος που είναι ο καιρός της ψυχής ρε παιδί μου. Κι ας είναι ψεύτης ο άνθρωπος.


Διπλώνεις τις σελίδες και τις βάζεις μέσα σε ένα ωραίο φάκελο. Σηκώνεσαι απ'το γραφείο σου και περπατάς προς τη συρταριέρα και ρίχνεις το γράμμα στο πρώτο συρτάρι, μαζί με όλα τα άλλα γράμματα που έχεις γράψει και είναι δεκάδες μπορεί και εκατοντάδες χιλιάδες γράμματα που τα έχεις γράψει εκείνη την ώρα που ο ήλιος φωνάζει λάμποντας και κανείς δεν του δίνει σημασία.

Σήμερα έχουμε πόλεμο.

Στην μια πλευρά βρίσκονται κάτι τεράστιες καφετιές χελώνες με μακριά νύχια και μυτερά στόματα, γεμάτες χώμα και ξερά χόρτα. Στο καβούκι της καθεμίας δώδεκα μεγάλα μάτια κοιτάνε προς τα πάνω χωρίς ποτέ να κλείνουν τα βλέφαρα. Κάθε φορά που χώνουν τα πόδια τους στη σκόνη, οι κόρες των ματιών στα καβούκια τους συστέλλονται σαν μωρό που βλέπει πρώτη φορά τον ήλιο.

Δίπλα στις χελώνες περπατούν γρήγορα μεγάλες αρκούδες που αν κοιτάξεις προσεκτικά μέσα στο τρίχωμά τους θα δεις παγιδευμένα μικρά-μικρά αστέρια να λαμπιρίζουν. Οι αρκούδες έχουν τα χέρια τους ψηλά σαν να κρατούν ένα φανταστικό κορμό δέντρου που μέσα του θα χώραγε ολόκληρος ο κόσμος, και ουρλιάζουν με εννιά φωνές η καθεμία, λες και ένα ορμητικό ποτάμι εισέβαλε στην σπηλιά τους όταν έλειπαν και έπνιξε όλα τους τα μικρά.

Δύο ελάφια περπατούν αργά πιο πίσω με μάτια γυαλιστερά σαν μικρά μαύρα βότσαλα και οι μύτες τους είναι κρύες και υγρές και εισπνέουν παγωμένο αέρα που τον στέλνουν κατευθείαν μέσα σε δύο μεγάλους καθαρούς πνεύμονες. Και οι άσπρες βούλες πάνω στο σκούρο τους τρίχωμα είναι τυχαία διασκορπισμένες σαν τέμπερα ενός απρόσεχτου ζωγράφου που πιτσίλισε κατα λάθος ένα σκούρο καμβά.

Μικροί κάστορες τρέχουν δεξιά κι αριστερά ροκανίζοντας ό,τι κλαδάκι βρουν, ενώ πάνω τους κάθονται μικροί σκατζόχοιροι που τροχίζουν τα αγκάθια τους σιγομουρμουρώντας σκοπούς που μοιάζουν με το ταπ ταπ των δαχτύλων πάνω σε ένα κούφιο ξύλινο κουτί.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς, λεπτοκαμωμένοι λύκοι γρυλίζουν ήσυχα και επιδεικνύουν εν αγνοία τους σειρές από κάτασπρα δόντια που αντανακλούν τον ήλιο και θα μπορούσαν να τυφλώσουν έναν νεκρό. Και οι θερμές γλώσσες τους χαϊδεύουν το εσωτερικό των κοφτερών τους κυνόδοντων με την προσοχή που μια πελάτισσα θα σήκωνε τα κρύσταλλα από τα ράφια τους σε ένα υαλοπωλείο. Οι πατούσες τους πατούν απαλά επάνω στο χώμα αλλά μέσα στα πέλματά τους κρύβονται αρκετά γαμψά νύχια που θα μπορούσαν χωρίς τύψεις να προκαλέσουν ζημιά σε ζεστές σάρκες, αν αποφάσιζαν να ξεπροβάλουν τελικά κάποια στιγμή.

Και φυσικά κοκκινωπές ημίτυφλες αλεπούδες ακολουθούν σιωπηλά έχοντας τα αυτιά τους ψηλά σαν σάρκινα τρίγωνα ενός χαμμένου στέμματος που υπήρχε κάποτε πάνω στα κεφάλια τους και δεν μπορούν να το περιγράψουν ακριβώς αλλά ξέρουν πως το είχαν κάποτε. Και οι ουρές τους κρέμονται ακουμπώντας το έδαφος και ανασηκώνουν το χώμα που έπειτα εισέρχεται στα μικρά τους ρουθούνια και τους σιγουρεύει πως έχει ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος για να βρουν τα χνάρια αυτών που θα έπρεπε να είναι ήδη φυλακισμένοι και ξοφλημένοι.

Στην άλλη πλευρά,,, μάλλον δεν είμαι εγώ η κατάλληλη να το περιγράψω.

Νόμιζα πως έχουμε δεκαεφτά

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια βάρκα που έπλεε ανάποδα. Και από κάτω της κρέμονταν λαγοί με ένα μόνο πόδι, και μερικές φορές μπορούσαν να ακουμπούν το βυθό της θάλασσας απαλά και να ανακατεύουν την άμμο μέσα στο νερό με τις μοναχοπατούσες τους.

Η βάρκα συνήθως επέπλεε ειρηνικά και δεν άφηνε κανένα να ανέβει πάνω της γιατί είχε ακούσει πως οι άνθρωποι είναι πολύ ανώμαλη περίπτωση και μάλιστα μια φορά μια κοπέλα σε ένα μπαρ κατάπιε τα μαλλιά της και πέθανε (!).

Οι λαγοί πεινούσαν αρκετά συχνά αλλά η βάρκα δεν έδινε και πολύ σημασία αν και πού και πού στεναχωριόταν. Πώς όταν χάνεις μια κάλτσα και πρέπει αναγκαστικά να μη φοράς και την άλλη που δεν φταίει και σε τίποτα; Έτσι.

Τις περισσότερες φορές που άκουγε παράπονα, έπλεε γρήγορα και τα κυμματάκια γαργαλούσαν τα αυτιά των λαγών και ξέχναγαν την πείνα τους για λίγο.

Βέβαια το θέμα δεν είναι η βάρκα. Ούτε οι λαγοί.

Ξέρεις πώς είναι να είσαι εντελώς έξω από το φυσικό σου περιβάλλον και να μην μπορείς να πεθάνεις; Κάποιες φορές παρακαλάμε το θεούλη να μας δώσει κουράγιο να τα βγάλουμε πέρα με κάτι που ευχόμαστε να συμβεί και σε μας ( ξέρω γω; κάτι να μας συμβεί ) και όταν μας συμβαίνει καταλαβαίνουμε πως δε γίνεται να τα καταφέρουμε με τίποτα αλλά κανείς δεν το σταματάει

Κανείς δεν το σταματάει

Οι πετσέτες σταματάνε την πλημμύρα

Και τα λεφτά σταματούν την δυστυχία ( για πολύ λίγο όμως )

Και τα δάχτυλα σπρώχνουν τις θλίψεις προς τα μέσα

Και η βάρκα σταματάει τη σκέψη

Και οι λαγοί σταματάνε τη βάρκα με τις μοναχοπατούσες τους. Μια φορά η βάρκα φτερνίστηκε και έπιασαν στεριά μέσα σε 10 δευτερόλεπτα!

Μπορείς να βάλεις το στόμα σου να στέκεται απ'τη μέσα μεριά του προσώπου σου έτσι ώστε κανείς να μην καταλαβαίνει πότε χαμογελάς και πότε όχι;

Εγώ μπορώ να το κάνω.

Μπορώ να κάνω πολλά πράγματα.

Μια σε βλέπω και μια όχι. Αυτό το κόλπο το κάνουν τα μάτια μου, όχι εσύ.

Είσαι πραγματικά ένα παράδοξο πλάσμα πάντως. Αλλά μπορώ με σιγουριά να πω πως δεν μου αρέσει η ζωή που κάνεις. Σίγουρα όχι.

Tyranids

Μπήκα μέσα λοιπόν και γινόταν πανικός. Δεν είχα ξαναδεί το σπίτι σε αυτή την κατάσταση, ποτέ. Παντού ποτήρια, μπουκάλια και αποτσίγαρα. Δεν μπορούσα να πατήσω κάτω χωρίς να αηδιάσω. Είχαν κάνει ένα στρώμα απόλυτης βρωμιάς.

Έβαλα μια φωνή για να δουν πως ήρθα. Με το που με είδαν πανικοβλήθηκαν όλα, έπρεπε ήδη να κοιμούνται και το ήξεραν. Με είχε πιάσει υστερία αλλά προσπαθούσα να μην το δείξω. Κοιτούσα νευριασμένη και έσκυβαν τα κεφάλια τους ντροπιασμένα. Δεν χρειάστηκε να φωνάξω. Έτρεχαν από δω κι από κει προσπαθώντας να τα βάλουν όλα σε τάξη. Δεν ήξεραν πού πάει το κάθε τι και αυτό μου την έδινε πιο πολύ στα νεύρα. Τα αγριοκοίταξα τελευταία φορά και μετά φώναξα ΕΝΤΑΞΕΙ ΦΤΑΝΕΙ, ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙΤΕ

Σε λίγο άρχισαν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους και στα ταβάνια και να βολεύονται. Χρησιμοποιούσαν τις βεντούζες τους για να παραμείνουν στις θέσεις τους. Σύντομα τα ταβάνια γέμισαν. Κουλουριάζονταν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς να κάνουν θόρυβο. Ανάποδα. Καθόμουν από κάτω και τα κοιτούσα καθώς τα έπαιρνε ο ύπνος.

"..ογδόντα-ένα, ογδόντα-δύο, ογδόντα-τρ~ πού είναι το ογδόντα -τρία;..."