23

Φωτιά. Φωτιά. Όλοι έξω γρήγορα.
Θα είναι όλα καλύτερα τώρα. Ή δεν θα είναι. Νιώθω καλύτερα; Δεν ξέρω. Αν δεν την προσέχεις, φεύγει. Ούτε βαλίτσες ούτε τίποτα. Με ό,τι έχει πάνω της. Είναι πολύ αργά τώρα. Πολύ αργά. Θα σε κουβαλήσω γιατί εγώ φταίω. Φταις κι εσύ λίγο. Για όλες τις φορές που με έκανες να βρέξω. Στο είχα πει πως αυτό λειτουργεί υπόγεια και συσσωρευτικά. Και τώρα έκρηξη. Κοίτα τι έκανες. Και γω πού πήγα; Ποιός θα με κουβαλήσει εμένα τώρα; Και αυτό δεν ήταν ωραίο τέλος. Δεν ξέσπασα. Εγώ πότε θα ξεσπάσω; Πότε θα κεραυνώσω να τρομάξουν όλοι; Απογοήτευση και μια άσχημη γεύση στο στόμα. Τι να κάνω για να γίνουν όλα καλύτερα; Η ζωή μου είναι εντάξει και τα μέσα μου χάλια. Δεν θέλω άλλο, πήρα πολύ και μου φτάνει. Σήμερα μηδένισα πιο πολύ απ'όσο έπρεπε, δε θέλω παρέα, δεν μπορεί να με βοηθήσει κανείς. Όχι δεν ανοίγω. Τι έχεις να μου δώσεις; Όχι δεν το θέλω. Κανείς δεν ξέρει. Πολεμώ με δράκους στην μπανιέρα και στα χαλιά και στο ασανσέρ και στο τρένο και στον ύπνο μου. Πολεμώ χωρίς να κουράζομαι γιατί πρέπει, έτσι αρμόζει. Μόνο σήμερα τα παράτησα για λίγο και αυτό ήταν αρκετό για να έχουμε απώλειες. Δεν ανασταίνω νεκρούς. Δεν είμαστε το ίδιο. Είμαστε το ένα που γίνεται δύο. Και γω δεν μπορώ να κοιμηθώ και δεν θέλω να μένω ξύπνια. Τύψεις και ένα ψηλό τοίχος και όχι μη με ρωτάς τι έγινε. Δεν κατάλαβα ούτε εγώ. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα το τελείωνα στο 23. Κάνω κακά πράγματα σήμερα. Μην κάνεις κακά πράγματα Μυρτώ. Μείνε εκεί που είσαι, ακίνητη. Απλά να κοιτάς. Ή πέσε για ύπνο. Γιατί αλλιώς φωτιά. Φωτιά.

Το πορφυρό ποτάμι (του Μάλαμα) όπως το βλέπω εγώ. Σοβαρότατα.

Υπάρχει ένα ποτάμι που είναι τόσο κόκκινο που όλο το κόκκινο του κόσμου θα ντρεπόταν να λέει ότι είναι κόκκινο αν ήξερε πόσο κόκκινο είναι αυτό το κόκκινο ποτάμι.

Αυτό το ποτάμι είναι κόκκινο λοιπόν. Αυτό το καταλάβαμε Μυρτώ, συνέχισε.


Ναι. Συνεχίζω. Κυλάει αργά και κάνει μεγάλες καμπυλωτές γραμμές και βρέχει τα φύλλα που έχουν πέσει κάτω από τα δέντρα, από τη βαρεμάρα και την αδράνεια. Τα φύλλα είναι οι χειρότεροι πιθανοί συνδιαλέγοντες. Κάθε τους πρόταση κάνει κοιλιά. Δεν έχουν καν σταθερή άποψη για κάτι. Βαριούνται τόσο που όταν πια πέσουν στο χώμα δεν κάνουν ούτε "αχ". Τίποτα.

Ξεφεύγεις, για το ποτάμι έλεγες.

Σωστά. Το ποτάμι. Αυτό το ποτάμι σχηματίζει μεγάλα τελικά σίγμα. Περνάει πολύ ευγενικά δίπλα από τις πέτρες και σηκώνει το καπέλο του χαμογελώντας "καλημέρα σας κυρίες μου" αλλά οι πέτρες ξέρουν ότι αυτό το χαμόγελο δεν λέει τίποτα. Συνεχίζει να κυλάει και να κυλάει για χιλιόμετρα, για μίλια.Έχει απλωθεί σε όλο το δάσος, και σε εκείνο το δάσος, και σε αυτό το δάσος, και στο προηγούμενο και στο επόμενο και σε όλα τα άλλα δάση που θα έρθουν και σε αυτά που έχουν φύγει και σε αυτά που δεν έχουν υπάρξει ακόμα. Κυλάει συνέχεια, ανοίγει τα ρυάκια του κι αυτά ξέρουν τι να κάνουν. Διαρρέουν ήσυχα και σταθερά και μαρκάρουν περιοχές πολύ διακριτικά. Απλώνονται και εξαπλώνονται και αλλάζουν τους Χάρτες. Πολύ αργά. Με σιγουριά.

Πάει κάπου όλο αυτό;

Να σταματήσετε. Το ποτάμι αυτό όχι μόνο δεν στερεύει, αλλά δεν ξέρει κανείς από πού έρχεται. Μια μέρα μαζεύτηκαν κυνηγοί με τα σκυλιά τους και τα τουφέκια τους και ξεκίνησαν να βρουν την πηγή του. Πρέπει να περπατούσαν για μέρες. Για βδομάδες. Δεν βρήκαν τίποτα. Ακολουθούσαν τα μεγάλα κόκκινα ρυάκια του χωρίς να τα πατήσουν ποτέ. Πατούσαν ακριβώς δίπλα τους. Με σεβασμό. Όπως δεν βρίζεις ποτέ δίπλα σε ένα μωρό, αν και ξέρεις πως έτσι κι αλλιώς δεν σε καταλαβαίνει. Πού και πού όταν έβλεπαν κανένα πηγάδι, σήκωναν το καπάκι και κοιτούσαν προς τα κάτω μπας και δουν κόκκινο να γυαλίζει και να ρέει. Αλλά φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Τα σκυλιά μύριζαν και μύριζαν και λίγο έτρεχαν και λίγο σταματούσαν.

Οι κυνηγοί είχαν όρεξη στην αρχή αλλά μετά από τόσο περπάτημα ξέφτισε κι αυτή και περιφέρονταν σαν τις άδικες κατάρες. Τα αστεία και τα καλαμπούρια που γίνονταν στην αρχή, πήραν και έγιναν σιωπή, και ήταν λιγάκι λυπηρό θέαμα το να βλέπεις κυνηγούς να περπατούν σιωπηλοί με τα μάτια να κοιτούν μόνο το μέρος που πατούν. Μέχρι και τα σκυλιά είχαν κατεβάσει τα μούτρα τους και είχαν σταματήσει να χρησιμοποιούν την οξύτατη όσφρησή τους. Γενικά είχε φτερνιστεί η Απογοήτευση πάνω τους και περπατούσαν σαν να σέρνονται. Δεν βρήκαν τίποτα. Ούτε μια πηγή.

Και τελικά;


Μη βιάζεστε ρε. Θα σας πω. Εσείς είστε αρκετά τυχεροί ώστε να μάθετε. Λοιπόν, ας πούμε πως βλέπουμε ένα ελάφι να τρέχει.

Ελάφι.

Ναι, αυτό μου ΄ρθε τώρα. Λοιπόν ακολουθούμε τις οπλές του. Μια πηγαίνει αργά και μια γρήγορα. Τα πάντα γύρω του είναι σκούρο πράσινο και μόνο το ρυάκι που κυλάει δίπλα του είναι κόκκινο, πιο κόκκινο και από.. όχι δεν θα το πω. Παραείναι εύκολο.
Το ελάφι τρέχει και περνάει ξυστά από τα δέντρα και τα μυτερά κλαδιά. Πατάει τα φύλλα και τους θάμνους και αποφεύγει τις πέτρες. Τρέχει. Στρίβει πίσω από ανύποπτα δέντρα και φυλλωσιές. Τρέχει κι άλλο. Σχεδόν σαν το χρόνο. Σκύβει και απομακρύνεται και επανέρχεται και επιταχύνει. Βιάζεται αλλά δε βιάζεται κιόλας. Διασχίζει. Μπορείτε να δείτε τα δέντρα που περνούν από το πλάι, δεν θα σας γρατζουνίσουν. Τρέχουμε πίσω και δίπλα και πάνω από το ελάφι. Τρέχει κι αυτό πάνω στα πάντα. Παρασύρει. Μην επαναπαύεστε όμως, ε.

Ξαφνικά φτάνει σε ένα ξέφωτο, και το πλάνο ανοίγει και ανοίγουμε κι εμείς, και το δάσος, και το ελάφι φεύγει απ΄τη μέση, και φεύγουν όλοι απ'τη μέση και το ποτάμι μαζεύεται σε μια λίμνη που έχει σχηματιστεί γύρω από τις ανοιχτές φλέβες ενός γίγαντα.

Τι λες μωρέ;;


Ό,τι θέλω λέω. Λέω αυτό που βλέπω. Βλέπω ένα μεγάλο γκρίζο γίγαντα ξαπλωμένο  σε μια κόκκινη λίμνη. Τα πόδια του και τα χέρια του είναι μεγάλα και ακίνητα, τα μάτια του μισόκλειστα, δεν φαίνεται να αναπνέει. Αλλά οι φλέβες του έχουν ανοίξει, όχι από πληγές, από κάτι πιο ανώδυνο, και το αίμα τρέχει και τρέχει και δεν τελειώνει και δεν στερεύει, και το ποτάμι ξεκινάει από τις φλέβες του. Φτιάχνει ρυάκια και διακλαδώσεις και κοκκινίζει το έδαφος και όλοι αναρωτιούνται από πού στο καλό έρχεται όλο αυτό το κόκκινο ποτάμι και κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν βρίσκει.

Ένας γκρίζος γίγαντας με κατακόκκινο αίμα, τόσο αίμα, που είναι αρκετό να εξαπλωθεί παντού και να κάνει τα πάντα πορφυρά και μυστήρια. Αρκετό για να αλλάξει τους Χάρτες. Ξεκινάει και δεν τελειώνει, δεν σταματάει, δεν ενοχλεί και δεν αποκαλύπτεται. Συνεχίζει χωρίς να επηρεάζει. Κι άλλο. Σαν τον χρόνο. Υπάρχει παντού και κανείς δεν πατάει τα ρυάκια του.

Το πορφυρό ποτάμι που ξεφεύγει από τις φλέβες ενός κατάκοιτου γκρίζου γίγαντα. Που δεν ξέρω αν κοιμάται, και άρα δεν μπορώ να σας πω. Σας λέω μόνο ό,τι θέλω. Ό,τι βλέπω δηλαδή.

Αυτό βλέπεις;! Σοβαρά;!

Αμέ. Έτσι ακριβώς.

Δερζ ρουμ φορ μορ.

Ένα μικρό παιδάκι τρέχει στο δρόμο και πέφτει στο τσιμέντο και αυτό του χαμογελάει και το παιδάκι τρομάζει και καθώς προσπαθεί να ουρλιάξει το τσιμέντο το καταπίνει και το παιδάκι πέφτει και πέφτει. Προσγειώνεται σε ένα κόκκινο πάτωμα που είναι μαλακό και τα τοιχώματα γύρω του πάλλονται σαν μεγάλες γλώσσες και ακούγονται ακατανόητες λέξεις με πολλά σίγμα και ρω, και το παιδάκι μεταμορφώνεται σε μια ψηλή κυρία χωρίς μάτια, με μακριά δάχτυλα και πράσινα μαλλιά. Γυρίζει το κεφάλι της προς το αριστερό τοίχωμα και το αφουγκράζεται για λίγο, και ύστερα κάνει μια μεγάλη βαθιά σχισμή με τον δεξί της δείκτη, γύρω στα 91 εκατοστά. Χρησιμοποιεί και τα δύο χέρια της για να την ανοίξει και μπαίνει μέσα. Το πόδι της προσγειώνεται σε ένα δακτύλιο του Κρόνου, έναν από τους δακτύλιους που εξαφανίζονται αλλά όλοι στη γειτονιά εκείνη ξέρουν πως απλά παίζουν με τα μάτια μας. Οι δακτύλιοι του Κρόνου είναι μεγάλα τσογλάνια. Ο Κρόνος κοιμάται και ροχαλίζει γι'αυτό και η ψηλή κυρία περπατά στις μύτες των ποδιών της, τσακίζοντας λίγο τον δακτύλιο που γεμίζει πατημασιές με τον ίδιο τρόπο που τσαλακώνεται ένα αλουμινόχαρτο αν το πατηκώσεις ενάντια στο πρόσωπό σου. Πηδάει από τον δακτύλιο και πιάνεται στο φτερό ενός διαστημικού πουλιού που περνούσε εκείνη την ώρα (τυχαία άραγε;;) και ταξιδεύει για λίγο ενώ ακούει την ξεναγό από μέσα να λέει "...και στα αριστερά σας βλέπετε τον Ποσειδώνα με τους δακτύλιούς του..", και σκέφτεται "Ηλίθια, αυτός είναι ο Κρόνος..". Μόλις φτάνει πάνω από το φεγγάρι πηδάει και προσγειώνεται πάνω στο χώμα κάνωντας ένα χαριτωμένο ΠΑΦ! αλλά δεν είναι κανείς εκεί για να γελάσει. Σηκώνεται και κοιτάει απευθείας τη Γη, σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Σε δύο συγκεκριμένα μάτια που κοιτούν το φεγγάρι. Αυτά τα μάτια ανήκουν σε ένα παχουλό δέντρο στη μέση μιας πλατείας σε μια πόλη 34 κατοίκων, με βρώμικο νερό και κίτρινα κεραμίδια. Κάνει κρύο και φυσάει και το δέντρο έχει αγανακτήσει και καταριέται την ώρα και τη στιγμή που διάλεξε να γίνει δέντρο, γιατί όταν στο Μεγάλο Συνέδριο των Ψυχών του '94 ανακοινώθηκε κάποια στιγμή πως "..οι ψυχές που είναι υποψήφιες για δέντρα πρέπει να προχωρήσουν προς τα δεξιά..", αυτό έτρεξε γρήγορα πατώντας ένα κακομοιρούλη που απ'ότι άκουσε αργότερα, έγινε πιτυρίδα ή κυτταρίτιδα, δεν είναι σίγουρο. Το δέντρο αναστενάζει και φυσά και κάνει την πλατεία να κρυώνει. Κι άλλο. Η πλατεία αρχίζει και κρυώνει τόσο, που, χωρίς να το θέλει, τρέμει ελάχιστα ξυπνώντας έτσι μια νυχτερίδα που κανείς δεν την κάνει παρέα και έχει αποφασίσει τις νύχτες να κοιμάται ενώ όλοι τρων και πίνουν. Δυστυχώς η πλατεία κρυώνει τόσο που η νυχτερίδα δεν μπορεί πια να κοιμηθεί με όλο αυτό το τρέμουλο, και έτσι ξεκρεμιέται από τον φωτεινό στύλο και αρχίζει να πετάει προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά από καμιά ώρα πετάγματος (σε πραγματικό χρόνο) κάτι πέφτει πάνω στη μούρη της και την αφήνει αναίσθητη. Ένας μουσάτος κοντόχοντρος κύριος την κρατάει τώρα στην αγκαλιά του και της χαϊδεύει τα φτερά με τα βρώμικα δάχτυλά του και τα μάτια του λάμπουν γιατί επιτέλους έχει κι αυτός κάτι να υπερηφανεύεται. Ο κύριος τρέχει και κρύβει τη νυχτερίδα σε ένα χάρτινο κουτί που δεν έχει καμία τρύπα και ας ελπίζουμε η νυχτερίδα να είναι στα τελευταία της γιατί ο θάνατος από ασφυξία είναι από τους χειρότερους, θεωρώ. Το κουτί αυτό ανήκε σε ένα κύριο που πήγε μια μέρα στη θάλασσα αφού έκανε διαδρομή 5 ωρών με το κόκκινο ποδήλατό του. Μολις έφτασε στην παραλία, τοποθέτησε το κουτί δίπλα στο ποδήλατο και έβγαλε το καπέλο του αφήνωντάς το λίγο πριν το σημείο που η άμμος είναι πραγματικά υγρή. Ύστερα αποφάσισε να προχωρήσει προς τα μέσα, στα βαθιά, και δεν σταμάτησε να προχωράει ακόμα και όταν η επιφάνεια της θάλασσας ήταν 12 μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Μια πέρκα που περνούσε τυχαία εκείνη τη στιγμή, τα 'χασε όταν είδε τον κύριο να προχωράει τόσο αποφασιστικά στη μαυρίλα του βυθού. Σκέφτηκε "πολύ ωραίο μουστάκι για να πάει χαμένο" και κολύμπησε γρήγορα για να πάει να το πει στις υπόλοιπες πέρκες, αλλά μόλις έφτασε και τους είδε όλους μαζεμένους να πίνουν και να μιλούν, πλησίασε και άκουσε ένα σαλάχι να λέει για κάτι που συνέβη το πρωί, και ξέχασε να τους πει για τον κύριο με το μουστάκι και το αποφασιστικό περπάτημα. Βέβαια και γω θα ξέχναγα να τους πω γι'αυτό, αν  άκουγα το σαλάχι να λέει κάτι για το σύμπαν, για το οποίο του είπε ένας αχινός. Οι αχινοί κάθονται πάνω στα βράχια και κοιτούν προς τα πάνω, και μπορεί να τους πατάει κανένας κακόμοιρος το πρωί, αλλά το βράδυ επιτελούν έργο. Κοιτάνε με τα μεγάλα γυαλιστερά τους μάτια τον ουρανό και καταγράφουν. Ο αστερίας της Β' Περιφέρειας της Αριστερής Μεριάς στα όρια Μπλε και Μαύρης Ζώνης, με τον κωδικό ΥΛ2376, τους είπε για κάτι που συνέβη προχτές. Παρατήρησε πως τα σύμπαντα δεν είναι διαμορφωμένα σαν πιτσιλιά άσπρης μπογιάς σε σκούρο χαρτί για τυχαίο λόγο. Μάλιστα, δεν είναι καν κάτι μόνιμο. Το σύμπαν δημιουργείται όταν ένα αστέρι πεθαίνει και μαζεύονται γύρω του πολλά άλλα για να δουν τι έγινε. Τα αστέρια είναι πολύ περίεργα πλάσματα. Γι'αυτό ένα σύμπαν είναι πυκνογραμμένο στο κέντρο και αραιό στις άκρες. Στις άκρες των συμπάντων αράζουν για λίγο αυτοί οι τύποι οι "..ρε μαλάκα κάτι έγινε εδώ... α οκ πάλι τα ίδια, πάμε να φύγουμε..". Αυτοί οι τύποι ενδιαφέρονται λίγο, ή μάλλον όσο πρέπει. Το ενδιαφέρον γενικά διαμορφώνεται από το πόσο πολύ ή λίγο θέλουμε να καλούμε την Άγνοια στα γενέθλιά μας. Βέβαια μπορούμε να της πούμε να έρθει λίγο αργότερα, ίσα-ίσα για να κάνουμε την καταγραφή. Η καταγραφή που κάνει κανείς κάθε χρόνο στα γενέθλιά του είναι λίγο απογοητευτική αλλά πρέπει να γίνεται γιατί δεν είναι μόνο τα αστέρια περίεργα, είμαστε όλοι λίγο, για το τι σκατά κάνουμε ενώ ο Χρόνος γίνεται παχουλός και αδέξιος και σπάει πιάτα και ποτήρια γιατί η απροσεξία είναι μεγάλο ατού, πιστεύει, άσχετα που δεν έχει ρίξει θηλυκιά εδώ και χιλιετίες. Και τα 'χει κάνει και όλα θρύψαλλα χωρίς λόγο τελικά. Τι μαλάκας. Μας κάνει περίεργους. Η περιέργεια. Οι περίεργοι άνθρωποι. Ναι, έχω κι εγώ περιέργεια, ειδικά για το πόσο μακριά μπορώ να τραβήξω αυτήν την χωρίς νόημα ιστορία. Και αυτό δεν περιέχει κανένα γρίφο, υπονοούμενο, παραβολή, παρομοίωση, μεταφορά ή ομοιοκαταληξία με αυτό που πραγματικά σκέφτομαι τώρα.

Το κουτί

Μη μιλάς για δύο λεπτά, μη μιλήσει κανείς.

"...Θα σε πάρω και θα σε κλείσω σε ένα κουτάκι, και λίγο θα φοβηθείς αλλά δεν θα κουνηθείς και δεν θα προσπαθήσεις να με αποτρέψεις, ακριβώς όπως βλέπεις μια πόρτα που πάει να κλείσει απότομα από τον αέρα, και ενώ την προλαβαίνεις, δεν κουνιέσαι εκατοστό και απλά χαζεύεις και την κοιτάς αποχαυνωμένος σα μαρούλι, και τελικά σε τρομάζει κιόλας το ΚΛΑΠ!.
Θα με κοιτάς λοιπόν να σε κλείνω στο κουτάκι μου γιατί μόνο έτσι θα απαλλαγείς από τον πονοκέφαλο που σου τρώει το μυαλό και φτύνει τα κουκούτσια, και από το βλάκα το Φοίβο που λέει πράματα απλά και μόνο για να τον δουν οι άλλοι να τα λέει, και από αυτόν τον τύπο με το ηλίθιο μαλλί που μοιάζει με πανκ σκουλικαντέρα και έχει μια φωνή τσιριχτή σαν τον ήχο που κάνουν οι πίκλες όταν τις τρίβεις μεταξύ τους, και από εκείνη την κοπέλα στα αριστερά που μοιάζει να είναι σαραντάχρονη γραμματέας σε οδοντιατρείο.
Προπάντων, θα σε κλείσω στο κουτάκι που θα σε προστατεύει από αυτούς που κάθονται πίσω σου και χτυπάνε τα δάχτυλά τους ρυθμικά στην καρέκλα σου και οι κραδασμοί φτάνουν στο σώμα σου και σε παρακαλώ μην τους αποκεφαλίσεις με τα δόντια γιατί ήρθες μόνο για μια γαμημένη παρουσίαση, και το ξέρω πως δεν βρίζεις οπότε το "γαμημένη" το προσέθεσα εγώ.
Φαντάσου το κουτί μου. Δεν θα χρειάζεται πια να κοιτάς τα χείλη της καθηγήτριας με το φούξιο περίγραμμα που ναι, είναι από τα πιο αηδιαστικά πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος στον εαυτό του στις 3 το μεσημέρι. Δεν θα βλέπεις τα σανδάλια με τα αστεία δάχτυλα, ούτε τις περίτεχνες βλεφαρίδες, ούτε θα μυρίζεις τα αηδιαστικά αρώματα, ούτε θα προσέχεις τα αστεία ρούχα, τα τετράγωνα υπερβολικά μεγάλα γυαλιά, το Φοίβο, τις ανούσιες συζητήσεις, τις αγαπούλες μεταξύ φιλενάδων που δεν συμπαθιούνται, τα επιτηδευμένα γέλια, το Φοίβο, τις μπλούζες άηρον μέηντεν, το Φοίβο, τις τσάντες που γυαλίζουν, τα κοντά σορτσάκια και τα μακριά νύχια, την απουσία φαντασίας στις λέξεις.
Εστίασε στο κουτί Μυρτώ! Θα είσαι μακριά από αυτούς που νομίζουν ότι είναι γεννημένοι δημοσιογράφοι και διαφημιστές και κάνουν ηλίθιες ερωτήσεις για τους χρόνους. Θα σταματήσεις να πονάς λόγω του κακού χιούμορ που ρέει από τα στόματά τους σα χολή γουρουνιού..."





Θε μου ας με κάνει κάποιος να γελάσω γιατί θα πεθάνω

Κάθε δύο χρόνια.

Η απογείωση κάποιες φορές είναι δύσκολη, αλλά πνίγομαι και δεν μπορώ άλλο αυτό το πράγμα. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι αλλά τρυπώνει στα υποσυνείδητά μου και μου αλλάζει τις ρυθμίσεις. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Θα δημιουργήσω κάποιο ακατανόητο σχήμα λόγου αν το κάνω.

Ας το πω αλλιώς. Σκέψου πως ήμαστε πολλά βουβάλια μαζί, και τρέχουμε από δω κι από κει μέσα στο κρύο και την υγρασία. Κάποια στιγμή λοιπόν βγαίνει ο ήλιος και είναι λαμπερός και ζεστός. Ανοίγουν όλα τα βουβάλια το στόμα τους και τον θαυμάζουν και εντυπωσιάζονται. Εγώ δεν εντυπωσιάζομαι στιγμή. Πάω και αράζω δίπλα του με ένα χαμόγελο που σημαίνει "επιτέλους". Και αμέσως με παίρνει ο ύπνος.

Γι'αυτό σου λέω, δεν μπορώ. Δε γίνεται. Είναι σαν να ζει κάποιος πάνω μου παρασιτικά. Και είναι πολύ δύσκολο επίσης να ανεβαίνεις τις σκάλες με κάποιον στην πλάτη σου. Άσε που είμαι και ασταθής.

Θα χαθούμε για λίγο, αλλά δεν έγινε και τίποτα, ε;
Θα τα λέμε.
:)