The Revelator

Υπάρχει ένα μεγάλο κτίριο με σπασμένα τζάμια που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο νεκροταφεία αυτοκινήτων. Η πρόσοψη του κτιρίου είναι μουτζουρωμένη και μοιάζει να γέρνει προς τα πίσω, με τον τρόπο που ένας μποξέρ αποφεύγει ένα χτύπημα στο σαγόνι. Μυρίζει λάστιχο και δέρμα. Στην πόρτα του κτιρίου υπάρχουν γρατζουνιές τεσσάρων δαχτύλων.

Μέσα στο κτίριο στεγάζεται ένας μεγάλος άνθρωπος, καρφωμένος στον κεντρικό τοίχο του κτιρίου. Εντελώς καρφωμένος και αμετακίνητος. Έχει μεγάλα χοντρά καρφιά στους ώμους, τους καρπούς, την κοιλιά, τη λεκάνη, τους μηρούς και τους αστραγάλους. Έφερε αντιρρήσεις στην αρχή αλλά τώρα πια το έχει αποδεχτεί. Δεν έχει κάνει τίποτα το σημαντικό ή το επικίνδυνο για να το αξίζει αυτό. Απλά είναι ένας πελώριος άνθρωπος καρφωμένος στον τοίχο. Δεν είναι κανένας πολεμιστής, αρχαιοκάπηλος, Μεσσίας, αναρχικός και δεν αποτελεί απειλή για τον οποιονδήποτε. οκ;

Περνάει κόσμος από κει. Μερικοί πετάνε πέτρες, άλλοι δεν μπαίνουν στο κτίριο. Συνήθως το απόγευμα μαζεύονται παρέες και κάθονται στις γωνιές του κυρίως δωματίου και καπνίζουν χαζεύοντας τον μεγάλο άνθρωπο. Και ύστερα φεύγουν. Ο άνθρωπος φοράει μια μπορντώ μπλούζα και ένα σκούρο γκρι παντελόνι και τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα και πενταβρώμικα. Κανείς δεν σχολιάζει το πόσο άσχημα μυρίζει. Κανείς δεν έχει πλησιάσει αρκετά για να το προσέξει.

Ας πούμε πως μεταξύ δυο σημείων υπάρχει μόνο μια ευθεία. Μόνο μια πιθανή ευθεία και καμία άλλη. Ναι το ξέρω πως ισχύει ούτως ή άλλως, αλλά ας πούμε. Μεταξύ του μεγάλου ανθρώπου και της παρέας που κάθεται στη δεξιά γωνία και ξεφλουδίζει τον τοίχο ενώ μιλάει, υπάρχει μια ευθεία. Μεταξύ του μεγάλου ανθρώπου και της κεντρικής πόρτας υπάρχει μόνο μια ευθεία. Μεταξύ του κτιρίου και του σπιτιού μου υπάρχει μόνο μια ευθεία. Και τα λοιπά.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο έκατσε ένας σκύλος. Ο άνθρωπος γύρισε και τον κοίταξε για δυο δευτερόλεπτα, όχι παραπάνω. Ο σκύλος έφυγε.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο κάποιος άναψε ένα τσιγάρο και κάπνισε για λίγο κοιτάζωντάς τον. Έφυγε μετά από δεκατρία λεπτά πατώντας τη γόπα του κάτω.

Μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο μάλωσε ένα ζευγάρι. Η κοπέλα προσπαθούσε να πείσει και το αγόρι προσπαθούσε να πειστεί. Πιθανώς δεν τα κατάφεραν. Έφυγαν μετά από εικοσιέξι λεπτά, οχτώ δύσπιστα βλέμματα και τέσσερα βασικά σημεία στη συζήτηση που δεν μπόρεσαν να εντωπίσουν.

Και έτσι περνάει ο καιρός μπροστά στον μεγάλο άνθρωπο. Είναι πλέον κάτι σαν συντριβάνι. Σαν μια μικρή πλατεία. Σαν ένα άγαλμα σε μια γωνία της πόλης. Δεν θυμάται κανείς πως είναι ζωντανός και ακούει τα πάντα.

Προσοχή: στην μεγάλη πόρτα υπάρχουν γρατζουνιές τεσσάρων δαχτύλων.

Ο μεγάλος άνθρωπος μιλάει. Το κτίριο είναι άδειο και δεν υπάρχει κανείς να τον ακούσει.

"Αυτή είναι μια ιστορία. 


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας κύριος που ζούσε σε ένα μικρό σπίτι. Δεν είχε ούτε ένα φίλο και δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνει. Καθόταν με τις ώρες μέσα στο σπίτι του και το φρόντιζε σαν να ήταν μικρό παιδί. Και το σπίτι χαιρόταν και έλαμπε. Από μέσα. Γιατί από έξω ήταν ένα μικρό γκρι κουτί με χαλασμένα παράθυρα. Από μέσα όμως ήταν ένα πλήρως τακτοποιημένο μέρος, με κουτάκια στα ράφια και διπλωμένες κουβέρτες στους καναπέδες.
Ο κύριος ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του. Δεν ήξερε κανέναν άλλον εκτός από το σπίτι του. Χάιδευε τους τοίχους και περπατούσε μαλακά στο πάτωμα, για να μην το τρομάζει. Όταν ξάπλωνε το βράδυ, χαμογελούσε στο ταβάνι και χτύπαγε φιλικά το πλάι του κρεβατιού του. 


Υπήρχαν μέρες που το σπίτι του ήταν άρρωστο. Εκείνες τις μέρες ο κύριος ήταν ανήσυχος σα γάτα. Έπαιρνε συνέχεια τη θερμοκρασία του καναπέ και αναστέναζε βαριά. Το σπίτι εμφάνιζε υγρασία στους τοίχους και στο ταβάνι του μπάνιου. Οι βρύσες έσταζαν και οι πόρτες έτριζαν. Ο κύριος ανησυχούσε πάντα το ίδιο υπερβολικά. Αλλά δεν το έδειχνε ποτέ. Ξενυχτούσε μέσα στο σπίτι μήπως και χρειαστεί κάτι. Το σπίτι γινόταν καλά μετά από λίγες μέρες. Πάντα έτσι γινόταν. Μετά από λίγες μέρες όλα έστρωναν. Οι βρύσες σταματούσαν να τρέχουν, ο καναπές γινόταν χλιαρός και το ταβάνι του μπάνιου στέγνωνε σαν αυγουστιάτικη πετσέτα. Και η ζωή κυλούσε έτσι.


Η ζωή κυλούσε έτσι. Αυτό σκεφτόταν ο κύριος. Ώσπου μια μέρα πήρε ένα μπιτόνι βενζίνη και έλουσε τα πάντα, μαζί και τον εαυτό του. Και έπειτα κάθισε στον καναπέ και άναψε ένα σπίρτο. Το σπίτι ούρλιαζε και έτρεμε αλλά ο κύριος το καθησύχαζε κρατώντας σταθερό τον καναπέ.


Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας κύριος που ζούσε σε ένα μικρό σπίτι. Και μια μέρα αποφάσισε πως δεν πάει άλλο και εξαφάνισε τα πάντα."

Ο μεγάλος άνθρωπος ξέρει πολλές ιστορίες που δεν ακούει κανείς. Μια φορά είπε την ιστορία για το πώς έδωσε τους αντίχειρές του σε ένα σκύλο που ήθελε απελπιστικά να κρατήσει επιτέλους ένα ποτήρι μπύρας. Αλλά ούτε αυτή την άκουσε κανείς.

Ιτς ωλλ γκουντ.

Αυτή θα είναι μια χαρούμενη ανάρτηση. Αλήθεια θα είναι. Μόνο που δεν ξέρω από πού να αρχίσω να γράφω. Άρα θα ξεκινήσω από κάπου, οπουδήποτε. Ένα τυχαίο σημείο.

Δεν πειράζει που περνάω άπειρες ώρες στο ίντερνετ. Δεν πειράζει που θέλω να τα μάθω όλα και δεν έχω φροντίσει για το πού θα τα βάλω. Δεν πειράζει που θέλω να χάνω τον ύπνο μου ενώ ξέρω πως τον έχω ανάγκη. Δεν πειράζει που δεν ξέρω τι άλλο έχω ανάγκη και καταλήγω να κάνω άσχετα πράματα. Δεν πειράζει που με πιάνουν τρομερές θλίψεις πολύ συχνά γιατί ξέρω πως δεν προσέχω αρκετά. Δεν πειράζει που δεν προσέχω αρκετά. Δεν πειράζει που κλαίω όταν εκνευρίζομαι και όλοι νομίζουν πως κλαίω από αδυναμία και μανιαμουνίαση. Δεν πειράζει που ασχολούμαι με μικροπράγματα όπως το να τακτοποιώ τα μπουκάλια με τα σαμπουάν ή το να καθαρίζω τα κάγκελα του μπαλκονιού λίγο πριν βρέξει. Δεν πειράζει που κάθομαι αντί να στέκομαι. Δεν πειράζει που μαραζώνω. Δεν πειράζει που αν και ξέρω τι με πειράζει, δεν κάνω τίποτα γι'αυτό. Δεν πειράζει που δεν διαβάζω ποτέ το μπλογκ μου γιατί με θλίβει. Δεν πειράζει που δεν θα δω ποτέ την Ανταρκτική. Δεν πειράζει που δεν θα κολυμπήσω ποτέ δίπλα σε μια φάλαινα. Δεν πειράζει που παθαίνω κρίσεις άγχους για πράγματα που ποιός χέστηκε. Δεν πειράζει που μερικές φορές θέλω να παραιτηθώ και απλά να τρέξω αργά πάνω στο κρεβάτι σα λάβα. Δεν πειράζει που δεν θα βρω ποτέ το κουράγιο να μάθω πιάνο έτσι όπως το φαντάζομαι. Δεν πειράζει που αφήνω ανθρώπους να με στεναχωρούν γιατί ξέρω πως δεν θα τους έχω για πάντα. Δεν πειράζει που δεν το ξέρουν. Δεν πειράζει που σκέφτομαι συνέχεια πώς να κλείσω τους δικούς μου σε ένα κουτί που θα τους κρατήσει για πάντα, κάπου, μακριά από όλα τα άσχημα που μπορεί να σκεφτεί ένα ανθρώπινο μυαλό. Δεν πειράζει που τρελαίνομαι επειδή δεν μπορώ να το κάνω. Δεν πειράζει που ξέρω πως δεν θα πετάξω ποτέ με ολόδικά μου φτερά, που να αποτελούν κομμάτι του σκελετού μου. Δεν πειράζει που κανείς δεν θα καταλάβει ποτέ πώς νιώθω όταν βλέπω ένα σκύλο. Δεν πειράζει που πρέπει να κάνω επιλογές για κάτι που είναι απλό. Δεν πειράζει που πρέπει να προσπαθώ για πράματα που δεν θα έπρεπε. Δεν πειράζει που δεν μπορώ να αποτυπώσω αρκετά γρήγορα όλες τις σκέψεις μου. Δεν πειράζει που κάθε λεπτό χάνομαι όλο και πιο πολύ μέσα σε ένα πράγμα που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Δεν πειράζει που αυτό συμβαίνει εδώ και δεν θυμάμαι πόσο. Δεν πειράζει που σκέφτομαι και σκέφτομαι χωρίς να γίνεται τίποτα καλύτερο. Δεν πειράζει που δεν μπορώ να το πω σε κανένα. Δεν πειράζει που έχω αυτό που χρειάζομαι αλλά όχι αυτό που θέλω. Δεν πειράζει που συχνά δεν θέλω τίποτα. Δεν πειράζει που αυτό δεν με πειράζει. Δεν πειράζει αν δεν με θέλει κανένας, αν δεν με θελήσει κανείς ποτέ, αν σταματήσω να με θέλω εγώ κάποια στιγμή, αν αφεθώ κι αν πάψω να υπάρχω και χαθώ εντελώς πριν ακόμα πεθάνω με ένα κανονικό θάνατο.

Δεν πειράζει τίποτα από αυτά.

Είναι τρομερό το να είσαι ζωντανός. Έχουν μιλήσει όλοι άπειρα γι'αυτό. Έχουν δίκιο. Είναι τρομερό και ταυτόχρονα είναι τόσο συνηθισμένο που δεν μπορώ να το συλλάβω πλήρως. Δεν το εκτιμάω όσο θα έπρεπε. Δεν του φέρομαι σωστά. Δεν ξέρω σε τι ηλικία θα πεθάνω αλλά το σκέφτομαι συνέχεια. Κάποια στιγμή θα πεθάνω τελείως. Εντελώς και αμετακλήτως. Θα είναι ένας θάνατος που δεν θα μπορώ να ελέγξω. Δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα γι αυτό. Μπορεί να πεθάνω μέσα σε φτιχτούς πόνους, μπορεί ήσυχα στον ύπνο μου, μπορεί απλά να παγώσει το βλέμμα μου μια μέρα που θα βλέπω τηλεόραση. Μπορεί να γίνει στιγμιαία μέσα σε ένα αμάξι. Μπορεί να πεθάνω από χαρά. Δεν ξέρω πώς θα γίνει. Δεν έχω ιδέα αν έπεσα μέσα σε τίποτα μέχρι στιγμής. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν θα είμαι εδώ για πάντα. Θα πεθάνω και τα πάντα θα συνεχίσουν να γίνονται όπως τα ξέρω.  Σε κάποια χρόνια είναι σίγουρο πως δεν θα υπάρχω καθόλου. Όλα τα κομματάκια μου θα έχουν χαθεί. Ίσως υπάρχει κάποια με το όνομά μου. Μπορεί να μην έχουμε καμία συγγένεια.Ίσως το σπίτι μου να ανήκει σε κάποιον δικό μου. Ίσως να μην υπάρχει καν το σπίτι μου. Το σπίτι μου. Το σπίτι στο οποίο περπατάω εδώ και 21 χρόνια αλλά βασικά δεν έχω ιδέα πού το πάω αυτή τη στιγμή. Είναι 6:23 το πρωί και νιώθω αυτή τη γλυκιά ζέστη που έχει ένα πρόσωπο που έχει κλάψει για ώρες. Μισό λεπτό, δεν έκλαιγα ε; Απλά νιώθω αυτή τη ζέστη και το πρήξιμο και απέκτησα την ικανότητα να ακούω τους τοίχους. Μου φαίνονται όλα ήρεμα και ξεκάθαρα και ήσυχα και δεν με πειράζει τίποτα αυτή τη στιγμή. Δεν πειράζει, αράχτε. Άραξε. Το αφήνω στην τύχη του, οκ; Εντελώς. Το παρατάω όλο να πέσει κι ας γίνει ό,τι είναι να γίνει. Το αφήνω μόνο του και πάω πιο κει να κάνω κάτι άλλο. Μπορεί και να μην κάνω τίποτα. Αλλά δεν ασχολούμαι περισσότερο με τίποτα. Με τίποτα, στο ορκίζομαι.

Αφού σου το είπα. Αυτή εδώ θα είναι μια χαρούμενη ανάρτηση. Έβαλα τα δυνατά μου δηλαδή.

85 (eighty-five) is the natural number following 84 and preceding 86



Είμαι ο κυριότερος ταξιδευτής. 

Ένας ανεξάρτητος παρατηρητής.

Ένας γλυκόπικρος αποσπάστης προσοχής. 

Είμαι ένα αφοσιωμένο λογιστικό κομπιούτερ. 

Ένα τεράστιο ηλιακό ρολόι.

Ένα συμπαγές κουτί 99 φόβων.

Είμαι ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο παρατημένων μαθηματικών ιδεών. 

Μια ασήκωτη ισοπεδωμένη γειτονική πόλη.

Ένα παγωμένο σουπερνόβα.

Δεν μπορείς να με πάρεις μαζί σου.  



question~

Ε, ψιτ, να σου πω.

Μήπως τελικά μιλούσες στον εαυτό σου εκείνη τη μέρα; 

Sonar

Πλήρης άγνοια της κατάστασης και εισχώρηση σε νέα πεδία. Αναγνώριση ενδεικτικών συντελεστών προσέγγισης. Περισσότερη προσοχή και εστίαση. Σύγκλιση και ταύτιση, δημιουργία άρρηκτων δεσμών μεταξύ άγνωστων μονάδων επεξεργασίας. Απουσία γνώσης για περαιτέρω τεχνικά ζητήματα. Ανάπτυξη επιστημονικού ενδιαφέροντος, πρόσληψη μεγαλύτερου εργατικού δυναμικού. Σύνδεση, έντονη προσγείωση.

Πρώτη προσέγγιση επιτυχής με κάποιες αναταράξεις. Επόμενες προσπάθειες πιο διασκορπισμένες. Απομάκρυνση και διατήρηση ασφαλούς απόστασης. Προσπάθεια διατήρησης λεπτών πτυχώσεων εύθραυστων συσχετίσεων και ελιγμοί εξισορρόπησης του κλίματος. Επίμονη συστολή υλικών και συμμετεχόντων. Προβολή θετικών στοιχείων αυτοεξορισμού και επικέντρωση σε αναπόσπαστα κομμάτια ουτοπικών εξεγέρσεων με στόχο την ανασύνταξη των στρατευμάτων. Κατόπιν, επιστροφή στα μητρικά κουβάρια και διαπίστωση μονιμότητας της κατάστασης. Δημιουργία κανόνων και ορισμών, επανάληψη και αποστήθιση, και έπειτα απόλυτη λήθη. Aπομάκρυνση από το στόχο για άλλη μια φορά.

Επιλογή αντικειμένων, ρύθμιση εισόδων, επεξεργασία ανάρμοστων κατευθύνσεων με στόχο την προσάραξη μόνο σε ευχάριστες τοποθεσίες, επανεκκίνηση μηχανισμών και παύση συνειρμικών διαδικασιών που λειτουργούν αρνητικά στην απομάκρυνση από περίφημα παραδείγματα-φορείς. Συγκάλυψη με τη βοήθεια φιλικών οπερέητορς, καταβύθιση σε υπόγειες κατοικίες υπό την παρουσία πολλών ατίθασων συντελεστών, ανταλλαγή προθέσεων και συγκρατημένη χρήση μηχανισμών συναγερμού μετά την αναγνώριση οικείων εσωτερικών αναταράξεων. Πλήρης καταγραφή όλων των παρελθόντων και ανάλυση εις βάθος με κύριο σκοπό τον αποκλεισμό των όποιων παρεξηγήσεων. Εξακρίβωση στοιχείων ξενικών αφίξεων και παρουσιάση στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας όλων των συμβάντων.

Σιωπηλή υποχώρηση. Υπομονή μέχρι την επόμενη απογείωση.

I'm an ocean in your bedroom

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, λίγο πιο βαρύς απ'ότι συνήθως. Είχε μόλις πλύνει τα δόντια του και μπορούσε με τη γλώσσα να νιώσει κάτι απομεινάρια οδοντόκρεμας στον ουρανίσκο του. "Η οδοντόκρεμα είναι το πιο ουδέτερο είδος σαπουνιού που υπάρχει. Το σαπούνι περιέχει λάδι. Κάποιες φορές όμως χρησιμοποιούμε σαπούνι για να ξεπλύνουμε το λάδι. Τι να σημαίνουν όλα αυτά και τι ώρα να είναι;" Αποφάσισε να σταματήσει τους συνειρμούς. Το ξυπνητήρι ήταν ήδη ρυθμισμένο για τις 7, αλλά το τσέκαρε ούτως ή άλλως. Είναι από αυτά που κάνεις παρ'ότι είσαι σίγουρος πως τα έχεις κάνει ήδη. Ξέρεις. Είσαι εκεί; Μα φυσικά και είσαι. Απλά τσέκαρα.

Κοίταξε λίγο τριγύρω. Το παράθυρο ήταν εντελώς κλειστό, το κρεβάτι ατσαλάκωτο, η πόρτα κλειστή επίσης, οι παντόφλες του στη θέση τους. ΟΥΦ. Ένας μικρός αναστεναγμός. Ώρα για ύπνο. Άνοιξε το πάπλωμα και χώθηκε από κάτω. Το κρεβάτι ήταν πολύ κρύο αλλά τι πείραζε; Έχει ξαναγίνει. Κοίταξε το ταβάνι για τελευταία φορά και έκλεισε τα μάτια. "Ποιός κοιμάται ανάσκελα διάολε;"

Πέρασε μια ώρα. Είχε πάει 3. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ρολόι. Σιγά μην τον είχε πάρει ο ύπνος τόσο εύκολα. Γύρισε στο πλάι. Κούνησε λίγο τα πόδια του που τώρα πια είχαν ζεσταθεί. "Πάμε πάλι, άλλη μια φορά."

Άλλη μια ώρα. Ούτε καν κοίταξε το ρολόι αυτή τη φορά. Ρουθούνισε δυνατά και έκλεισε με δύναμη τα μάτια. Τι αηδία να μην σε παίρνει ο ύπνος όταν πρέπει. "Ας ξαναπροσπαθήσουμε, έλα, κάποια στιγμή θα γίνει." Η επιμονή του να κοιμηθεί ήταν αξιοθαύμαστη. Σχεδόν έφτανε τη δική μου.

Μέσα σε λίγα λεπτά άκουσε κάτι να στάζει. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω. Όλα ήταν στεγνά. Γύρισε απ'το άλλο πλευρό και κοίταξε την πόρτα μέχρι που τα βλέφαρά του έπεσαν ΠΑΦ κάτω.

Πέρασε κάμποσο. Πάλι νερό. Ήταν σίγουρος πως άκουσε νερό. Άνοιξε τα μάτια. Εστίασε κάτω στην πόρτα, στο άνοιγμα από το πάτωμα, μια μικρή κηλίδα νερού ερχόταν σιγά στο δωμάτιο. Τώρα τα μάτια ήταν διάπλατα ανοιχτά. Δεν σηκώθηκε καν να δει από πού έρχεται. Απλά καθόταν εκεί, ξαπλωτός μέσα στο πάπλωμα, και κοιτούσε.

Η κηλίδα άρχισε να μεγαλώνει επικίνδυνα. Είχε φτάσει τα πόδια του κρεβατιού. Άρχισε να τρέχει νερό απ'την κλειδαρότρυπα. Και λίγο μετά απ'τα πλάγια της πόρτας. Το χαλί είχε γίνει μούσκεμα. Ένα τρίξιμο. Η πόρτα έτριζε. Το νερό μαζευόταν στο πάτωμα, είχε ξεπεράσει το χαλί. Τι ώρα να ήταν; Ποιός νοιάζεται για την ώρα, εδώ μπαίνουν νερά χωρίς λόγο.

Το τρίξιμο δυνάμωσε, τα νερά άρχισαν να μπαίνουν με πίεση απ'τα πλάγια, η πόρτα άρχισε να κυρτώνει. Κάτι κυρτώνει την ξύλινη πόρτα. Προσπαθεί να την παραβιάσει.Τα μάτια του γυάλισαν και στρογγύλεψαν και σταμάτησε να αναπνέει για να ακούσει πιο προσεκτικά. Τα πόδια του έκαιγαν μέσα στο πάπλωμα. Ένα πολύ δυνατό τρίξιμο της πόρτας και έπειτα μια παύση.

Παύση. Και μια γρήγορη σκέψη: "Τι ώρα να είναι;"

Και τότε η πόρτα υποχώρησε, και εισέβαλε ένας τεράστιος όγκος νερού που δεν υπολόγιζε τίποτα, γέμιζε το δωμάτιο και παρέσυρε τις καλοτακτοποιημένες παντόφλες του και το κομοδίνο με το συνεπέστατο ξυπνητήρι. Ένας σπαρταριστός ήχος που θα μπορούσε να είναι το πιο εκκωφαντικό πράγμα που έχει ακούσει ποτέ. Δεν σταματούσε να μπαίνει νερό. Πλημμύριζε το δωμάτιο. Με τι ταχύτητα να πλημμύριζε το δωμάτιο; Και τι ώρα να είχε πάει; Λύσσα κακιά με την ώρα.

Δεν ήταν φόβος. Ένιωθε ένα άλλο πράγμα, που έμοιαζε με ανυπομονησία, ενδιαφέρον, λαχτάρα. Το νερό σκέπαζε τα πάντα, το πάπλωμα άρχισε να επιπλέει, τα πόδια του κινούνταν χαλαρά. Δεν κολυμπούσε, απλά υπήρχε. Κοιτούσε με δέος το νερό που δεν έπαυε λεπτό να επιτίθεται στα πάντα. Κοιτούσε και κοιτούσε και δεν χόρταινε.
Και τότε άκουσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του.



"Είμαι ένας ωκεανός μέσα στο δωμάτιό σου.

Θα σε τυλίξω και θα σε παρασύρω. 

Θα σε κάνω να τα ξεχάσεις όλα και δεν θα λυπηθώ τίποτα. 

Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος. 

Εγώ θα σου δείξω τα πάντα. 

Μόνο πες μου πού θες να πας."



Δεν περίμενε να ακούσει άλλα. Απλά έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε μέσα στο κεφάλι του. Όσοι δεν ξέρουν ποτέ τι ώρα είναι, είναι ευτυχισμένοι.

PSR B1257+12

Ήταν φοβερό το θέαμα. Εμείς βέβαια ήμασταν πολύ μακριά αλλά εγώ προσπαθούσα να συμπληρώσω τις λεπτομέρειες. Ήταν δύσκολο γιατί γυάλιζε το παράθυρο και αναγκαζόμουν να κρύβω το τζάμι με τις χούφτες μου. Άνοιγε τις θάλασσες πολύ φουριόζα γιατί έπρεπε να προλάβει μάλλον. Γρήγορα. Δεν σκεφτόταν καθόλου. Και ανέβαινε τα σκαλιά με δυο χιλιάδες πόδια και υπέθεσα πως μετρούσε τα σκαλοπάτια ανάλογα με το πόσες φορές έβλεπε τα γόνατά της να λυγίζουν. Έσπρωχνε και σκουντούσε χωρίς να δίνει παραπάνω εξηγήσεις και συγνώμες γιατί είπαμε, υπάρχουν και όρια, και τώρα δεν ήταν ώρα για άσκηση κοινωνικών δεξιοτήτων. Αγένεια και σπρώξιμο για να προλάβει, έτσι σκεφτόμουν. Οι άλλοι δεν πολυσυμμετείχαν γιατί είχαν έρθει και τα φαγητά.

Ο βράχος φαινόταν πιο μεγάλος από μακριά. Ακόμα και σε μένα φαινόταν μεγάλος από μακριά. Ήταν και βράδυ, είχε πιάσει και ένας αέρας, είχε και άγχος, δεν γινόταν να υπολογίσει ακριβώς. Αλλά τώρα που τον έβλεπε από κοντά, ο βράχος ήταν μικρότερος. Τουλάχιστον έτσι πίστευα. Παραμέρισε δυο μίλια θάλασσα για να φτάσει σε αυτόν τον βράχο. Ανέβηκε πάνω, στάθηκε ακριβώς στη μέση, έκλεισε τα μάτια και πήρε μιααααανάαασαα, αυτό το είδα ξεκάθαρα.

Και τότε άρχισε να αναβοσβήνει. Μέσα στο βαθύ μπλε, ένα κόκκινο αναβόσβηνε με σταθερές παύσεις χωρίς ποτέ να αργεί ή να σταματά. Δεν σταμάτησε να αναβοσβήνει ούτε στιγμή. Την κοιτούσα για ώρες. Κάθε φορά που έσβηνε ευχόμουν να μην μείνει σβηστή. Ήταν ένα πολύ περίεργο συναίσθημα.

Με πήρε ο ύπνος πάνω στο τζάμι. Ντροπή μου που το λέω αλλά ήμουν άυπνη. Ξύπνησα μέσα σε πολύ φως και όλοι γύρω παραήταν φαγωμένοι και πιωμένοι για να μου πουν τι έγινε. Δεν νομίζω πως τους ένοιαξε και πολύ. Τους μισώ όλους. Αηδιαστικοί μεθυσμένοι κόπροι. Πότε σταμάτησε να αναβοσβήνει ρε; Έσωσε κανέναν τελικά; Μήπως μετατράπηκε σε πάλσαρ; Ίσως να την πήρε το κύμμα;

Αναβόσβηνε όλο το βράδυ. Δεν ξέρω τι απέγινε. Δεν ξέρω.


Ήθελα να 'ξερα, δεν είστε ευτυχισμένοι;

Θα έρθει η στιγμή που κάποιος θα σταματήσει να περιγράφει. Και τότε η ασημένια γάτα θα χωνέψει το ποντίκι που κάθεται αναποδογυρισμένο στην κοιλιά της και μόλις το κάνει αυτό θα νιώσει πολύ μόνη και αυτό το αίσθημα θα της προκαλέσει μια τρομερή ευτυχία.  Και τα φυτά θα σπάσουν τις γλάστρες και θα ριζώσουν στο μάρμαρο και θα καμπουριάσουν κάτω απ΄το ταβάνι για να χωράνε, και τα πλήκτρα του πιάνου θα ανοίξουν την πόρτα στον πρώτο και θα αρχίσουν πηδώντας να ανεβαίνουν τα σκαλιά για να φτάσουν στον δεύτερο και να χτυπήσουν την πόρτα μου να μπουν μέσα, και μόλις μπουν θα τακτοποιηθούν στη σωστή θέση και θα κουρδιστούν μόνα τους. Και η κουζίνα θα μυρίζει όμορφα και τα μυρμήγκια δεν θα σουλατσάρουν πάνω στους πάγκους. Θα μένουν κύριοι στη φωλιά τους.

Θα έρθει η στιγμή που δεν θα πονάνε πια τα χέρια μου όταν ξυπνάω και θα έχω ήρεμο κεφάλι που δεν θα είναι γεμάτο δηλητήριο. Θα πάρω όλες τις φωτογραφίες που έχω ερωτευτεί και θα τις κολλήσω με σάλιο τη μια δίπλα στην άλλη και θα φτιάξω μια φωλιά να πηγαίνω να κοιμάμαι τα απογεύματα. Και όλα τα γράμματα που έχω γράψει θα παραδοθούν εκεί που πρέπει και θα διαβαστούν από τα σωστά μάτια και δεν θα κάθονται μέσα στην οθόνη μου να πιάνουν χώρο.  Και θα αποχωριστώ όλα τα πράγματα που με έχουν αφήσει πίσω τους χωρίς να το ξέρω αλλά δεν θα έχει σημασία γιατί κανείς δεν θα περιγράφει πια.

Και εκεί που θα περπατάω στην Ομόνοια θα νιώσω ένα μικρό χεράκι να πιάνει το χέρι μου και θα γυρίσω να κοιτάξω κάτω και θα είναι η μικρή Μυρτώ με τις αστείες αφέλειές της και τα κόκκινά της παπούτσια. Θα την κρατώ γερά και θα περπατώ λίγο πιο σιγά για να με προλαβαίνει και ίσως να βουρκώσω από ευτυχία γιατί κανείς ποτέ δεν καταλαβαίνει το λόγο που ουρλιάζω όταν κάποιος επιστρέφει από το παρελθόν. Δεν θα πω τίποτα όμως για να μην την τρομάξω. Θα προσέχω όταν περνάμε το δρόμο και θα χαμογελώ μέσα στο κεφάλι μου όταν την ακούω να σιγομουρμουρά λέξεις. Και θα νιώθω ήσυχη και ασφαλής καθώς θα περπατάμε χέρι-χέρι μπροστά από τη Σταδίου χωρίς να κοιτιόμαστε.

Μερικές φορές η ζωή μου πέφτει πολύ βαριά, μικρή Μυρτώ. Συγνώμη αν σε απογοητεύω.

Και

άνοιξε ο τοίχος σα βαριά κουρτίνα και μπήκε μέσα μια σκούρα σκόνη, πράσινη και θαμπή. Κατακάθισε παντού και μένα δεν με ένοιαξε ούτε λίγο, τρομερό. Και μετά δυο άσπρα χέρια παραμέρισαν τον τοίχο που ανέμιζε ανατριχιαστικά σα σάρκα που κρέμεται, και βγήκε από μέσα ένας ψηλός τύπος που το κεφάλι του ήταν μέσα σε μια γυάλα και δεν μπορούσα να δω την έκφρασή του. Και βημάτιζε γυρίζωντας γύρω από τον εαυτό του, πολύ αργά, και όταν το ένα πόδι πατούσε κάτω, το άλλο βρισκόταν στον αέρα. Δεν πατούσαν ποτέ και τα δυο ταυτόχρονα στο πάτωμα. Και γω ήμουν μπροστά του πάνω στον καναπέ ξαπλωμένη με μισάνοιχτα μάτια, με το πάπλωμα να σκεπάζει το στόμα και τη μύτη μου και ένιωθα ένα μικρό ζεστό φόβο αλλά δεν το κουνούσα ρούπι.

Γύριζε αυτός γύρω γύρω και καθώς κουνούσε το κεφάλι του, έπεφτε νερό απ'τη γυάλα και φοβόμουν μην τελειώσει το νερό και δεν έχει πού να κολυμπήσει το ψάρι αν και ψάρι δεν είχα δει. Σκεφτόμουν συνέχεια το ψάρι και ήθελα να ξεσκεπάσω τη μούρη μου και να του πω "πρόσεχε λίγο πώς χορεύεις, θα σκοτώσεις το ψάρι" αλλά όλο το ανέβαλα και μάλλον καλύτερα γιατί δεν υπήρχε ψάρι, όχι δεν υπήρχε ψάρι, αυτή ήταν η λογική εξήγηση. Αλλά ήμουν σίγουρη πως θα υπήρχε ένα ψάρι εκεί μέσα γιατί οι γυάλες δεν πάνε ποτέ μόνες τους.

Και μετά αυτός ο ψηλός κύριος ακούμπησε τον αριστερό τοίχο και μόλις έβγαλε το χέρι του είδα ένα πύρινο αποτύπωμα στο σχήμα της παλάμης του και κατάλαβα πως τα χέρια του είναι ένα επικίνδυνο σημείο και τότε άρχισα να αγχώνομαι μην μου αγγίξει το πρόσωπο και έκανα πως δεν τον κοιτούσα μπας και δεν έχει προσέξει πως είμαι εκεί και περάσω απαρατήρητη. Τότε λοιπόν άρχισε με αυτό τον αργό χορό να έρχεται προς το μέρος μου με τις παλάμες να κοιτούν το πρόσωπό μου, σαν να ήταν τυφλός και να προσπαθούσε να ψυχανεμιστεί το μέρος με την αφή. 

Και προσπαθούσα να ακούσω αν ο αέρας που ακουμπάει τις παλάμες του κάνει φτσσς φτσσς γιατί αυτό θα σήμαινε πως είναι ακόμα πύρινες και καυτές και είχα τόσο άγχος που ένιωθα μέσα μου να γίνοται εκρήξεις και μέσα στην κοιλιά μου είχε ισοπεδωθεί μια μικρή πόλη και κινδύνευαν και τα τριγύρω χωριά. Ερχόταν προς το μέρος μου λοιπόν με τα μακριά του πόδια και ήθελα να με καταπιεί ο καναπές αλλά μετά εκείνος έστριψε ξαφνικά και πήγε κάπου πίσω μου και γω τώρα πια έβλεπα μόνο τον αέρινο τοίχο και τα αποτυπώματα από τις παλάμες του και την πράσινη σκόνη που είχε κατακάτσει πάνω στα ηχεία και ευχόμουν θεέ μου ας μη νιώσω χέρια στο πρόσωπό μου σε παρακαλώ ας μη με τσουρουφλίσει και τι συνέβη επιτέλους και σε κείνο το ψάρι αν και ψάρι δεν είχα δει.

Και τότε ένιωσα ένα μεγάλο σφίξιμο στο στομάχι και με μια πολύ αργή κίνηση μετακίνησα το πάπλωμα και είδα πως η κοιλιά μου είχε ανοίξει και έβγαινε νερό με ορμή, πολύ νερό, και δεν ήξερα τι ακριβώς να νιώσω γιατί δεν ένιωθα πόνο και ξαφνικά μέσα στο νερό εμφανίστηκε ένα ψάρι και φώναξα από μέσα μου ΤΟ ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΥΠΗΡΧΕ ΨΑΡΙ ΤΟ ΗΞΕΡΑ και το ψάρι σου ορκίζομαι με κοίταξε και άρχισα να σκέφτομαι πώς διάολο μπορείς να προσεγγίσεις συναισθηματικά ένα ψάρι. Με κοιτούσε για πολλά δευτερόλεπτα και κάποια στιγμή αποφάσισε να πηδήξει και όταν το έκανε ένα μεγάλο χέρι πετάχτηκε ξυστά δίπλα από το κεφάλι μου και το έπιασε στον αέρα και μου έκαψε και λίγο το αυτί καθώς περνούσε και άκουσα το ψάρι να καίγεται μέσα στην πύρινή του παλάμη και ένιωσα τα μάτια μου να παγώνουν και την κοιλιά μου να στερεύει από νερό. 

Και τότε είδα τον κύριο να χορεύει πάλι αργά προς τα πίσω έχοντας το ψάρι στην παλάμι του και εγώ ξεχείλιζα από οργή και λύπη μαζί και όταν έφτασε κοντά στον ανοιχτό τοίχο έκανε μια υπόκλιση και έπεσε πάρα πολύ νερό απ'τη γυάλα, πολύ περισσότερο απ'όσο έπρεπε να πέσει, και αφού σηκώθηκε όρθιος πέταξε το καμμένο ψάρι μέσα στη γυάλα και μπήκε πάλι μέσα στον τοίχο και όλη η σκόνη σηκώθηκε στον αέρα και άρχισε να στροβιλίζει και με έπιασε βήχας.

Και κάπου εκεί ξύπνησα. 

Και συνειδητοποίησα πως με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, και το ποτήρι που κρατούσα έπεσε στην κοιλιά μου και μούσκεψε όλη μου τη μπλούζα και γύρισα την ταινία πίσω να δω πόσο έχασα και είχαν περάσει μόλις 12 λεπτά. Πρόλαβα να καταστραφώ σε 12 λεπτά. Αφού άλλαξα πήγα στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ σαν άνθρωπος αλλά σκεφτόμουν μόνο το ψάρι και δεν με έπαιρνε ύπνος και τελικά δεν κοιμήθηκα καθόλου. Περίμενα να πάει οχτώ και μόλις αυτό συνέβη, σηκώθηκα επιτόπου και σκούπισα όλο το σαλόνι για να είμαι σίγουρη πως δεν έχει σκόνη. Και ναι αυτή τη στιγμή νιώθω να καταρρέω απ'την κούραση και πραγματικά αναρωτιέμαι ρε Μυρτώ πώς φτάσαμε ως εδώ.