I am such a coward, I could win an award.

Σήμερα έφτιαξα ένα καράβι από βαρύ ασήμι. Στην πλώρη του είχε ένα μεγάλο κακομούτσουνο άγαλμα, μια γυναικεία φιγούρα μπλεγμένη με έναν ήλιο με μυτερές αχτίδες. Το έφτιαχνα λέει πολύ καιρό. Και το είχα ακουμπισμένο στο πιο μικρό νησάκι του κόσμου, πάνω σε γκρι άμμο. Μια νύχτα που φυσούσε πολύ και ο ουρανός ήταν μαύρος σα πετρέλαιο, αποφάσισα να ρίξω το τεράστιο καράβι μου στη θάλασσα. Σαν να το έσπρωξε ένα γιγάντιο χέρι με φόρα, και το καράβι βρέθηκε στο νερό. Εγώ είχα γατζωθεί επάνω στον ασημένιο ήλιο της πλώρης και κοιτούσα με μεγάλα μάτια προς τα πάνω. Όλα έγιναν πολύ ξαφνικά. Το καράβι άρχισε να βυθίζεται με το που ακούμπησε το νερό. Μαζί και γω. Εγώ ούρλιαζα αλλά δεν γινόταν τίποτα. Το βαρύ ασήμι παραήταν βαρύ μάλλον. Μέσα σε δευτερόλεπτα το μόνο που φαινόταν ήταν κάποιες από τις μυτερές αχτίδες. Και η θάλασσα ήταν ασυνήθιστα σκούρα. Τέλος πάντων.

Α ναι. Ερωτεύτηκα παράφορα ένα μέρος. Κάθε φορά που πήγαινα σκεφτόμουν διάφορες κατασκευές και πώς θα μπορούσα να τις στηρίξω. Σκεφτόμουν το πόσο πολύ θέλω να πάρω πηλό και να μην βγω για μέρες από το σπίτι μου μέχρι να φτάξω όλα αυτά που θέλω. Ήταν γαλήνια σε αυτό το μέρος, και για κάποιο λόγο ήταν όλοι ήσυχοι και κάθονταν ήρεμα στις θέσεις τους. Βέβαια εγώ το χαβά μου. Συνήθως κατέληγα να σκέφτομαι πως πέφτω από μεγάλο ύψος και εκεί είναι που τα πόδια μου μούδιαζαν και πάθαινα εγκεφαλικές κράμπες γιατί τρέμω τα ύψη. Σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν έπαυα να υπάρχω και τι θα γίνει όταν πάψω όντως να υπάρχω. Μπορεί να είναι όπως όταν είσαι στη θάλασσα και παίρνεις μια βαθιά ανάσα, και έπειτα μένεις κάτω από το νερό και ακούς κάτι μπουκωμένα πλαταγίσματα και βλέπεις σκιερές μορφές και χαμογελάς με τον κίνδυνο να μπει  νερό στο στόμα σου. Απλά λίγο χειρότερα. Το μέρος όμως ήταν πολύ ήρεμο και σίγουρα δεν ευθυνόταν αυτό για τους ανόητους συλλογισμούς μου.

Θα σταματήσω να γράφω τώρα γιατί πρέπει.