Ιτ μαστ μπι ε ντρημ

Τιπ ταπ. Περπατούσε πολύ σιγά. Τιπ ταπ, το φωτάκι στην άλλη άκρη του διαδρόμου τρεμόπαιζε και δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να φτάσει. Μερικες φορές μισόκλεινε τα μάτια της γιατί όταν τα άνοιγε της φαίνονταν όλα διπλάσια φωτεινά. Τα βήμματα πήγαιναν χοροπηδηχτά και ελαφριά σαν να βλέπεις σε σλόου μόσιον έναν άνθρωπο που καίγεται ενώ πατάει πάνω σε κάρβουνα. Αλλά με ήρεμο πρόσωπο, χωρίς τον πανικό του πόνου. Οι μπούκλες της ακουμπούσαν τους τοίχους του διαδρόμου διακριτικά και ανέμιζαν ελάχιστα αφήνοντας μια μικρή μικρούλα μυρωδιά αρώματος που δεν ταίριαζε καθόλου σε εκείνο το στενό μονοπάτι. Πού και πού ακουμπούσε τις άκρες των δαχτύλων της στους τοίχους προσπαθώντας να νιώσει την υφή γιατί όταν τα πράματα είναι σκοτεινά, μπορείς να νιώσεις τα πάντα επί δέκα.

Ήξερε πως την ακολουθούν αλλά κρατούσαν ακόμα μια απόσταση, σαν κύριοι. Μόνο για λίγο όμως. Γιατί μέσα σε λίγα λεπτά να επιταχύνουν και να επιταχύνουν. Έτρεχαν πίσω της και τα πρόσωπά τους έσταζαν παλιό πλαστικό πάνω στα παπούτσια τους και το πλαστικό σκαρφάλωνε έτσι άμορφο όπως ήταν πάνω στο πόδι τους και μετακινούταν προς τα πάνω μέσω της γάμπας τους και ανέβαινε στην πλάτη τους και μετά στο πρόσωπό τους και κατέληγε να στάξει πάλι πάνω στα παπούτσια τους. Ήταν σαν να ανακύκλωναν τον εαυτό τους. Θα μπορούσαν να τρέχουν έτσι για χρόνια, ενώ θα στάζουν επάνω τους. 

Ο διάδρομος ήταν ατέλειωτος κι αυτό το κυνηγητό άρχισε να την κουράζει αλλά όταν πού και πού γύρναγε πίσω και έβλεπε πρόσωπα να λείπουν, τρόμαζε κι άλλο και δεν έκοβε ταχύτητα. Μέχρι που κάποιος τράβηξε το πάτωμα απ΄τα πόδια τους, αλήθεια το τράβηξε, σαν να ήταν ένα λεπτό σεντόνι, και έπεσαν όλοι σε μια περιστροφική σκάλα ενός φλεγόμενου σπιτιού, και όσα σκαλοπάτια άγγιζαν ανεβαίνοντας γίνονταν στάχτη και οι μπούκλες της άρχισαν να τσουρουφλίζονται και η σκάλα κατέρρε και το προς τα πάνω δεν σίγουρα καλή λύση γιατί η φωτιά ερχόταν από παντού.

Εκείνοι είχαν γίνει χίλοι μέσα σε έναν και ένας που διαιρέθηκε σε χίλιους και μια γατζώνονταν πάνω στη σκάλα σαν γρήγορη λάσπη και μια απλώνονταν σα κοπάδι από μαύρες παχιές μύγες, να προλάβουν τα σκαλοπάτια που έπεφταν. Η οροφή του σπιτιού ήταν αρκετά ψηλά και οι μύτες της φωτιάς χόρευαν νευρικά επάνω της λες και έδιναν παράσταση και είχαν άγχος. 

Οι μπούκλες της είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους είχαν πάρει μικροσκοπικά καμμένα ψαλίδια που γρατζουνούσαν τους ώμους της και θεέ μου η σκάλα ήταν ατέλειωτη. Όσο ανέβαιναν τόσο πλήθαιναν τα σκαλοπάτια και κάποια στιγμή σαν να πήραν όλοι ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα, και βρέθηκαν σε ένα μπλε βυθό όπου όλα κινούνταν αργά και ο ήχος είχε πάρει σύνταξη. Μπορούσε ήρεμα να γυρίσει και να τους δει να τρέχουν πίσω της αλλά χωρίς να κινούνται, και στα δεξιά της ένα μεγάλο ψάρι με βαρετά μάτια άνοιγε νυσταλέα το στόμα του βγάζοντας από μέσα ένα μικρότερο ψάρι το οποίο έμοιαζε με το πρώτο και έκανε κι αυτό ακριβώς το ίδιο. Ψάρια έβγαιναν μέσα από ψάρια. Ψάρια γεννούσαν ψάρια απ'το στόμα και τίποτα δεν κινούνταν κανονικά και δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος.

Και μέσα σε δευτερόλεπτα μεταφέρθηκαν όλοι ξανά πάνω σε μια πάνινη μαύρη μπάλα με περίεργους νόμους βαρύτητας γιατί μπορούσαν να τρέξουν γύρω της χωρίς να πέφτουν. Μπορούσαν να τρέξουν ακόμα και απ'την κάτω μεριά. Αυτό συνέβαινε για μερικά λεπτά γιατί τότε η μπάλα άνοιξε και οι πλαστικομούρηδες τα χασαν λίγο. Σταμάτησαν να την κυνηγούν και κοίταζαν μέσα στη μπάλα και βγήκε ένας τύπος με μεγάλα μάτια και μια κάπα η οποία ήταν αρκετά μεγάλη ώστε με ένα ΦΑΠ! τους σκέπασε όλους

Και βρέθηκαν όλοι με τα χέρια τυλιγμένα γύρω απ'τα γόνατά τους να αιωρούνται σε ένα μικρό κενό ανάμεσα σε αστερισμούς ενώ ανάμεσά τους κολυμπούσαν γυρίνοι και εκείνη δε μπορούσε να ισιώσει το κορμί της και ένιωθε καταδικασμένη να είναι τυλιγμένη γύρω απ'τον εαυτό της για πάντα.

Χωρίς να το καταλάβει κανείς, είχαν επιστρέψει στο μικρό στενό διάδρομο μόνο που εκείνη είχε φτάσει στο τέλος και άνοιξε την πόρτα απ'όπου είχε σκάσει μύτη το φως και μόλις την άνοιξε όλα έγιναν μαύρα λες και μια μπογιά κάλυψε τη σελίδ

Δεν υπάρχουν σχόλια: