Beriah Krigas

Ώρα για ένα τελευταίο παραμύθι.

Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν υπήρχε ένα κάστρο κάπου όπου δεν έχει σημασία, στο οποίο δεν έμενε κανείς. Σχεδόν κανείς δηλαδή. Η πύλη του κάστρου είχε σκεπαστεί ολόκληρη από τσουκνίδες που είχαν αγκαλιαστεί μεταξύ τους τόσο αφοσιωμένα, λες και ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκαναν πριν πεθάνουν. Και οι πέτρες στον τοίχο ήταν ιδιαίτερα ακούνητες. Θα μου πεις τώρα, έχεις δει καμιά πέτρα να κινείται; Και γω θα σου πω πως αν καμιά φορά ζουλήξεις τα μάτια σου με δύναμη, ή τα κλείσεις δυνατά και απότομα, θα δεις φοβερά και τρομερά πράγματα.

Στο κάστρο έκανε πάντα κρύο. Ό,τι εποχή και να ήταν, όταν το πλησίαζες, πάντα φαίνονταν οι ανάσες στον αέρα λες και το στόμα σου αναπολούσε κάποιο αγαπημένο τσιγάρο. Και ο αέρας μύριζε παγωμένη ανατριχίλα και δίψα. Η δίψα, για να καταλάβεις, έχει τη μυρωδιά κρύας φωτιάς.

Μια ωραία μέρα λοιπόν που δεν είχε ήλιο και παραλίγο να βρέξει, μια ξυπόλυτη κοπέλα είδε τις κορφές του κάστρου από μακριά και χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο, άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος του.

Μόλις έφτασε αρκετά κοντά και είδε αυτή την ανεπαίσθητη γκρι μεμβράνη πάχνης που τύλιγε το οικοδόμημα, η καρδιά της έσφιξε απότομα τη ζώνη του παντελονιού της και η κοπέλα ένιωσε σα να μη μπορεί να ανασάνει από το δέος. Προφανώς και έπρεπε να μπει μέσα, πάσει θυσία.

Οπότε άρχισε να παραμερίζει τις τσουκνίδες με τα χέρια της και ύστερα να σπρώχνει τις πέτρες προς τα μέσα μέχρι να δημιουργήσει ένα μικρό άνοιγμα. Τα κατάφερε μετά από αρκετή ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας εμείς προλάβαμε να κάνουμε άλλα πράγματα για να είμαστε απασχολημένοι.

Πάτησε μέσα στον κήπο του κάστρου. Τέσσερα ψηλά δέντρα έστεκαν όρθια ανάμεσα στα ψηλά τείχη και το χώμα είχε τόσες ρωγμές, που θα χωρούσαν μέσα να περπατήσουν εκατομμύρια σκαθάρια, το ένα πίσω απ'το άλλο. Αλλά ο κήπος ήταν εντελώς άδειος από ζωή. Ήταν πιο άδειος κι από τα δίχτυα ενός ψαρά που έχει πάρει σύνταξη και έχει πεθάνει κιόλας εδώ και δύο δεκαετίες.

Η κοπέλα άρχισε να πατάει προσεκτικά πάνω στο χώμα προσπαθώντας να καταλάβει πώς έφτασε ως εκεί και τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα τέλος πάντων. Έφτασε στην είσοδο του κάστρου και κοίταξε την ξύλινη πόρτα. Είχε πάνω σκαλιστές μορφές και στις λεπτομέρειες μπορούσες να δεις σκουριασμένα μέταλλα. Το ξύλο ήταν φαγωμένο και τα χόρτα του κήπου είχαν καταφέρει να εισχωρήσουν στο άνοιγμα κάτω από την πόρτα λες και ήταν ένα ζωντανό χαλί με την περιέργεια ενός εξερευνητή.

Άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει. Κοίταξε πίσω, τον κήπο και το άνοιγμα στο τείχος. Ξανακοίταξε την πόρτα. "Τι κακό μπορεί να μου συμβεί; Ποιό θα μπορούσε να είναι το χειρότερο σενάριο;"

Με τους αγκώνες της άρχισε να σπρώχνει δυνατά την πόρτα προσπαθώντας να κρατήσει κόντρα με τα πόδια της. Η πόρτα άρχισε να ανοίγει αργά και χωρίς να δείξει καμία απροθυμία. Μια πόρτα κυρία.

Η κοπέλα κοίταξε μέσα. Οι κολώνες μέσα στο κάστρο ήταν πολύ πιο ψηλές απ'ότι περίμενε και στο βάθος φαινόταν ένα φως που ερχόταν από ψηλά. Μπήκε γρήγορα μέσα και άρχισε να προχωράει προς το φως λες και ήταν μια πυγολαμπίδα με αυτοκτονικές τάσεις.

Μόλις έφτασε στο φως, κοντοστάθηκε να χαζέψει το θέαμα. Βρισκόταν σε μια εξαιρετικά μεγάλη ψηλοτάβανη αίθουσα, το ταβάνι της οποίας είχε ένα σκαλιστό άσπρο τζάμι απ'όπου ερχόταν και το φως. Τα κοψίματα του τζαμιού έκαναν το λειτούργημα ενός τρελού τροχονόμου και οδηγούσαν το φως σε παρανοϊκές κατευθύνσεις και έτσι το δωμάτιο έμοιαζε με ένα εικονικό ιστό αράχνης.

Η κοπέλα άρχισε να περπατάει μέσα στο τεράστιο δωμάτιο κοιτώντας προς τα πάνω με ανοιχτό στόμα. Και ξαφνικά κοίταξε κάτω. Στον ένα τοίχο του δωματίου, βρισκόταν ένας σκαλιστός θρόνος που η πλάτη του έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι.

Πάνω στο  θρόνο καθόταν ένας άνθρωπος.

Εκείνη τη στιγμή η καρδιά της κοπέλας έσφιξε τις παλάμες τις γύρω από τον ίδιο της το λαιμό και οι παλμοί πολλαπλασιάστηκαν με το χίλια. Η κοπέλα έτριξε τα δόντια της και μάζεψε τα δάχτυλα των ποδιών της προς τα μέσα.

Ο άνθρωπος που καθόταν στο θρόνο, στήριζε το κεφάλι του με το χέρι του και κοιτούσε ελαφριά προς τα κάτω. Φορούσε ένα μακρύ βρώμικο μανδύα και τα μούσια του είχαν χυθεί επάνω στο στέρνο του σαν τρίχινος ποταμός. Στα μάγουλά του ήταν βαθουλωμένα και τα μάτια του ήταν θολά και γκρι σαν σβηστό τζάκι. Πάνω στα λίγα του μαλλιά υπήρχε ένα παλιό στέμμα όχι από κείνα τα φανταχτερά, από τα άλλα, τα μίζερα, τα λίγα.

Φυσικά αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ακριβώς ζωντανός. Δεν ήταν ούτε και πεθαμένος. Το δέρμα του φαινόταν σαν σκονισμένος πίνακας και ανάμεσα στις πτυχές της ενδυμασίας του είχαν φωλιάσει μικρές αράχνες ενώ δίπλα απ'τον υπερυψωμένο θρόνο του μπορούσες να δεις τη ουρά ενός ποντικού.

Η κοπέλα πρέπει να έκανε να ανασάνει οχτώ λεπτά.

Ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα του:

"Ήρθες γρήγορα σαν μικρή εργατική μέλισσα και σίγουρα φέρεις το όνομά μου κάπου.

Είσαι ντυμμένη στα μαύρα και μπορώ να δω το μεγαλείο που κρύβει η φιγούρα σου."

Η κοπέλα τα έχασε εντελώς. Δεν κούνησε βήμα και απλά τέντωσε τα αυτιά της να ακούσει καθαρά. Ο άνθρωπος συνέχισε:

"Χόρεψε για μένα."

Η κοπέλα ένιωσε να χάνεται στο σκοτάδι. Έκανε να φύγει αλλά ο άνθρωπος μίλησε ξανά και πιο δυνατά:

"Χόρεψε για μένα!

Προσευχήθηκα μέρες και νύχτες και κοίτα τι μου έφερε ο θεός.

Κάνε με να ησυχάσω."

Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε. Ο άνθρωπος στον θρόνο που έμοιαζε με κάποιο παρηκμασμένο βασιλιά, της ζητούσε κάτι τόσο απλό και με τόση ειλικρίνεια λες και δεν συνέβαινε τίποτα το περίεργο σε εκείνο το κάστρο. Τι ειρωνεία!

Αλλά δεν έφυγε.

Σήκωσε το ένα της πόδι, και άρχισε να κινείται. Άρχισε να κινείται κυκλικά, κάνοντας χορευτικούς βήματισμούς που έβγαζε απ'το μυαλό της. Και ο ρυθμός άρχισε να γίνεται γρήγορος. Κινούταν τόσο γρήγορα που ένιωσε τις πατούσες της να παίρνουν φωτιά. Τα χέρια της ακολουθούσαν το στροβίλισμα. Ο βασιλιάς παρακολουθούσε σιωπηλός. Η κοπέλα δε μπορούσε να σταματήσει να στροβιλίζεται και κάθε της πάτημα αναστάτωνε τη σκόνη στο πάτωμα.

Γυρνούσε και χόρευε χωρίς ποτέ να σταματάει και να παραπατάει και ο βασιλιάς κοιτούσε και εκείνη συνέχιζε το χορό και ο βασιλιάς δε χόρταινε μέχρι που η κοπέλα έβγαλε μια σπίθα στον ώμο της και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε αρπάξει φωτιά. Δε σταμάτησε να χορεύει όμως λεπτό και ο βασιλιάς δεν κουνήθηκε απ'το θρόνο του και η κοπέλα καιγόταν χορεύοντας και γύριζε μέσα στην αίθουσα σαν ένα χαριτωμένο σκιάχτρο ενώ το δέρμα της καιγόταν σα χαρτί και το δωμάτιο έλαμπε από τις φλόγες και ο βασιλιάς δεν έβγαζε άχνα και η κοπέλα συνέχιζε να χορεύει μοιάζοντας με μικρή χαρούμενη λαμπάδα που φώτιζε το πρόσωπο του βασιλιά και τους σκονισμένους τοίχους και κανείς δεν μιλούσε και δεν αγχωνόταν με αυτό το περίεργο φαινόμενο




και οι πέτρες που είχε ρίξει στο τείχος σηκώθηκαν απ'το έδαφος στο οποίο ήταν πεσμένες και περπάτησαν προς το άνοιγμα απ'το οποίο έπεσαν και μόλις στερεώθηκαν σωστά, οι ξεσκισμένες τσουκνίδες ξανατυλίχτηκαν μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα υπερπυκνωμένο φυτικό πλεχτό και μεις δεν ξέρουμε τι έγινε στη συνέχεια και στ'αλήθεια δεν έχω ιδέα ποιός έζησε καλά και ποιός καλύτερα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: