We, the matches.

Κάθε μέρα κοιμόταν και ξυπνούσε μόνος. Είχε σταματήσει να χτενίζεται, να μαγειρεύει, να πηγαίνει μακρινές βόλτες. Έβγαινε μέχρι το σκαλοπάτι της εξώπορτας, κοιτούσε το κουδούνι του για μερικά λεπτά, και ξαναέμπαινε μέσα στο σπίτι που μύριζε κλεισούρα και σκόνη. Δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να τον φροντίσει. Διόρθωση: Δεν άφηνε κανέναν να υπάρξει για να τον φροντίσει. Ούτε τον εαυτό του. Η μέρα κυλούσε ήσυχα και μονότονα. Σηκωνόταν το μεσημέρι, έπινε καφέ και διάβαζε βιβλία μέχρι να σκοτεινιάσει. Κάποτε είχε τη συνήθεια να τσακίζει τις σελίδες των βιβλίων στις οποίες έβρισκε κάτι που έκανε το μυαλό του να χαμογελάσει. Πλέον δεν τσάκιζε ούτε μια σελίδα.Το μυαλό του ξέχασε πώς να χαμογελάει και δεν σκόπευε να το θυμηθεί σύντομα. Διάβαζε το ένα βιβλίο πίσω από το άλλο, με μάτια να κυλάνε γρήγορα πάνω στις λέξεις σα ποδήλατο σε κατηφόρα. Θα ήταν θαύμα αν θυμόταν έστω και μια πρόταση από όσες είχε διαβάσει. Μόλις σκοτείνιαζε, έκλεινε το βιβλίο και έτρωγε κάτι που προερχόταν από κονσέρβα ή από σακούλα περιπτέρου. Έπειτα έριχνε μια ματιά στο κουδούνι της εξώπορτάς του, και πήγαινε για ύπνο.

Πέρασαν έτσι 238 ημέρες και 238 νύχτες. Την 239η ημέρα, αποφάσισε να αγοράσει μια εφημερίδα. Έβαλε το παλτό του και στάθηκε στο σκαλοπάτι της εξώπορτας. Δεν έκανε ούτε ένα βήμα παραπάνω. Κοίταξε το κουδούνι του αναστενάζοντας σιωπηλά και έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. Το δεξί του χέρι ενοχλήθηκε μέσα στην τσέπη από ένα χαρτί. Ένα χαρτί. Επιτέλους.

"Ήμασταν λέει σε ένα αμάξι με όλα τα παράθυρα ανοιχτά, και ήταν άνοιξη. Η μουσική ήταν τέρμα και οι νότες ξεπηδούσαν τρελαμένες έξω από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, ενώ ο αέρας έμπαινε με φόρα και έκανε τα μάτια μου να γεμίζουν με χαρούμενα δάκρυα, γιατί σ'αρέσει να τρέχεις και του αέρα του αρέσει να τρέχεις και εμένα μου αρέσει να τρέχεις αν και φοβάμαι λίγο. Αλλά ξεχνιέμαι επειδή ο αέρας παίζει με τα μαλλιά μας αν προσέξει ότι έχουμε αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά.

Ήμασταν λέει σε ένα πλοίο και ακουγόταν εκείνος ο άνθρωπος που λέει τις στάσεις των λιμανών σε απαράδεκτα αγγλικά,  και είχαμε πιαστεί τόσες ώρες να καθόμαστε στις στενές οικονομικές μας θέσεις αλλά τουλάχιστον ήμασταν κοντά στο μπαρ και μπορούσα να σου παίρνω σάντουιτς όποτε σου ερχόταν μια πεινίτσα.

Καθόμασταν σε ένα παγκάκι με θέα την Αθήνα και έκανε τόση ζέστη που ίδρωναν οι βλεφαρίδες μου, αλλά εσύ είχες πάνω σου μια δροσιά σα παγωτό κι εγώ ένιωθα ακόμα πιο μίζερη, επειδή δεν μπορούσα να μιμηθώ την παγώτινη όψη σου.

Θα σου πω το παράπονό μου. Οι μέρες που περνούσα στη σκοτεινή μου τρύπα ήταν περισσότερες από αυτές που περνούσα προσπαθώντας να βγω από αυτή. Κι όλο ενθάρρυνες την προσπάθειά μου να φανταστώ πώς θα είναι όλα αν φύγω, αν παραιτηθώ, αν έχουμε όλο το χρόνο δικό μας για να πηγαίνουμε σινεμά ή βόλτες για καφέ, αλλά αυτή η ώρα αργούσε στα μάτια μου, κι εγώ καθόμουν εκεί πέρα και αποδεχόμουν την κατάσταση συνειδητοποιώντας πόσο ανόητη ακουγόμουν όταν λυπόμουν τους ανθρώπους που έκαναν για χρόνια την ίδια δουλειά χωρίς ποτέ να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν.

Θα σου πω το παράπονό μου. Φοβάμαι ότι θα φύγω και θα μείνεις μόνος, θα τρως ετοιματζίδικα και θα πέφτεις για ύπνο όταν ξημερώνει. Δε θα βλέπεις κανέναν, δε θα σε βλέπει κανένας και θα αρχίσεις να ξεχνάς τον εαυτό σου, μέχρι που θα εξαφανιστείς εντελώς, πριν ακόμα πεθάνεις. Θα ζεις χωρίς να υπάρχεις. Πάω στοίχημα πως το κουδούνι έχει ακόμα πάνω το όνομά μου και εσύ δεν το βγάζεις μπας και η κίνηση αυτή είναι που θα με κάνει παρελθόν. Λες και δεν λείπω ήδη. Λες και η ανυπαρξία μου αυτή δεν είναι ήδη οριστική και αμετάβλητη.

Να σου πω το παράπονό μου; Κάνουμε κι οι δύο πως δε βλέπουμε, αλλά ξέρω πως κι οι δύο βλέπουμε καθαρά χωρίς ποτέ να το παραδέχεται ο ένας στον άλλον. Γι'αυτό άλλαξε το όνομα στο κουδούνι, πάω στοίχημα πως δεν το έχεις κάνει ακόμη. Και να μη φοβάσαι. Θα τα ξαναπούμε κάποτε. Αλλά όχι ακόμα. 


ΥΓ: Χτες παραιτήθηκα."

Δεν υπάρχουν σχόλια: