Morus Rubra

Αγαπημένη μου,

αποφάσισα να σου γράψω ξανά μετά από πολύ καιρό. Ίσως να άργησα λίγο.

Ονειρεύομαι πως σε ποτίζω με χρωματιστά χάπια, και τα καταπίνεις χωρίς σκέψη, το ένα μετά το άλλο, και σε κάνουν να νυστάζεις με μια νύστα ασήκωτη, από την οποία κανείς δε μπορεί να σε ξυπνήσει. Και όσο κοιμάσαι, εγώ στέκομαι δίπλα σου και καταγράφω τα όνειρα που βλέπεις. Μπορώ να τα δω στα μάτια σου, παίζουν σα μικροσκοπικές οθόνες. Καμιά φορά τρομάζω από τις ατελείωτες απανωτές εικόνες που τρώνε η μια την άλλη και έπειτα ξερνάνε κάτι ακόμη πιο όμορφο από πριν. Έτσι θα έπρεπε να είναι όλα τα παιδικά παραμύθια.

Θέλω να σε πιάσω και να σε ανακατέψω με το ίδιο μανιώδες, ντροπιαστικό πάθος που ανακατέυεις το ρύζι και τις φακές στα τσουβάλια των παντοπωλείων στα κρυφά. Θέλω να σε αναμείξω με αυτά που δε χωράνε πια μέσα μου και μετά να σε βάλω σε ένα καλούπι και να σε ξαναφτιάξω από την αρχή όπως θα ήθελα, αλλά πολύ φοβάμαι πως τα δάχτυλά μου θα αγωνιούν να ξαναφτιάξουν τις ατέλειες που θα θυμούνται πως είχες. Δεν μπορώ να με αναγνωρίσω καμιά φορά με αυτά που σκέφτομαι. Καμία ευτυχία δεν μπορεί να επαναληφθεί δεύτερη φορά. Γι'αυτό κάθε φορά που μια μικρή μικρούλα ευτυχία πατάει πάνω σου με τα μικρά αφράτα ποδαράκια της, εσύ να μένεις ακίνητη για να μην την τρομάξεις και φύγει νωρίτερα. Άφησέ την να κάνει τα δικά της, και εσύ απλά παρακολούθα με απομνημόνευσε.

Όλη η γη είναι μια μεγάλη μήτρα. Είναι τόσο μεγάλη που μέσα της έχει χωριά και πόλεις, σύνορα και όρια και ερήμους και βάλτους και ένα σωρό βραχώδη πολύπλοκα σύνολα που κρατάνε το χώμα κάτω με το βάρος τους. Και χωράνε και όλοι οι άνθρωποι και έχουν την άνεση να κάνουν εχθρούς και φίλους και να τρώνε κόκκινα φρούτα που τους λερώνουν τις μπλούζες και να κλαίνε μπροστά από δακρύβρεχτες σαπουνόπερες και να γεύονται παγωτά και ξινές κρέμες και να κόβονται καταλάθος με αιχμηρά αντικείμενα και να κάνουν ποδήλατο σε σκοτεινά δρομάκια. Μερικές φορές πεθαίνουν κιόλας πριν βγουν καν απ'τη μεγάλη τους μήτρα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά τη διάρκεια της ίδιας τους της κύησης. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν πώς είναι τα πράγματα, και δεν τους απασχολεί να μάθουν. Αυτοί είναι οι ερωτευμένοι. Υπάρχουν αυτοί που ξέρουν πώς είναι τα πράγματα, αλλά ζουν στο πώς θα ήθελαν να είναι τα πράγματα. Αυτοί είναι οι ευτυχισμένοι. Υπάρχουν και αυτοί που ζουν ξέροντας μόνο πώς είναι τα πράγματα. Αυτοί είναι οι γέροι. Και υπάρχεις και συ. Δεν ξέρεις τίποτα, δεν ζεις τίποτα, δεν θυμάσαι τίποτα.

Στο μυαλό μου, ξεπρόβαλες μια βροχερή μέσα μέσα από μια λασπερή τρύπα, σαν να αναδύθηκε από το βρώμικο αιδοίο του διαβόλου ένα αμίλητο, γερασμένο παιδί. Το πρώτο σου γεύμα ήταν ένα άγριο άλογο με γυαλιστερά μάτια. Το πρώτο σου σπίτι ήταν ένας ακατοίκητος σκονισμένος πλανήτης στη μέση του πουθενά. Οι εποχές περνούν από μέσα σου όπως ο αέρας μέσα από μια πυκνοπλεγμένη κουρτίνα: ίσα που σε αγγίζουν. Έκανες πολλούς φίλους αλλά δε μπορείς να αναφέρεις ούτε έναν αν σε ρωτήσουν. Έχεις κατασπαράξει χιλιάδες βιβλία και η μόνη λέξη που σου έχει μείνει από τις χιλιάδες σελίδες, είναι το 'ίσως'. Μπορεί και να έχεις δίκιο. Είσαι η μοναδική στον κόσμο που θα μπορούσε να φτιάξει μια ποδοσφαιρική ομάδα αποτελούμενη από μια φάλαινα κι έναν αστροναύτη. Είσαι η μόνη που εύχεται στα κρυφά να την ξεχάσουν σε ένα νησί και να περάσει το χειμώνα μέσα στα φουσκωμένα νευριασμένα νερά που προσπαθούν να ξεπλύνουν την άμμο από τη σιχαμένη ανθρωπίλα που άφησαν πίσω οι τουρίστες. Είσαι η μόνη που με ξεμπερδεύει όταν τα μέσα μου είναι ένας τριπλός κόμπος.

Συνέχισε το κυνήγι όσο εγώ θα μας φτιάχνω τον παράδεισο. Δε σε ξεχνώ.

Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: