Λότε

Δεν αντέχω άλλο. Δε μπορώ να φάω. Δε μπορώ να κοιμηθώ. Δε μπορώ να σκεφτώ. Παρατηρώ τα νύχια μου, τα δάχτυλά μου, τα μαλλιά που αραιώνουν και αυτοκτονούν στους ώμους και την πλάτη μου. Νιώθω εντελώς περιττή και ταυτόχρονα τόσο πολλή μέσα μου. Ελπίζω πως μια μέρα κάποιος θα με δει έτσι που δε χωράω στο σώμα μου και θα με κόψει με ένα ψαλίδι στα δύο, και τότε θα χυθώ ανάμεσα στα σπίτια και τις πολυκατοικίες και τα μαγαζιά σαν γιγάντια μαρμελάδα. Μόνο να υποθέτω μπορώ. Θα υποθέτω για χρόνια και ύστερα θα πεθάνω. Υποθέτω πόσες μέρες μου απομένουν, πόσες μέρες θα είναι όλα τα ίδια. Οραματίζομαι πως μια μέρα η πόλη θα τρέμει ολόκληρη, και ξαφνικά θα σπάσει η άσφαλτος σε κομμάτια και θα ξεπηδήσουν γαλάζιες φάλαινες, κάνοντας βουτιές στο δρόμο. Και τα πεζοδρόμια θα γουργουρίζουν ευχαριστημένα. Και κανείς δεν θα ξυπνάει επειδή ο άλλος δίπλα θα κλαίει, και κανείς δεν θα εύχεται ένας από τους δυο να μπορούσε να πεθάνει εκεί επιτόπου, μήπως σταματήσει πια η ακοή ή το κλάμα, ή και τα δύο. Κάθομαι στο τρένο και αναρωτιέμαι πόσες φορές έχουν υποκύψει όλοι όσοι βρίσκονται στο βαγόνι. Πόσες φορές υπέκυψαν σήμερα ή χτες; Γνωρίζουν άραγε πόσες φορές θα υποκύψουν αύριο; Γνωρίζει άραγε καμία από αυτές τις καταθλιπτικές φυσιογνωμίες πως εγώ τους έσωσα από σένα; Εγώ υπέκυπτα σε σένα κάθε μέρα. Πόσο χρήσιμη ήμουν όταν τους έσωσα από σένα μέσα σε μια στιγμή, ενώ για σένα ήμουν άχρηστη κάθε μέρα, για χρόνια.

Κουνάω τους ώμους μου τώρα αλλά τότε δεν ήθελα τίποτα πιο πολύ από το να προσέξεις τα μικρά κενά που άφηνα να συμπληρώσεις εσύ. 'Ημουν σαν όλους τους άλλους. Πείτε μας τη γνώμη σας. Ευχαριστούμε. Και μετά σέρβιρα τις γνώμες σε ένα μεγάλο γυαλιστερό δίσκο και συ τις χρησιμοποιούσες σαν οδοντογλυφίδες για να καθαρίσεις τα δόντια σου. Πόσες φορές σε κάλυψα όταν γυρνώντας από το κυνήγι, έφερνες στο σπίτι γυναίκες και παιδιά. Και γω σε δικαιολογούσα γιατί ήξερα την ακατανίκητη πείνα σου και έκανα πως δεν άκουγα τα ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα. Δεν ήσουν τέρας, ήσουν απλά υποσιτισμένη, σκεφτόμουν. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που ήσουν πολύ κουρασμένη για να κυνηγήσεις και γω σου προσέφερα τον εαυτό μου ως γεύμα και συ για μια στιγμή έδειξες σκεπτική. Είμαι σίγουρη πως αν συμφωνούσες, δεν θα το έβαζα στα πόδια. Τόση ήταν η πείνα σου - και η αγωνία μου να είσαι χορτάτη. Και ο ήλιος που έφαγες εκείνη τη μέρα και σκοτείνιασαν τα πάντα και οι άνθρωποι έπεφταν από τα κτίρια απεγνωσμένοι. Ήθελα να βγω να τους φωνάξω πως θα τον ξεράσεις πίσω σε λίγο αλλά κανείς δε θα ήταν αρκετά ψύχραιμος για να με ακούσει. Και μείναμε οι δυο μας στο σκοτάδι χωρίς να μιλάμε, και πού και πού, όταν η κοιλιά σου φεγγοβολούσε, έβλεπα το σχήμα του προσώπου σου και τις άκρες των χειλιών σου να υψώνονται. Πόσα μπορείς να μάθεις για κάποιον από τον τρόπο που θα φερθεί όταν κερδίσει σε κάτι.

Όλοι υπέθεταν πως σε ήξεραν τη στιγμή που τους απάλλαξα από σένα. Κάθε βράδυ που πέφτω στο κρεβάτι γεμίζω θυμό γιατί μόνο εγώ είχα την τύχη και την ατυχία να σε γνωρίσω. Τη μέρα που ζωγραφίσαμε την υποθετική σου οικογένεια και την κρεμάσαμε στον τοίχο του διαδρόμου, αναρωτιόμουν γιατί ποτέ δεν παραπονέθηκες που εγώ έλειπα από το κάδρο. Αν με κοίταζες στα μάτια ποτέ, θα μπορούσες να μετρήσεις τους τρόπους με τους οποίους σε φρόντιζα κάθε μέρα, κάθε νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι. Κι όταν άκουσες στο ραδιόφωνο μια ιταλική ερωτική αφιέρωση, κορδώθηκες λες και ήταν για σένα, ολόδική σου, και κουλουριάστηκες ευχαριστημένη μπροστά στο τζάκι κροταλίζοντας την ουρά σου, μουρμουρίζοντας συνέχεια mi manchi,  mi manchi, κι εγώ έκλαιγα σιωπηλά στην κουζίνα και ήθελα να ξεριζώσω τα πλακάκια του νεροχύτη ένα-ένα από τη λύπη μου. Κανένας δεν θα μπορούσε να σε θέλει περισσότερο από μένα.  

Εκείνη τη μέρα που βγήκαμε στο μπαλκόνι για να σε δει ο κόσμος, σου μετέφραζα δυνατά τις λέξεις αγάπης που ήθελες να ακούσεις, για να κρύψω τις φωνές μερικών για το πόσο αποκρουστική έμοιαζες. Δεν τα κατάφερα. Πέρασες όλο το απόγευμα σέρνοντας τα νύχια σου στον τοίχο, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Σκεφτόμουν πως θα πεθάνεις από τη στεναχώρια ενώ δε θα έπρεπε να σε νοιάζει. Δεν είχες καταλάβει πόσο κόπο έκανα για να μην νιώσεις την απόρριψη. Γιατί θρηνούσες έτσι; Είχε έρθει το βράδυ και εσύ ακόμη έκλαιγες με αναφιλητά και προσπαθούσα να σε παρηγορήσω έντρομη γιατί τα νύχια σου γυάλιζαν όπως γυαλίζει εκείνο το μεγάλο μαχαίρι στο συρτάρι της κουζίνας. Όλα είναι πιο τρομαχτικά τη νύχτα, αλλά τίποτα δεν μπορεί στ'αλήθεια να σε πειράξει, σκεφτόμουν. Και πολύ σύντομα σε είδα γι αυτό που είσαι, και τότε ανακουφίστηκα και επικεντρώθηκα στο να σε κάνω καλύτερα. Ήθελα να πάρω τον πόνο σου και να τον πετάξω στο καζανάκι του μπάνιου.  Με τον τρόπο σου μου έλεγες να πάρω αυτό το συναίσθημα και να το θάψω κάπου. Κανείς δεν θα καταλάβει όσο κι αν προσπαθήσω να το εξηγήσω. Θα μπορούσα να το ονομάσω αγάπη, ενσυναίσθηση, οίκτο, μπας και κάποια έννοια από αυτές φανεί λιγότερο τρομακτική από την αλήθεια σε κάποιον. Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω και αν ξεκινήσω, δεν ξέρω αν θα σταματήσω.

Υπήρχαν μέρες που ήσουν χαρούμενη και γω σε άκουγα να παίζεις στο σαλόνι και να σκαρφαλώνεις στους τοίχους. Αν ερχόμουν να δω τι σκαρώνεις, προσπαθούσες να μου ξεφύγεις και κρεμόσουν από το ταβάνι, νομίζοντας πως δε σε φτάνω. Δεν ήθελα να σε φτάσω ποτέ. Μου αρκούσε που έβλεπα την ουρά σου να κυματίζει σαν φολιδωτή σημαία. Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν να κάνεις για να συνεχίσω για λίγο ακόμα. Κι ύστερα λίγο ακόμα. Κι αν καμιά φορά τα βράδια σε άκουγα να γρυλίζεις από το διπλανό δωμάτιο, προσπαθούσα να θυμηθώ τις στιγμές που ήσουν χαρούμενη στο σαλόνι, για να μη φοβάμαι. Κανένας δεν μπορεί να προκαλέσει κακό αν είναι χαρούμενος, έλεγα στον εαυτό μου. Ήθελες να φοβάμαι άραγε; Αντλούσες ευχαρίστηση από το φόβο μου ή θεωρούσες πως ήταν άλλη μια ανεξήγητη παρενέργεια της παρέας σου μαζί μου; Θυμάμαι τις ώρες που περνούσα ακολουθώντας με τα μάτια τις ρωγμές στον τοίχο και αναρωτιόμουν αν ποτέ οι άνθρωποι παρατηρούν τις ρωγμές ο ένας στο σώμα ή το βλέμμα του άλλου. Και αν τις παρατηρούν, γιατί δεν το λένε ποτέ; Ή μήπως θέλουν να το πουν αλλά δυστυχώς πάντα το ξεχνάνε; Εσύ άραγε το ξεχνούσες ή ποτέ δε με είδες; Ηλίθιες λεπτομέρειες που τις έχω φάει με το κουτάλι και το στομάχι μου δε λέει να τις χωνέψει. Τις λέξεις που δεν λες τη στιγμή που πρέπει, τις κρατάς μέσα σου και μετά σαπίζουν σα χαλασμένα φρούτα.

Δεν κάνω παρέα με κανέναν πλέον. Είμαι το φάντασμα του σπιτιού, κανείς στη γειτονιά δε μιλάει για μένα, κανείς δε με θυμάται. Είναι καλύτερα έτσι. Είναι ο τρόπος μου να υπάρχω χωρίς εσένα. Καμιά φορά πριν ξαπλώσω, πηγαίνω στο σαλόνι, ανάβω το φως και κοιτάζω το ταβάνι. Είναι το μόνο που μου έχει μείνει από σένα. Δεν τολμώ να το φτιάξω. Έχει όλες τις εκατοντάδες γρατζουνιές από τα νύχια και την ουρά σου, όλους τους μικρούς φόβους μου που κρέμονται ακόμα από το σοβά, παγωμένοι στο χρόνο. Μπορώ να διαβάσω το ταβάνι σα χάρτη της περίεργης συγκατοίκησής μας. Κι αν ποτέ με ρωτούσε κανείς πού οδηγεί, θα του έλεγα στο mi manchi.