Ένας τίτλος

Δεν καπνίζω αλλά ας πούμε πως εδώ σ'αυτό το σημείο ανάβω ένα τσιγάρο γιατί έτσι κάνουν όλοι οι μποέμ τύποι που ετοιμάζονται να βουτήξουν χωρίς αναπνευστήρα στην θάλασσα της προσωπικής τους μαλακίας. Φυσικά και δεν είμαι μποέμ τύπος. Και φυσικά και η θάλασσα της μαλακίας μου είναι ένας ωκεανός που ενώνει τα νερά τεσσάρων ηπείρων. Αφήνω λοιπόν το τσιγάρο στην άκρη μη βραχεί.

Λοιπόν

ΣΠΛΑΤΣ!!!

Πόσο κυνικός μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος μέσα σε λίγους μήνες; Πολύ κυνικός ΘΑ ΕΛΕΓΑ.

Η διαδικασία του κυνισμού ξεκινάει πολύ διαφορετικά απ'ότι καταλήγει και επίσης πολύ συχνά δεν καταλαβαίνεις πως είσαι στη μέση της διαδικασίας και πως τα μέσα σου αλλάζουν. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Κανείς δεν βιώνει πλήρως το ατύχημά του όταν του συμβαίνει γιατί τα ατυχήματα σε πιάνουν απροετοίμαστο. Ακριβώς γι'αυτόν τον λόγο δεν πρέπει ποτέ να γνωρίζουμε τι θα μας συμβεί καθώς αν γνωρίζεις πως πχ στις 10 Δεκεμβρίου του 1997 θα σπάσεις το χέρι σου, θα περιμένεις μέρα με τη μέρα να συμβεί το κακό και το πρωί της δεκάτης Δεκέμβρη θα σε λούζει κρύος ιδρώτας και όταν τελικά σπάσεις το χέρι σου θα βιώσεις το ατύχημα με όλες σου τις αισθήσεις αλλά κυρίως με το μυαλό σου που είναι η πιο γαμημένη αίσθηση απ'όλες. Θα το βιώσεις τόσο πολύ που μέσα στο κεφάλι σου το σπάσιμο θα κρατήσει περίπου τέσσερα εγκεφαλοχρόνια, ακριβώς γιατί θα το περιμένεις. Οπότε καλύτερα να μη γνωρίζεις ποτέ τίποτα.

Αρχικά λοιπόν ο κυνισμός έρχεται σα μεγάλος αντίχειρας και σου βαθουλώνει το εύπλαστο ζυμαράκι που είναι η αξιοπρέπειά σου. Πρέπει κάπως να το αντέξεις αυτό το πρώτο χτύπημα γιατί θα ακολουθήσουν πολύ χειρότερα. Όλα όσα ξέρεις κι όλα όσα αγαπάς και θαυμάζεις, ΜΠΡΑΦ. Μόλις έχασαν τη σημαντικότητά τους. Λυπάμαι δεν έχεις επιλογή, τώρα έγινε. Μην κλαις ρε, τι να γίνει έτσι γίνονται αυτά. Μόλις μια έξοδος με τους φίλους σου έχασε τη γοητεία της. Μόλις η αγορά μιας πανάκριβης μαλακίας δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να ανακουφίσει την δίψα σου για αποσυμπίεση. Μόλις συνέβη αυτό το κάτι που όρισε έτσι αυθαίρετα πως από δω και πέρα δεν θα ευχαριστιέσαι τίποτα από τα άχρηστα πράγματα που σε ευχαριστούσαν.

Κοίτα που έβαλα τη λέξη "άχρηστα". Κανονικά θα έπρεπε να γράψω "τίποτα από τα πράγματα" καθώς έτσι θα αναγνώριζα την κάποια σημασία των πραγμάτων. Καταλαβαίνεις τι γίνεται εδώ έτσι; Τα επίθετα σφηνώνουν ανάμεσα στα ουσιαστικά χωρίς να το παίρνω χαμπάρι σα μικρές τρίχες σε φερμουάρ.

Θα σου το εξηγήσω με ένα παράδειγμα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το παραμύθι της Κοκκινσκουφίτσας που ρουφάει ντώνκευ μπωλλς ούτως ή άλλως. Πριν κάμποσο καιρό θα έγραφα:


    "Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ.

Σταματήστε όλοι, είστε άδικοι και ημιμαθείς και δεν έχετε ιδέα για τίποτα. Και επιτέλους ο λύκος δεν έφαγε την γιαγιά επειδή πεινούσε. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ποιός τρώει μια ζαβή γριά με κρεμασμένο δέρμα και ένα βουνό αρρώστιες; Όταν πας στο χασάπη του λες “Θέλω το πιο άρρωστο κρέας που έχεις και κοίτα, αν δεν είναι καφέ και σάπιο μην μπεις καν στον κόπο να το τυλίξεις”;;

ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ.

 Την αγαπούσε αυτή την καριόλα την Κοκκινοσκουφίτσα και δεν ήθελε να την έχει κανένας άλλος εκτός από αυτόν. Και έτσι έφαγε τη γιαγιά και τη μάνα της (φυσικά αυτό δεν το μαθαίνουμε ποτέ γιατί δε βολεύει  τον αφηγητή) και πιο πριν είχε φάει και τον πατέρα της καθώς ήταν το αρσενικό πρότυπο που θα είχε η Κοκκινοσκουφίτσα μεγαλώνοντας και ο συγκεκριμένος δεν ήταν και κανας σπουδαίος τύπος. Και φυσικά δεν θα ενέκρινε ποτέ τον Λύκο για.. ό,τι θα ήθελε να είναι.

Ο Λύκος ήταν ένας ζηλιάρης, οκ. Αλλά ήταν και ρομαντικός και γι’αυτή του την ιδιότητα του αφαιρώ έξι ολόκληρους πόντους φταιξίματος.
    
Ακόμα και την ύστατη στιγμή που εκείνη αναφώνησε ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ εκείνος πίστευε πως υπάρχει μια πιθανότητα να μείνει κοντά του και να του χαϊδεύει για πάντα τα μυτερά του αυτιά.

Και ύστερα κοίταξε τα παγωμένα της μάτια και τα κοκκινωπά της μάγουλα και τα απομεινάρια αγριοφράουλας που γυάλιζαν στις άκρες των χειλιών της και κατάλαβε πως δεν θα μπορέσουν ποτέ να έχουν ένα ζεστό και όμορφο πράγμα γιατί εκείνη θα ψάχνει μια ζωή για αγριοφράουλες κι εκείνος.. όχι.

Και τότε έσφιξε τις πατούσες του και έκλεισε τα μάτια του δυνατά  προσπαθώντας να καταπιεί αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που του προκάλεσε η συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης. Και ψέλισε “αφού δεν μπορώ να σε έχω εγώ, δεν θα σε έχει κανείς. Θα σε κουβαλάω για πάντα μέσα μου.”

Και την έφαγε.

Την έφαγε αργά και ήταν ένα γεύμα ατέλειωτο και δυσάρεστο με πολλά αλμυρά δάκρυα και παύσεις αναφιλητών. Ήταν μια διαδικασία ατέρμονη, επίπονη και πλήρως καταπιεστική για τον τρώγων.

Ήταν  το πιο πικρό γεύμα που έχει γευτεί ποτέ ουρανίσκος.

Δεν ήταν έγκλημα πάθους. Ήταν ένα μεσημεριανό απογοήτευσης.."




Ενώ τώρα θα γράψω: 


"Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ.

Τα ζώα όταν μένουν νηστικά πεινάνε."


και θα βγω έξω ελαφρύς και καθόλου απογοητευμένος, να τελειώσω το ανύπαρχτό μου τσιγάρο.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Νότιο Πάρκο.

Sídhe είπε...

Εκζάκτλυ. Eκτός κι αν Πάρκερ και Στόουν διάβασαν το μπλογκ μου!

<:)