Pespertine.

Ήρθε από μακριά, ίσως από άλλο πλανήτη. Ναι αυτό είναι, ήρθε από το διάστημα. Ίσως.

Φορούσε ένα πουκάμισο που μύριζε σαν να το χε ξεβράσει κάποιο ποτάμι πριν λίγες μέρες. Τα μαλλιά του ήταν σαν ένα πυρόξανθο ψάθινο καλάθι που είχε μαλώσει με μια συμμορία γάτων. Σίγουρα αν κάπνιζε θα κρατούσε το τσιγάρο με τον αντίχειρα και το δείκτη. Αλλά μου τα είπε όλα.

Έμαθα λοιπόν πως η ζωή προχωράει με το ζόρι. Τα ρολόγια είναι τα μόνα αντικείμενα που δουλεύουν ακόμα κι όταν δεν έχουν μπαταρίες. Μου είπε πως υπάρχει ένα τρένο που ταξιδεύει κάθετα, αλλά μέσα μπαίνουν μόνο οι ξεχασμένοι. Μου είπε πως όλα είναι ατέλειωτα ακόμα κι όταν δεν τα κοιτάμε ή όταν δεν τα αναγνωρίζουμε. Εμένα όλα λίγα μου φαίνονται.

Μου είπε πως ο θάνατος κρατάει για όλη μας τη ζωή και πως τελειώνει μόνο όταν πεθάνουμε: όταν πεθάνουμε, ο θάνατος τα μαζεύει και φεύγει για να ψάξει κάποιον άλλο φοβισμένο κακομοίρη να του μπαστακωθεί. 

Μια μέρα τον τράβηξα μέσα από ένα ανταριασμένο ωκεανό. Μια άλλη μέρα τον απεγκλώβισα από ένα κατεστραμμένο αεροπλάνο που είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Μια μέρα έραψα τις σκισμένες ραφές στα χέρια και τα πόδια του. Μια μέρα ήπια όλα τα λυπημένα του χαμόγελα και το στομάχι μου γέμισε με μεθυσμένες ετοιμοθάνατες πυγολαμπίδες.

Μου έμαθε πώς να ταξιδεύω μόνη. Με έμαθε να κουρδίζω τον σκύλο του, πάντα δεξιόστροφα. Με έμαθε να ξεχωρίζω τα στεναχωρημένα μάτια από τα υπόλοιπα και να απολαμβάνω μια κακή στιγμή.  Μπορώ να σου ζωγραφίσω τους λόγους που δε θα ταΐσεις ποτέ την πείνα σου, μου είχε πει. Έμαθα πώς να κάθομαι στο σκοτάδι χωρίς να έχω κανέναν. Στο τέλος έμαθα απλά πώς να μην έχω ποτέ κανέναν.

Μου έδειξε πώς να ράβω τα κουμπιά μου. Καμιά φορά του ξέφευγαν γέλια που έμοιαζαν με νερό που πνίγεται. Βοήθα με να σηκωθώ και να ανήκω, ήθελε να μου πει. Θα είναι τρελό, σκεφτόμουν όλη την ώρα. Αλλά ήλπιζα πως στην επόμενη ζωή θα το γνώριζα νωρίτερα. Πριν ακόμα μεγαλώσει και μάθει πώς να μπορεί να παγώνει την ατμόσφαιρα χωρίς να πει κουβέντα.

Του έλεγα συνέχεια να μου γράψει ένα γράμμα, έστω και το πιο σύντομο. Έστω και πέντε λέξεις. Του έλεγα να μου γράψει το όνομά του σε ένα χαρτί, έστω αυτό. Όχι, έλεγε. Ζητούσα να μου δώσει κάτι δικό του που δεν το έχει άλλος κανείς. Όλο χαμογελούσε κι έφευγε.

Λίγο πριν φύγει, μου έδωσε ένα μικρό φιλί, και ήταν αμήχανο και στοργικό, σαν να μαζεύτηκαν όλα τα πρώτα φιλιά όλων των ανθρώπων σε ένα μικρό πουγκί. Και σκύβοντας μου ψιθύρισε Δεν ξέρω να γράφω. Θα σε δω στην επόμενη ζωή, και μου έδωσε μια φωτογραφία μου.

nmjyUce7kSU

Arnica mollis

Μακάρι να μπορούσαμε να πιαστούμε μεταξύ μας κατά τη διάρκεια της πτώσης μας, γιατί δεν ξέρω πού έπεσες και πού έπεσα και γω. Όλα είναι μπλε, γκρι και πράσινα και αυτή η ζαλούρα δε λέει να φύγει. Σα να έχω φορέσει γυαλιά πίσω από μάτια. Νομίζω τα έγραψα όλα στην κάμερα. Ο αέρας χτύπαγε το κεφάλι μου σαν αόρατη γροθιά χωρίς ποτέ να τολμήσει να με πονέσει και καταλάβαινα κάθε στιγμή πως έπρεπε να είχαμε ήδη πει αντίο. Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τα μαλλιά μου όρθια σαν καρφιά και ευέλικτα σαν κλωστίτσες να ανεμίζουν και να παλεύουν και σιγουρεύτηκα ότι περνούσαν υπέροχα γιατί τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναζήσει ποτέ. Αλλά ξεχάστηκα και έκλεισα τα μάτια και δεν είδα το σημείο της πτώσης σου. Ούτε το δικό μου είδα εδώ που τα λέμε. Ελπίζω να είσαι καλά.

Όλοι οι σοφοί του κόσμου θα μπορούσαν να μαζευτούν μια μέρα σε ένα δωμάτιο και να συζητήσουν για το τι σημαίνει ευτυχία και απελπισία. Θα τους έπαιρνε το βράδυ χωρίς να καταφέρουν κάποια στιγμή να θέσουν τα όρια ανάμεσα στα δύο. Είμαστε όλοι αμαρτωλοί όταν είμαστε εκτός ελέγχου και πέφτουμε ε; Το ξέρω, τα έχω όλα στην κάμερα.

Θα φτιάξω μια μικρή γωνιά γιατί πρέπει να κοιμηθώ κάποια στιγμή. Ίσως κοντά σε νερό, πάντα μου άρεσε να κοιμάμαι κοντά σε νερό. Σε λίγο θα φύγει η ζαλούρα και θα έρθει ο φόβος. Είναι η σειρά του να παίξει, και θα κάνει δύο γύρους. Αλλά θα σκέφτομαι ότι εσένα τουλάχιστον σε έπιασαν και ότι τα κατάφερες. Κάπου θα κάθεσαι ζεστά και με ασφάλεια, θα μασουλάς κάτι νόστιμο, μέχρι να σε πιάσει η νύστα και να κοιμηθείς κάπου στεγνά και μαλακά. Και θα γελάς δυνατά με τα μάτια, ενώ όλοι γύρω σου θα θαυμάζουν το λόγο και τις παρομοιώσεις σου. Ένα παράδοξο πλάσμα, το δίχως άλλο. Τα θυμάμαι όλα αυτά.  Τα έχω όλα στην κάμερα. Θα τα βλέπω μέχρι να τελειώσει η μπαταρία. Αυτός είναι και ο τρόπος μου να πούμε αντίο, μιας και δεν είπαμε.
 
Η πιο ωραία μέρα της ζωής μου, χωρίς αμφιβολία. Κι ας προσγειωθήκαμε σε διαφορετικά μέρη. Καλύτερα που δεν είπαμε αντίο. Δε μπορώ τα αντίο, κι ας τα σερβίρω με ευκολία.

Canopus


Να προσέχεις τις Δευτέρες, τις Παρασκευές και όλες τις υπόλοιπες μέρες των οποίων τα ονόματα δε θυμάμαι. Να προσέχεις τη βροχή και το χιόνι. Να προσέχεις από Ιούλη μέχρι Ιούνη, μη σε πατήσουν με τα μεγάλα τους ποδάρια, γιατί θα σε αφήσουν μόνο, γέρο και διαλυμένο.

Να μένεις μακριά ώστε να ακούς αλλά να μην ακούγεσαι. Να μην κάθεσαι πολύ κοντά σε αυτούς που τα μαλλιά τους δε φωτίζουν. Να μην πέσεις σε κανενός τα χέρια, γιατί τα χέρια αγκαλιάζουν και σπρώχνουν ταυτόχρονα. Να μην ακούς ποτέ τραγούδια που θα ήθελες να έχεις γράψει εσύ. Να μη φεύγεις, και να μην υπόσχεσαι πως θα γυρίσεις.

Να αποφεύγεις τους ναύτες. Να κάνεις πως δεν ακούς τις φωνές αυτών που καταπίνουν νερό για ώρες. Να μην αφήνεις την άσφαλτο να υποδύεται τη θάλασσα και να σου καλύπτει τα πόδια ως το γόνατο. Να μη γράφεις τραγούδια για λεωφόρους και ανθρώπους που πνίγονται μέσα στην τρέλα τους. Να μη θυμάσαι αυτούς που κάθονταν πάντα μόνοι τους, να μη λυπάσαι αυτούς που μετάνιωσαν για τη ζωή τους, να μη θυμώνεις με όσους δε θα έχεις για πάντα.

Να κοιτάς τα φρούτα στο ψυγείο με συμπόνοια, η ζωή τους δεν είναι εύκολη. Να αποφεύγεις τα μήλα που βαριέσαι να μασήσεις. Να μην ανυπομονείς να το σκάσεις. Να μη φαντάζεσαι και να μην επινοείς. Να μη δίνεις τίποτα που θα σου λείψει. Να μην πάρεις τίποτα από κανέναν. Να πίνεις τον καφέ σου χωρίς ζάχαρη, αλλά να μην τελειώσει ποτέ η γλύκα μέσα σου.

Να μην εύχεσαι να σε απορροφήσει το πάτωμα σα τεράστιο μαλακό σφουγγάρι. Να μη βαριέσαι στη δουλειά σου. Να μην κλαις για την κατάντια σου. Να μην απορείς για το πού ξοδεύεις τα χρόνια σου. Να μην φοβάσαι τα ατυχήματα που συμβαίνουν μόνο όταν δε σε κοιτάει κανείς. Μην βοηθήσεις ποτέ κανέναν να καταπιεί το ίδιο του το κεφάλι. Μην μπαίνεις συχνά σε αεροπλάνα. Να ζεις κάτω από τις ρίζες ενός δέντρου, και να ξυπνάς κάθε μέρα με την ψευδαίσθηση ότι φυσάει από κάποιο μπαλκόνι.

Μην αγανακτείς με τα βιβλία που δεν τελειώνουν. Να μην ανάβεις φωτιές και να αποφεύγεις όσες έχουν ανάψει ήδη. Μη ζητάς τίποτα που δε χρειάζεσαι. Μην παραδεχτείς ποτέ πως χρειάζεσαι κάτι. Μην καταπιείς ποτέ τον κόμπο στο λαιμό σου και να μην ξεχάσεις ποτέ να ψάχνεις.

Να μη δεις ποτέ το τέλος σου.

Να προσέχεις. Θα προσέχω κι εγώ.

Volcano

Φύγαμε αρκετά νωρίς εκείνο το πρωί, τόσο νωρίς που η πραγματικότητα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον. Ήταν όλα λίγο πριν ξεκινήσουν και τίποτα δεν είχε αρχίσει να λειτουργεί κανονικά. Τα γρανάζια του κόσμου έμεναν ακούνητα και αθόρυβα και η θάλασσα έμοιαζε με στεγνή μπογιά. Ούτε μυρωδιές, ούτε ήχοι, ούτε κίνηση.

Φυσικά μετά από λίγο άρχισε να φυσάει με εκείνο τον αλμυρό αέρα που μπερδεύεται στα μαλλιά σου και τα ποτίζει για μέρες, και ενώ μένεις άλουστος, νιώθεις σα να σε έχει καθαρίσει η γη μέσα στη μπανιέρα της.

Τέλος πάντων.

Πού και πού έγερνα στην άκρη και έχωνα το χέρι μου μέσα στο νερό με το φόβο (και την ελπίδα) ότι θα μου το δαγκώσει κάποιο ψάρι. Κάθε φορά που φοβάσαι ψάχνεις για λίγη ζωούλα τριγύρω. Να νιώσεις ότι δεν είσαι μόνος.

Μπορώ να κάθομαι έτσι για ώρες. Λίγο μέσα στο νερό και λίγο απ'έξω. Λίγο μέσα στο φόβο και λίγο έξω από αυτόν. Λίγο μέσα σε σένα και λίγο μέσα σε μένα.

Πέρασαν οι ώρες και τα όρια και ενώ συνειδητοποιούσα ότι θα πέθαινα για σένα, ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος, σαν να λυγίζεις τον άξονα της γης στα δύο. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τίποτα και ξαφνικά ήμασταν όλοι μέσα στο νερό.

Πάντα ήθελα να ταξιδέψω και δω ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Πάνω σε μια ιπτάμενη πολυθρόνα, σαν την γριά νεράιδα των Νάνων του δάσους. Θα ήθελα να τα δω όλα και έπειτα να τα βάλω σε ένα ποτήρι και να τα πιω. Και ακόμα κι αν όσα έρθουν είναι άσχημα και ξερά, εγώ μέσα μου θα είμαι γεμάτη και δροσερή από τα πάντα.

Νομίζω ότι άκουσα φωνές αλλά βρισκόμουν σε μια κατατονική φάση, όπου απλά επέπλεα και δε μπορούσα να κουνήσω ούτε δαχτυλάκι. Αν πέρασαν λεπτά, ώρες ή μέρες, δεν το ξέρω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι επέπλα τόσο όμορφα, σαν να έριξες ένα ελαφρύ τσαλακωμένο χαρτάκι μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, τόση ασφάλεια ένιωθα.

Ποτέ δε μου άρεσε η θάλασσα πραγματικά. Την ήθελα μακριά μου ή όσο κοντά πρέπει. Ποτέ δεν την ήθελα ατέλειωτη, μαύρη και χωρίς χαλινάρια. Την ήθελα περιορισμένη, λίγη και ήρεμη, αναγνωρίσιμη και βαρετή. Ή αλλιώς την ήθελα να μένει μακριά. Μακριά μου και μακριά σου.

Πάλι συνειδητοποίησα ότι θα πέθαινα για σένα. Και μετά άκουσα γλάρους και ξεχάστηκα.

Αν ήταν επιλογή μου, θα ήθελα να έρθει να με σώσει ένα δελφίνι ή μια φάλαινα, όπως στις ταινίες. Καλύτερα μια φάλαινα. Επίσης θα ήθελα η φάλαινα να μιλάει και να είναι λίγο ειρωνική ως προς τον κόσμο, και να μπορεί να μου εξηγήσει γιατί πάνε όλα τόσο λάθος, γιατί είναι όλοι τόσο ξιπασμένοι και άθλιοι, γιατί με πνίγει ένα πράμα που με κάνει να εύχομαι να ήμουν αλλού, γιατί εσύ δεν είσαι εδώ και γιατί εγώ είμαι, και άλλα τέτοια.

Κάποια μέρα η φάλαινα θα με πήγαινε να δω το Βόρειο Σέλας το οποίο ονειρεύομαι χρόνια τώρα, και στο μυαλό μου τα χρώματα αλλάζουν συνέχεια και σχεδόν παίρνουν εκφράσεις και αποκτούν ιδέες. Τόσο έξυπνο πρέπει να είναι το Βόρειο Σέλας.

Η φάλαινα θα με τάιζε ωραίες λιχουδιές, όχι αηδιαστικά πράματα, αλλά πράματα που δεν έχω ξαναφάει. Και ποτέ δεν θα διψούσα, κι αν διψούσα θα έπινα λίγο από το Βόρειο Σέλας που θα είχαμε πάρει μαζί μας.

Στο τέλος η φάλαινα θα με έφερνε σε σένα. Θα μας έβλεπες από μακριά, αλλά κανείς δε θα χαιρετούσε κανέναν. Η φάλαινα θα με άφηνε στα πόδια σου και θα έφευγε χωρίς να πει τίποτα που να είναι ειρωνικό ή απαιδιόδοξο. Κι εμείς θα κοιτιόμασταν, θα αγκαλιαζόμασταν και θα μας σκέπαζε η θάλασσα.

Λίγο εσένα και λίγο εμένα. Κι ύστερα τελείως εσένα και τελείως εμένα.



We, the wrong, we the sewn up and long gone
Were before it was long like this, like this.
L.H.



marrow

Βρήκα ένα σημείο ανάμεσα στα κόκκαλά σου, μερικοί το λένε μυελό. Δεν ξέρω πώς το βρήκα, μάλλον κατά τύχη. Αλλά αυτό είναι το σπίτι μου από δω και πέρα, ζω μέσα στα κόκκαλά σου και δε θα προτιμούσα να ζω πουθενά αλλού.

Κάθε μέρα σε φροντίζω από μέσα και κάθε μέρα καθαρίζω και μαγειρεύω και δεν πεινάς ποτέ και ποτέ δεν αρρωσταίνεις. Και γω έχω ένα σπίτι, και είναι το πιο καλό σπίτι απ'όλα. Γιατί ζω κάτω από το δέρμα σου.

Και το ξέρω ότι νομίζουν πως εθελοτυφλώ μπροστά στο τέλος μου, τη στιγμή που η εξιλέωσή μου έχει αργήσει τόσο. Και το ξέρω πως φοβούνται και το δικό τους τέλος, όπως άλλωστε το φοβούνται όλοι οι άνθρωποι.

Δεν ξέρουν όμως πως στην πραγματικότητα ακούω τα τύμπανά τους να ηχούν και τις μπότες τους να γρατζουνάνε τη γη με μανία. Δεν ξέρουν πως τους βλέπω από μακριά και πως δε με νοιάζει το πώς και πότε θα φτάσουν.

Δεν ξέρουν πως, ακόμα κι όταν χαμογελάσω για τελευταία φορά, δε θα με πειράζει, γιατί βρήκα ένα μικρό μέρος μέσα στα κόκκαλά σου, κι έζησα εκεί για λίγο καιρό.

Και δε με πειράζει που ήρθαν και με βρήκαν, δε με πειράζει που θα με πάρουν και θα με κρύψουν, δε με νοιάζει που όσο κι αν παρακαλέσεις, δε θα κουνήσουν βλέφαρο. 



Να μη στενοχωρηθείς για πολύ καιρό. Γιατί δεν ξέρουν πως εσύ κάποτε τάισες την πείνα μου.

Τάισες την πείνα μου.