Ημερολόγιο

Σε ένα μικρό σταθμό τρένου η κυρία Ντάο παρακολουθούσε τα πλακάκια στο πάτωμα που ήταν όλα κολλημένα στραβά και αν επέκτεινες τις γραμμές τους στο άπειρο, κάποια στιγμή θα συναντιούνταν οπωσδήποτε. Ποτέ ξανά η ανάγκη για παράλληλες γραμμές δεν ήταν τόσο έντονη.
Η φάλαινα που καθόταν πίσω από το εκδοτήριο εισιτηρίων είχε ακόμα κολλημένα μερικά ξερά φύκια στην άκρη της ουράς της και τα μάτια της φαίνονταν κουρασμένα και ανέκφραστα καθώς κοιτούσε το τζάμι του εκδοτηρίου. Στην άκρη του σταθμού ένας μικρός ελέφαντας έκοβε σοκολατένια αγάλματα παιδιών στη μέση και από μέσα έβγαινε παγωτό το οποίο σέρβιρε σε σοβαρούς κυρίους που περίμεναν υπομονετικά τριγύρω του. Μύριζε παντού πετρέλαιο και η θερμοκρασία θα ήταν δυσάρεστη για κάποιον που ήταν ελαφρά ντυμμένος.

"Κυρία Ντάο", της ψιθύρισε ένας κοντός άνδρας με βρώμικο καπέλο και μεγάλα νύχια που πλησίασε ξαφνικά, "δεν υπάρχει αυτή η στεριά που ψάχνετε".

"Σε αυτή την περίπτωση, θα ξανάρθω πάλι αύριο μήπως τότε υπάρχει" απάντησε η κυρία Ντάο και έκανε πως σκύβει για να σηκώσει το μικρό της άδειο βαλιτσάκι.

Ένα βαλιτσάκι δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από μια οδοντόβουρτσα και ένα βιβλίο με καλό τέλος, σκεφτόταν σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι. Το τελευταίο βιβλίο που διάβασε κατέληγε στο ότι δύο άνθρωποι θα σήκωναν μαζί την κόλαση. Δεν ήταν σίγουρη αν αυτό θεωρείται ένα καλό τέλος. Οι ζωές είναι πολύ μικρές και μπορούν να γίνουν ανόητες αν δεν προσέξεις. Οπότε αποφάσισε στο βαλιτσάκι της να κουβαλάει μόνο την οδοντόβουρτσα.

Από τις κολώνες του δρόμου κρέμονταν παλιά παπούτσια και μπότες. Ίσως κρέμαγε και τις δικές τις αύριο αν η στεριά που έψαχνε συνέχιζε να μην υπάρχει. Δεν υπάρχει λόγος να φοράς παπούτσια αν δεν ταξιδεύεις.