Edde

Η τελευταία μέρα που θα έβγαινε έξω ήταν μια μέρα με συννεφιά. Έμοιαζε με εκείνες τις μέρες που δεν έβγαινε ποτέ έξω, αλλά κάτι είχε αυτή η μέρα και δεν μπορούσε να αντισταθεί.

Το σπίτι του ήταν ένα χαμόσπιτο που έμοιαζε σα να είχε φάει ξύλο. Δεν υπήρχε κανένα άλλο σπίτι τριγύρω για να το συγκρίνεις. Ήταν το μοναδικό σπίτι σε εκείνον τον τόπο. Ένα μικρό, στραβοχτισμένο, βρώμικο σπίτι, που σαν κάποιος να πασπάλισε λίγα κεραμίδια στην κορφή του. Θα μύριζε σα ντουλάπα που είχε μείνει κλειστή για χρόνια. Το μοναδικό του παράθυρο βρισκόταν στην πρόσοψή του και τα σαπισμένα του πατζούρια είχαν πέσει προς τα κάτω, κάνοντάς το να μοιάζει με γέρικο σκύλο που δε μπορεί να πάρει τα πόδια του. Ο κήπος του ήταν κι αυτός ένα άσχημο μέρος. Η γη είχε ξεράσει παντού λάσπη και τα πάντα φαίνονταν σαν να πνίγονται στο χώμα σε αργή κίνηση. Κάποτε ίσως να είχαν φυτρώσει όμορφα φυτά στην αυλή του, αλλά μετακόμισαν σε καλύτερο τόπο και τη θέση τους πήραν χιλιάδες αγριόχορτα που είχαν πάθει κατάθλιψη.

Μόλις όμως έβγαινες από το σπίτι, μόλις άνοιγες την πόρτα και αγνοούσες τη λασπουργιά και τα χόρτα, έβλεπες μπροστά σου την πιο όμορφη λίμνη του κόσμου. Η πιο γαλήνια και μαγευτική λίμνη που έχει δει ποτέ άνθρωπος. Έμοιαζε με ασημένια πιατέλα για τα φρούτα των θεών. Έμοιαζε με ένα καθρέφτη που αποφάσισε να κοιτάζει μόνο τον ουρανό γιατί όλοι οι άλλοι είχαν απογοητευτικό είδωλο. Ίσως γι'αυτό το σπίτι να κάθισε εκεί δίπλα της.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν, αποφάσισε να βγει έξω. Έβαλε την χοντρή άσπρη ολόσωμη φόρμα και το χάρτινο στέμμα του, έδεσε τα παπούτσια του και άνοιξε την πόρτα. Η λίμνη ήταν εκεί, όπως πάντα, ήσυχη κι εκθαμβωτική. Διέσχισε τον κήπο, γεμίζοντας λάσπες τη φόρμα του, και κατευθύνθηκε προς την όχθη. Κάποια πράγματα είναι τόσο όμορφα, που δεν σου αφήνουν περιθώρια για σκέψη. Σου κόβουν την ανάσα και σου στερούν το δικαίωμα για ονειροπόληση. Το είχε ξαναπάθει αυτό, τη μέρα που άκουσε για πρώτη φορά βιολοντσέλο.

Η όχθη ήταν γεμάτη μικρές άσπρες και γκρι πέτρες και το νερό τις έκανε να λαμπιρίζουν περίεργα, σα γυάλινα γοβάκια για τα χιλιάδες πόδια της λίμνης. Κάθισε εκεί που άρχιζε το νερό και έβγαλε τα παπούτσια του.

Οι φάλαινες narwhal συνήθως δε γιορτάζουν ποτέ τα εξηκοστά τους γενέθλια. Η μακριά μύτη τους είναι στην πραγματικότητα ένα δόντι, ένα άβολο δόντι που δε χρησιμεύει σε πολλά. Δεν το χρησιμοποιούν για να αμύνονται, καθώς τα περισσότερα θηλυκά δεν το έχουν. Κάποιοι ερευνητές λένε πως τους χρησιμεύει για να σπάνε τον πάγο. Άλλοι λένε πως το δόντι αυτό διατρέχεται από νεύρα που στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο. Όπως και να 'χει, είναι οι πιο όμορφες φάλαινες που είχε δει ποτέ του. Τα δόντια τους πρόβαλαν πού και πού στη λίμνη σαν κεράτινες βελόνες και έσκιζαν την επιφάνειά της για μερικά λεπτά, αρκετά ώστε να τρέξει έξω από το σπίτι και να τα δει. Ήταν από τις ομορφότερες στιγμές της μέρας του.

Η λίμνη είχε τη μαγική ιδιότητα να ρουφάει όλα τα χρώματα γύρω της, να τα καταπίνει λαίμαργα και να τα αποθηκεύει στην μεγάλη της κοιλιά. Όλο το τοπίο έμοιαζε με ασπρόμαυρη φωτογραφία, και μόνο η λίμνη ξεχώριζε, ακούνητη, παγωμένη, σαν να ήταν πλήρως χορτασμένη με τα χρώματα που είχε καταβροχθίσει. Γύρισε και κοίταξε το σπίτι του. Φαινόταν πιο παραδομένο στη μοίρα του από ποτέ. Το παράθυρο που είχε στην μπροστινή του πλευρά έμοιαζε με μισόκλειστο μάτι και η περίεργη κλίση της σκεπής έμοιαζε με σκωροφαγωμένο καπέλο που το παίρνει ο αέρας. Η αγάπη του γι αυτό το σπίτι, μετριόταν σε γαλαξίες. Δεν έχει σημασία πώς είναι το δικό σου πράγμα, γιατί είναι δικό σου.

Έβγαλε το χάρτινο στέμμα του και το ακούμπησε δίπλα του. Έπειτα σηκώθηκε και ξεκίνησε να προχωράει μέσα στη λίμνη. Το σώμα του άρχισε να αφομοιώνει τα χέρια του ενώ τα μαλλιά του άρχισαν να πέφτουν και να επιπλέουν γύρω του. Το νερό σκέπαζε όλο και περισσότερο το σώμα του, μέχρι που έφτασε μέχρι τους ώμους. Γύρισε τελευταία φορά και κοίταξε το σπίτι του. Το πιο όμορφο σπίτι στον κόσμο, σκέφτηκε. Η μύτη του είχε εξαφανιστεί και τη θέση της είχε πάρει ένα μεγάλο μακρύ δόντι. Ένα κεράτινο δόντι, όμοιο με αυτά που έβλεπε τακτικά να ξεπροβάλουν από τη λίμνη. Το πρόσωπό του συνέχιζε να αλλάζει, μέχρι που δεν έμοιαζε πια με το πρόσωπό του. Χωρίς να το σκεφτεί, βυθίστηκε στο νερό, αφήνοντας να φανεί η όμορφη ουρά του που είχε πάρει τη θέση των ποδιών του. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί από την επιφάνεια της λίμνης και τα νερά ήταν και πάλι γαλήνια όπως και πριν. Σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα.

Οι φάλαινες narwhal συνήθως δε γιορτάζουν ποτέ τα εξηκοστά τους γενέθλια. Όπως και να 'χει, είναι οι πιο όμορφες φάλαινες που είχε δει ποτέ του.

We, the matches.

Κάθε μέρα κοιμόταν και ξυπνούσε μόνος. Είχε σταματήσει να χτενίζεται, να μαγειρεύει, να πηγαίνει μακρινές βόλτες. Έβγαινε μέχρι το σκαλοπάτι της εξώπορτας, κοιτούσε το κουδούνι του για μερικά λεπτά, και ξαναέμπαινε μέσα στο σπίτι που μύριζε κλεισούρα και σκόνη. Δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να τον φροντίσει. Διόρθωση: Δεν άφηνε κανέναν να υπάρξει για να τον φροντίσει. Ούτε τον εαυτό του. Η μέρα κυλούσε ήσυχα και μονότονα. Σηκωνόταν το μεσημέρι, έπινε καφέ και διάβαζε βιβλία μέχρι να σκοτεινιάσει. Κάποτε είχε τη συνήθεια να τσακίζει τις σελίδες των βιβλίων στις οποίες έβρισκε κάτι που έκανε το μυαλό του να χαμογελάσει. Πλέον δεν τσάκιζε ούτε μια σελίδα.Το μυαλό του ξέχασε πώς να χαμογελάει και δεν σκόπευε να το θυμηθεί σύντομα. Διάβαζε το ένα βιβλίο πίσω από το άλλο, με μάτια να κυλάνε γρήγορα πάνω στις λέξεις σα ποδήλατο σε κατηφόρα. Θα ήταν θαύμα αν θυμόταν έστω και μια πρόταση από όσες είχε διαβάσει. Μόλις σκοτείνιαζε, έκλεινε το βιβλίο και έτρωγε κάτι που προερχόταν από κονσέρβα ή από σακούλα περιπτέρου. Έπειτα έριχνε μια ματιά στο κουδούνι της εξώπορτάς του, και πήγαινε για ύπνο.

Πέρασαν έτσι 238 ημέρες και 238 νύχτες. Την 239η ημέρα, αποφάσισε να αγοράσει μια εφημερίδα. Έβαλε το παλτό του και στάθηκε στο σκαλοπάτι της εξώπορτας. Δεν έκανε ούτε ένα βήμα παραπάνω. Κοίταξε το κουδούνι του αναστενάζοντας σιωπηλά και έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. Το δεξί του χέρι ενοχλήθηκε μέσα στην τσέπη από ένα χαρτί. Ένα χαρτί. Επιτέλους.

"Ήμασταν λέει σε ένα αμάξι με όλα τα παράθυρα ανοιχτά, και ήταν άνοιξη. Η μουσική ήταν τέρμα και οι νότες ξεπηδούσαν τρελαμένες έξω από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, ενώ ο αέρας έμπαινε με φόρα και έκανε τα μάτια μου να γεμίζουν με χαρούμενα δάκρυα, γιατί σ'αρέσει να τρέχεις και του αέρα του αρέσει να τρέχεις και εμένα μου αρέσει να τρέχεις αν και φοβάμαι λίγο. Αλλά ξεχνιέμαι επειδή ο αέρας παίζει με τα μαλλιά μας αν προσέξει ότι έχουμε αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά.

Ήμασταν λέει σε ένα πλοίο και ακουγόταν εκείνος ο άνθρωπος που λέει τις στάσεις των λιμανών σε απαράδεκτα αγγλικά,  και είχαμε πιαστεί τόσες ώρες να καθόμαστε στις στενές οικονομικές μας θέσεις αλλά τουλάχιστον ήμασταν κοντά στο μπαρ και μπορούσα να σου παίρνω σάντουιτς όποτε σου ερχόταν μια πεινίτσα.

Καθόμασταν σε ένα παγκάκι με θέα την Αθήνα και έκανε τόση ζέστη που ίδρωναν οι βλεφαρίδες μου, αλλά εσύ είχες πάνω σου μια δροσιά σα παγωτό κι εγώ ένιωθα ακόμα πιο μίζερη, επειδή δεν μπορούσα να μιμηθώ την παγώτινη όψη σου.

Θα σου πω το παράπονό μου. Οι μέρες που περνούσα στη σκοτεινή μου τρύπα ήταν περισσότερες από αυτές που περνούσα προσπαθώντας να βγω από αυτή. Κι όλο ενθάρρυνες την προσπάθειά μου να φανταστώ πώς θα είναι όλα αν φύγω, αν παραιτηθώ, αν έχουμε όλο το χρόνο δικό μας για να πηγαίνουμε σινεμά ή βόλτες για καφέ, αλλά αυτή η ώρα αργούσε στα μάτια μου, κι εγώ καθόμουν εκεί πέρα και αποδεχόμουν την κατάσταση συνειδητοποιώντας πόσο ανόητη ακουγόμουν όταν λυπόμουν τους ανθρώπους που έκαναν για χρόνια την ίδια δουλειά χωρίς ποτέ να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν.

Θα σου πω το παράπονό μου. Φοβάμαι ότι θα φύγω και θα μείνεις μόνος, θα τρως ετοιματζίδικα και θα πέφτεις για ύπνο όταν ξημερώνει. Δε θα βλέπεις κανέναν, δε θα σε βλέπει κανένας και θα αρχίσεις να ξεχνάς τον εαυτό σου, μέχρι που θα εξαφανιστείς εντελώς, πριν ακόμα πεθάνεις. Θα ζεις χωρίς να υπάρχεις. Πάω στοίχημα πως το κουδούνι έχει ακόμα πάνω το όνομά μου και εσύ δεν το βγάζεις μπας και η κίνηση αυτή είναι που θα με κάνει παρελθόν. Λες και δεν λείπω ήδη. Λες και η ανυπαρξία μου αυτή δεν είναι ήδη οριστική και αμετάβλητη.

Να σου πω το παράπονό μου; Κάνουμε κι οι δύο πως δε βλέπουμε, αλλά ξέρω πως κι οι δύο βλέπουμε καθαρά χωρίς ποτέ να το παραδέχεται ο ένας στον άλλον. Γι'αυτό άλλαξε το όνομα στο κουδούνι, πάω στοίχημα πως δεν το έχεις κάνει ακόμη. Και να μη φοβάσαι. Θα τα ξαναπούμε κάποτε. Αλλά όχι ακόμα. 


ΥΓ: Χτες παραιτήθηκα."

1346 miles of goodbyes

Οι άντρες μου κοιμούνται ανέμελα στην κάτω πτέρυγα σαν ανήξερα σκυλιά. Κι εγώ όχι. Έχω καταπιεί ένα τόνο από ανύπαρκτα ατσάλινα τούβλα. Το στομάχι μου προσπαθεί να τα χωνέψει και αποτυγχάνει. Φταίει που είμαι ξύπνια. Κάθε μικρό κύτταρό μου είναι εντελώς ξύπνιο και πανικοβάλλεται. Γιατί δεν κοιμάται ο οργανισμός μου; Μακάρι να αποκοιμιόμουν αυτή τη στιγμή. Δεν αντέχω άλλο. Σε αποχαιρετώ συνέχεια. Κάθε δευτερόλεπτο σε αποχαιρετώ από την αρχή.

Θα ήθελα να περπατήσω πάνω σε μια αποβάθρα για να ακούσω τα ξύλα να τρίζουν και να νιώσω την υγρασία στις κάλτσες μου. Θα ήθελα να μυρίσω αυτόν τον κρύο αέρα που κάνει τα πνευμόνια να υποφέρουν. Θα ήθελα να κοιτάζω την θάλασσα όταν έχει βραδιάσει τελείως, και όλα φαίνονται καθαρά και τρομακτικά και πιο αληθινά από ποτέ. Ποτέ. Ποτέ ξανά δεν θα κοιμηθώ. Σε αποχαιρέτησα ήδη δύο χιλιάδες φορές μέσα στο κεφάλι μου.

Όλοι είναι χαμένοι στους φόβους και τις προσδοκίες τους. Κανείς όμως δεν είναι πιο χαμένος από μένα. Είμαι ήδη χαμένη από χέρι. Σαν να έχω καταρρεύσει, χωρίς κανείς να το ξέρει. Οι άντρες μου κοιμούνται και χαμογελούν. Τρέχουν σάλια από τα βρώμικα στόματά τους ενώ ονειρεύονται την γη στην οποία θα φτάσουν σύντομα, πλούσιοι και χορτάτοι, με καθαρά ρούχα και ατσαλάκωτα καπέλα.

Δε θα μπορέσω ποτέ να κοιμηθώ έτσι. Σε αποχαιρέτησα ήδη τρεις χιλιάδες φορές, και ακόμα δεν έχω τελείωσει να σε αποχαιρετώ.


Morus Rubra

Αγαπημένη μου,

αποφάσισα να σου γράψω ξανά μετά από πολύ καιρό. Ίσως να άργησα λίγο.

Ονειρεύομαι πως σε ποτίζω με χρωματιστά χάπια, και τα καταπίνεις χωρίς σκέψη, το ένα μετά το άλλο, και σε κάνουν να νυστάζεις με μια νύστα ασήκωτη, από την οποία κανείς δε μπορεί να σε ξυπνήσει. Και όσο κοιμάσαι, εγώ στέκομαι δίπλα σου και καταγράφω τα όνειρα που βλέπεις. Μπορώ να τα δω στα μάτια σου, παίζουν σα μικροσκοπικές οθόνες. Καμιά φορά τρομάζω από τις ατελείωτες απανωτές εικόνες που τρώνε η μια την άλλη και έπειτα ξερνάνε κάτι ακόμη πιο όμορφο από πριν. Έτσι θα έπρεπε να είναι όλα τα παιδικά παραμύθια.

Θέλω να σε πιάσω και να σε ανακατέψω με το ίδιο μανιώδες, ντροπιαστικό πάθος που ανακατέυεις το ρύζι και τις φακές στα τσουβάλια των παντοπωλείων στα κρυφά. Θέλω να σε αναμείξω με αυτά που δε χωράνε πια μέσα μου και μετά να σε βάλω σε ένα καλούπι και να σε ξαναφτιάξω από την αρχή όπως θα ήθελα, αλλά πολύ φοβάμαι πως τα δάχτυλά μου θα αγωνιούν να ξαναφτιάξουν τις ατέλειες που θα θυμούνται πως είχες. Δεν μπορώ να με αναγνωρίσω καμιά φορά με αυτά που σκέφτομαι. Καμία ευτυχία δεν μπορεί να επαναληφθεί δεύτερη φορά. Γι'αυτό κάθε φορά που μια μικρή μικρούλα ευτυχία πατάει πάνω σου με τα μικρά αφράτα ποδαράκια της, εσύ να μένεις ακίνητη για να μην την τρομάξεις και φύγει νωρίτερα. Άφησέ την να κάνει τα δικά της, και εσύ απλά παρακολούθα με απομνημόνευσε.

Όλη η γη είναι μια μεγάλη μήτρα. Είναι τόσο μεγάλη που μέσα της έχει χωριά και πόλεις, σύνορα και όρια και ερήμους και βάλτους και ένα σωρό βραχώδη πολύπλοκα σύνολα που κρατάνε το χώμα κάτω με το βάρος τους. Και χωράνε και όλοι οι άνθρωποι και έχουν την άνεση να κάνουν εχθρούς και φίλους και να τρώνε κόκκινα φρούτα που τους λερώνουν τις μπλούζες και να κλαίνε μπροστά από δακρύβρεχτες σαπουνόπερες και να γεύονται παγωτά και ξινές κρέμες και να κόβονται καταλάθος με αιχμηρά αντικείμενα και να κάνουν ποδήλατο σε σκοτεινά δρομάκια. Μερικές φορές πεθαίνουν κιόλας πριν βγουν καν απ'τη μεγάλη τους μήτρα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά τη διάρκεια της ίδιας τους της κύησης. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν πώς είναι τα πράγματα, και δεν τους απασχολεί να μάθουν. Αυτοί είναι οι ερωτευμένοι. Υπάρχουν αυτοί που ξέρουν πώς είναι τα πράγματα, αλλά ζουν στο πώς θα ήθελαν να είναι τα πράγματα. Αυτοί είναι οι ευτυχισμένοι. Υπάρχουν και αυτοί που ζουν ξέροντας μόνο πώς είναι τα πράγματα. Αυτοί είναι οι γέροι. Και υπάρχεις και συ. Δεν ξέρεις τίποτα, δεν ζεις τίποτα, δεν θυμάσαι τίποτα.

Στο μυαλό μου, ξεπρόβαλες μια βροχερή μέσα μέσα από μια λασπερή τρύπα, σαν να αναδύθηκε από το βρώμικο αιδοίο του διαβόλου ένα αμίλητο, γερασμένο παιδί. Το πρώτο σου γεύμα ήταν ένα άγριο άλογο με γυαλιστερά μάτια. Το πρώτο σου σπίτι ήταν ένας ακατοίκητος σκονισμένος πλανήτης στη μέση του πουθενά. Οι εποχές περνούν από μέσα σου όπως ο αέρας μέσα από μια πυκνοπλεγμένη κουρτίνα: ίσα που σε αγγίζουν. Έκανες πολλούς φίλους αλλά δε μπορείς να αναφέρεις ούτε έναν αν σε ρωτήσουν. Έχεις κατασπαράξει χιλιάδες βιβλία και η μόνη λέξη που σου έχει μείνει από τις χιλιάδες σελίδες, είναι το 'ίσως'. Μπορεί και να έχεις δίκιο. Είσαι η μοναδική στον κόσμο που θα μπορούσε να φτιάξει μια ποδοσφαιρική ομάδα αποτελούμενη από μια φάλαινα κι έναν αστροναύτη. Είσαι η μόνη που εύχεται στα κρυφά να την ξεχάσουν σε ένα νησί και να περάσει το χειμώνα μέσα στα φουσκωμένα νευριασμένα νερά που προσπαθούν να ξεπλύνουν την άμμο από τη σιχαμένη ανθρωπίλα που άφησαν πίσω οι τουρίστες. Είσαι η μόνη που με ξεμπερδεύει όταν τα μέσα μου είναι ένας τριπλός κόμπος.

Συνέχισε το κυνήγι όσο εγώ θα μας φτιάχνω τον παράδεισο. Δε σε ξεχνώ.

Μ.

Hungry work

Τους άκουσα να το λένε. Είμαστε όλοι τελειωμένοι. Είμαστε όλοι άπιστοι και πεινασμένοι, αβαθείς και ασήμαντοι, καταδικασμένοι με χάρτινα θεμέλια που βουλιάζουν και τσαλακώνονται σε ένα ζοφερό παρόν που μοιάζει με μέλλον. Μας έχουν παρατήσει ολομόναχους σε ένα άδειο και αχανές κλουβί. Θα γνωρίσουμε την αποδοκιμασία και η μόνη επιλογή που θα έχουμε θα είναι μια σύντομη βόλτα μπροστά από γυαλιστερές βιτρίνες που τα διαθέτουν όλα και τα προστατεύουν με χοντρό τζάμι, για να νιώθουμε ακόμη πιο ανήμποροι μπροστά στην αφθονία. Γιατί γεννηθήκαμε ζαλισμένοι. Πάντα θα αναμασάμε την τελευταία μας μπουκιά γιατί δε θα βρίσκουμε πουθενά μια φρέσκια. Κολυμπάμε συνέχεια μέσα σε μια θάλασσα τρομοκρατημένων και βρώμικων ανθρώπων που κανείς τους δε μοιάζει ανθρώπινος. Κανείς δε νιώθει καθαρός και ανάλαφρος. Όλοι νιώθουν την ανάγκη να κρυφτούν σε ντιζαϊνάτες τρύπες ή σε σκοτεινές στομφώδεις εκκλησίες που διδάσκουν βιβλία που έγραψαν άλλοι τρομοκρατημένοι και βρώμικοι άνθρωποι, για να έχουν επιχειρήματα και να τροφοδοτούν τις στριγγλιές τους. Μπορείς να διαλέξεις κάποιον για να σώσεις; Ανάμεσα σε όλους αυτούς που τριγυρνάνε γύρω σου σαν εξαθλιωμένες γάτες αλλά σε κοιτάνε αφ'υψηλού λες και ποτέ δεν εξαπάτησαν, λες και ποτέ δεν λερώθηκαν, μπορείς να βρεις κάποιον; Μπορείς να ξεχωρίσεις ποιανού το μαχαίρι γυαλίζει μέσα στην τσέπη του, ενώ προσπαθεί να σου πουλήσει το αθάνατο τέλος, ένα τέλος που θα αστράφτει με λύσσα για να μοιάζει με θρίαμβο; Μπορείς να πάρεις μόνο έναν άνθρωπο μαζί σου;

Μόνο έναν.

Έναν που θα ήθελες να κοιτάς για ώρες για να μπορέσεις, αν κάποτε χρειαστεί, να απαγγείλεις ένα απόσπασμα από το πρόσωπό του. Έναν που μοιάζει να είναι απόλυτα ικανοποιημένος με το πώς εξελίχθηκες και κατέληξες. Έναν που θα μπορούσε να σε φάει μαζί με πατάτες.Έναν που θα φροντίσει κάθε μυστικό σου, που θα το ποτίσει με χιούμορ και θα μπορεί να το κάνει να ανθίσει σε μια βαθιά και βολική γλάστρα. Κάποιον που θα μοιραζόσουν μαζί του το πατζάρι του Τομ Ρόμπινς. Έναν που θα μπορεί να σε διατάξει να είσαι καλύτερος άνθρωπος όταν τα μέσα σου καταρρέουν καταλήγοντας σε ένα απάνθρωπο ψυχολογικό φρεάτιο. Έναν που πλουτίζει τους τρόπους με τους οποίους μπορείς να αγαπήσεις το καθετί, σαν να πρήστηκε περίεργα κάθε κομμάτι της πραγματικότητας, όπως την ήξερες μέχρι τώρα. Κάποιον που χωρίς αυτόν νιώθεις ακρωτηριασμένος. Κάποιον που θα τον σέρβιρες με περηφάνεια ως κυρίως πιάτο σε μια θεότητα. Κάποιον που θα σε έκανε παγανιστή για να μπορέσετε να θυσιαστείτε μαζί πάνω από κάτι κοφτερό και γυαλιστερό όταν όλα γίνουν αρκετά γευστικά και ο μόνος τρόπος να τα γευτείτε θα είναι μια ιεροτελεστία άρνησης της ύπαρξης. Κάποιον που θα έκανε την ιδέα ενός κανονικού θανάτου να μη σε απωθεί τόσο πολύ γιατί θα ξέρεις πως βίωσες μια στιγμή που πολλοί λίγοι έχουν την τύχη και την τιμή να αποκτήσουν ή να κατανοήσουν.

Βρες εγκαίρως αυτόν τον κάποιον και πρόσεξέ τον. Ράψ'τον επάνω στον πλάτη σου για να τον προστατεύσεις, και ύστερα εξύμνησέ τον με ειλικρίνεια και αγάπη. Δεν θα βρεις ποτέ τίποτα πλουσιότερο από αυτό.