Το πορφυρό ποτάμι (του Μάλαμα) όπως το βλέπω εγώ. Σοβαρότατα.

Υπάρχει ένα ποτάμι που είναι τόσο κόκκινο που όλο το κόκκινο του κόσμου θα ντρεπόταν να λέει ότι είναι κόκκινο αν ήξερε πόσο κόκκινο είναι αυτό το κόκκινο ποτάμι.

Αυτό το ποτάμι είναι κόκκινο λοιπόν. Αυτό το καταλάβαμε Μυρτώ, συνέχισε.


Ναι. Συνεχίζω. Κυλάει αργά και κάνει μεγάλες καμπυλωτές γραμμές και βρέχει τα φύλλα που έχουν πέσει κάτω από τα δέντρα, από τη βαρεμάρα και την αδράνεια. Τα φύλλα είναι οι χειρότεροι πιθανοί συνδιαλέγοντες. Κάθε τους πρόταση κάνει κοιλιά. Δεν έχουν καν σταθερή άποψη για κάτι. Βαριούνται τόσο που όταν πια πέσουν στο χώμα δεν κάνουν ούτε "αχ". Τίποτα.

Ξεφεύγεις, για το ποτάμι έλεγες.

Σωστά. Το ποτάμι. Αυτό το ποτάμι σχηματίζει μεγάλα τελικά σίγμα. Περνάει πολύ ευγενικά δίπλα από τις πέτρες και σηκώνει το καπέλο του χαμογελώντας "καλημέρα σας κυρίες μου" αλλά οι πέτρες ξέρουν ότι αυτό το χαμόγελο δεν λέει τίποτα. Συνεχίζει να κυλάει και να κυλάει για χιλιόμετρα, για μίλια.Έχει απλωθεί σε όλο το δάσος, και σε εκείνο το δάσος, και σε αυτό το δάσος, και στο προηγούμενο και στο επόμενο και σε όλα τα άλλα δάση που θα έρθουν και σε αυτά που έχουν φύγει και σε αυτά που δεν έχουν υπάρξει ακόμα. Κυλάει συνέχεια, ανοίγει τα ρυάκια του κι αυτά ξέρουν τι να κάνουν. Διαρρέουν ήσυχα και σταθερά και μαρκάρουν περιοχές πολύ διακριτικά. Απλώνονται και εξαπλώνονται και αλλάζουν τους Χάρτες. Πολύ αργά. Με σιγουριά.

Πάει κάπου όλο αυτό;

Να σταματήσετε. Το ποτάμι αυτό όχι μόνο δεν στερεύει, αλλά δεν ξέρει κανείς από πού έρχεται. Μια μέρα μαζεύτηκαν κυνηγοί με τα σκυλιά τους και τα τουφέκια τους και ξεκίνησαν να βρουν την πηγή του. Πρέπει να περπατούσαν για μέρες. Για βδομάδες. Δεν βρήκαν τίποτα. Ακολουθούσαν τα μεγάλα κόκκινα ρυάκια του χωρίς να τα πατήσουν ποτέ. Πατούσαν ακριβώς δίπλα τους. Με σεβασμό. Όπως δεν βρίζεις ποτέ δίπλα σε ένα μωρό, αν και ξέρεις πως έτσι κι αλλιώς δεν σε καταλαβαίνει. Πού και πού όταν έβλεπαν κανένα πηγάδι, σήκωναν το καπάκι και κοιτούσαν προς τα κάτω μπας και δουν κόκκινο να γυαλίζει και να ρέει. Αλλά φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Τα σκυλιά μύριζαν και μύριζαν και λίγο έτρεχαν και λίγο σταματούσαν.

Οι κυνηγοί είχαν όρεξη στην αρχή αλλά μετά από τόσο περπάτημα ξέφτισε κι αυτή και περιφέρονταν σαν τις άδικες κατάρες. Τα αστεία και τα καλαμπούρια που γίνονταν στην αρχή, πήραν και έγιναν σιωπή, και ήταν λιγάκι λυπηρό θέαμα το να βλέπεις κυνηγούς να περπατούν σιωπηλοί με τα μάτια να κοιτούν μόνο το μέρος που πατούν. Μέχρι και τα σκυλιά είχαν κατεβάσει τα μούτρα τους και είχαν σταματήσει να χρησιμοποιούν την οξύτατη όσφρησή τους. Γενικά είχε φτερνιστεί η Απογοήτευση πάνω τους και περπατούσαν σαν να σέρνονται. Δεν βρήκαν τίποτα. Ούτε μια πηγή.

Και τελικά;


Μη βιάζεστε ρε. Θα σας πω. Εσείς είστε αρκετά τυχεροί ώστε να μάθετε. Λοιπόν, ας πούμε πως βλέπουμε ένα ελάφι να τρέχει.

Ελάφι.

Ναι, αυτό μου ΄ρθε τώρα. Λοιπόν ακολουθούμε τις οπλές του. Μια πηγαίνει αργά και μια γρήγορα. Τα πάντα γύρω του είναι σκούρο πράσινο και μόνο το ρυάκι που κυλάει δίπλα του είναι κόκκινο, πιο κόκκινο και από.. όχι δεν θα το πω. Παραείναι εύκολο.
Το ελάφι τρέχει και περνάει ξυστά από τα δέντρα και τα μυτερά κλαδιά. Πατάει τα φύλλα και τους θάμνους και αποφεύγει τις πέτρες. Τρέχει. Στρίβει πίσω από ανύποπτα δέντρα και φυλλωσιές. Τρέχει κι άλλο. Σχεδόν σαν το χρόνο. Σκύβει και απομακρύνεται και επανέρχεται και επιταχύνει. Βιάζεται αλλά δε βιάζεται κιόλας. Διασχίζει. Μπορείτε να δείτε τα δέντρα που περνούν από το πλάι, δεν θα σας γρατζουνίσουν. Τρέχουμε πίσω και δίπλα και πάνω από το ελάφι. Τρέχει κι αυτό πάνω στα πάντα. Παρασύρει. Μην επαναπαύεστε όμως, ε.

Ξαφνικά φτάνει σε ένα ξέφωτο, και το πλάνο ανοίγει και ανοίγουμε κι εμείς, και το δάσος, και το ελάφι φεύγει απ΄τη μέση, και φεύγουν όλοι απ'τη μέση και το ποτάμι μαζεύεται σε μια λίμνη που έχει σχηματιστεί γύρω από τις ανοιχτές φλέβες ενός γίγαντα.

Τι λες μωρέ;;


Ό,τι θέλω λέω. Λέω αυτό που βλέπω. Βλέπω ένα μεγάλο γκρίζο γίγαντα ξαπλωμένο  σε μια κόκκινη λίμνη. Τα πόδια του και τα χέρια του είναι μεγάλα και ακίνητα, τα μάτια του μισόκλειστα, δεν φαίνεται να αναπνέει. Αλλά οι φλέβες του έχουν ανοίξει, όχι από πληγές, από κάτι πιο ανώδυνο, και το αίμα τρέχει και τρέχει και δεν τελειώνει και δεν στερεύει, και το ποτάμι ξεκινάει από τις φλέβες του. Φτιάχνει ρυάκια και διακλαδώσεις και κοκκινίζει το έδαφος και όλοι αναρωτιούνται από πού στο καλό έρχεται όλο αυτό το κόκκινο ποτάμι και κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν βρίσκει.

Ένας γκρίζος γίγαντας με κατακόκκινο αίμα, τόσο αίμα, που είναι αρκετό να εξαπλωθεί παντού και να κάνει τα πάντα πορφυρά και μυστήρια. Αρκετό για να αλλάξει τους Χάρτες. Ξεκινάει και δεν τελειώνει, δεν σταματάει, δεν ενοχλεί και δεν αποκαλύπτεται. Συνεχίζει χωρίς να επηρεάζει. Κι άλλο. Σαν τον χρόνο. Υπάρχει παντού και κανείς δεν πατάει τα ρυάκια του.

Το πορφυρό ποτάμι που ξεφεύγει από τις φλέβες ενός κατάκοιτου γκρίζου γίγαντα. Που δεν ξέρω αν κοιμάται, και άρα δεν μπορώ να σας πω. Σας λέω μόνο ό,τι θέλω. Ό,τι βλέπω δηλαδή.

Αυτό βλέπεις;! Σοβαρά;!

Αμέ. Έτσι ακριβώς.

3 σχόλια:

Mr MadPlant είπε...

Αυτό το κομμάτι το φανταζόμουν τέρμα ερωτικό κυρία Sidhe.....

Sídhe είπε...

Οκ τότε σκέψου πως ο γίγαντας είναι ομορφούλης και το ελάφι τον ζαχαρώνει με το βλέμμα του, δεν ξέρω :/

Sídhe είπε...

Αλλά βασικά πάω για ύπνο!

ΑΝΤΙΟ! ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΓΙΑΤΡΕ!