Ο βράχος φαινόταν πιο μεγάλος από μακριά. Ακόμα και σε μένα φαινόταν μεγάλος από μακριά. Ήταν και βράδυ, είχε πιάσει και ένας αέρας, είχε και άγχος, δεν γινόταν να υπολογίσει ακριβώς. Αλλά τώρα που τον έβλεπε από κοντά, ο βράχος ήταν μικρότερος. Τουλάχιστον έτσι πίστευα. Παραμέρισε δυο μίλια θάλασσα για να φτάσει σε αυτόν τον βράχο. Ανέβηκε πάνω, στάθηκε ακριβώς στη μέση, έκλεισε τα μάτια και πήρε μιααααανάαασαα, αυτό το είδα ξεκάθαρα.
Και τότε άρχισε να αναβοσβήνει. Μέσα στο βαθύ μπλε, ένα κόκκινο αναβόσβηνε με σταθερές παύσεις χωρίς ποτέ να αργεί ή να σταματά. Δεν σταμάτησε να αναβοσβήνει ούτε στιγμή. Την κοιτούσα για ώρες. Κάθε φορά που έσβηνε ευχόμουν να μην μείνει σβηστή. Ήταν ένα πολύ περίεργο συναίσθημα.
Με πήρε ο ύπνος πάνω στο τζάμι. Ντροπή μου που το λέω αλλά ήμουν άυπνη. Ξύπνησα μέσα σε πολύ φως και όλοι γύρω παραήταν φαγωμένοι και πιωμένοι για να μου πουν τι έγινε. Δεν νομίζω πως τους ένοιαξε και πολύ. Τους μισώ όλους. Αηδιαστικοί μεθυσμένοι κόπροι. Πότε σταμάτησε να αναβοσβήνει ρε; Έσωσε κανέναν τελικά; Μήπως μετατράπηκε σε πάλσαρ; Ίσως να την πήρε το κύμμα;
Αναβόσβηνε όλο το βράδυ. Δεν ξέρω τι απέγινε. Δεν ξέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου